Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Οι θηριωδίες που διέπραξαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν χαραχτεί βαθιά στη συλλογική μνήμη ως οι ειδεχθέστερες. Δυστυχώς σε πολλές από αυτές συμμετείχαν, πέραν των κατακτητών, και Έλληνες, οι οποίοι επέλεξαν να ταχθούν με το μέρος του εχθρού, προκειμένου να αποκομίσουν οφέλη. Μια από τις πόλεις που επλήγη έντονα από τον εχθρό είναι η Θεσσαλονίκη. Πολλοί από τους κατοίκους που ανήκαν στο έντονο εβραϊκό στοιχείο της πόλης έχασαν τις περιουσίες τους, υπέστησαν εξευτελισμούς και βασανιστήρια και, εν τέλει, δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Την Ιστορία της Θεσσαλονίκης αναφορικά με την καταστροφή της εβραϊκής συνοικίας της πόλης πραγματεύεται στο πιο πρόσφατο πόνημα του Μεσεγγυούχοι και δoσίλογοι και το τέλος της εβραϊκής επιχειρηματικότητας στην κατοχική Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Καρατζόγλου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο, προλογισμένο από την καθηγήτρια Orly Meron και με χαιρετισμό του Γιάννη Μπουτάρη. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1946, ο συγγραφέας έχει πραγματοποιήσει σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων, είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου από το πανεπιστήμιο Brunel, αλλά και Διδάκτορας του ΑΠΘ στο πεδίο των Πολιτικών Επιστημών, ενώ έχει γράψει αρκετά βιβλία για τις τύχες των Εβραίων και την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Μέσα στις γραμμές του βιβλίου, βρίσκουν απαντήσεις πολλά ερωτήματα για τη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ενώ, παράλληλα, πολλοί μύθοι και παρεξηγήσεις καταρρίπτονται και αφήνουν χώρο για μια νέα ερευνητική προσέγγιση και δύσκολες ιστορικές αλήθειες που κάποτε έπρεπε να εκφραστούν, όπως ο αριθμός των Ελλήνων που συμμετείχαν στις θηριωδίες των Ναζί στην πόλη και πώς άλλαξαν χέρια οι περιουσίες ανθρώπων μέσα στη δίνη του πολέμου. Το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη βρισκόταν στον απόλυτο έλεγχο των Γερμανών, χωρίς την «πολυτέλεια» της συνδιοίκησης, την οποία βίωσαν άλλες πόλεις, οδήγησε σε ακόμα πιο ειδεχθείς πρακτικές, οι οποίες αποτυπώθηκαν έντονα στην αντίδραση του κόσμου, στην οποία επικεντρώθηκε ο συγγραφέας. Η έλλειψη κάθε ελπίδας που θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο του κατακτημένου λαού οδηγούσε σε λεηλασίες και βία, ενώ, μέσα από την ανέχεια, γεννήθηκαν οι μεσεγγυούχοι και οι δοσίλογοι, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και προσπάθησαν να αποκομίσουν τα μέγιστα από εκεί που δεν υπήρχαν, διεκδικώντας κομβικό ρόλο ακόμη και στο μεταπολεμικό σκηνικό.
Στην έρευνα του συγγραφέα είναι συγκλονιστικές οι διαπιστώσεις που διατυπώνονται για τον ρόλο των ίδιων των Εβραίων δοσιλόγων, οι οποίοι πρόδιδαν τους συμπατριώτες και ομόθρησκούς τους, προκειμένου να σωθούν και να επωφεληθούν οι ίδιοι από την κατάσταση. Η καταλήστευση και η εκμετάλλευση των ανθρώπων αυτών αποτυπώνεται γλαφυρά στις πηγές, ενώ Εβραίοι που έζησαν στις θλιβερές αυτές εποχές φαίνεται να θεωρούν ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί ακόμη και 50% των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, εάν δεν είχαν προδοθεί, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να έχουν καταφύγει σε αρκετές ελληνικές πόλεις, όπως στην Αθήνα, όπου οι αρχές έδιναν ψεύτικες ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα στους Εβραίους, για να τους προφυλάξουν. Ιδιαίτερη μνεία πραγματοποιείται από τον συγγραφέα για τη δράση κα την αναλγησία του διαβόητου Βιδάλ Χασσόν, του Εβραίου που οι σκληρές αρμοδιότητες οριακά δεν υπερέβαιναν αυτές των Ναζί και οι οποίες περιλάμβαναν ακόμη και βασανισμούς ομοθρήσκων του. Σκοτεινός ήταν, επίσης, ο ρόλος του αρχιραβίνου Κόρετς, ο οποίος παρότρυνε τους Εβραίους να συμμετάσχουν στις «αποστολές» στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λέγοντας πως θα δουλέψουν με ηρεμία στο αντικείμενό τους. Αυτά και πολλά περισσότερα βγήκαν στο φως στη δίκη των Εβραίων δοσίλογων της Θεσσαλονίκης, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1946, από τον δικηγόρο της εβραϊκής κοινότητας Σαμ Ναχμία.
Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες προσπάθειες απόδοσης της δικαιοσύνης σπάνια ευοδώθηκαν, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις «έκλειναν» πριν καν «ανοίξουν» με παρεμβάσεις από ισχυρά άτομα και κέντρα της εποχής. Η χαώδης περίοδος της Απελευθέρωσης και του επακόλουθου Εμφυλίου ήταν μια πιεστική κατάσταση, που δεν επέτρεψε την απόδοση δικαιοσύνης, εν μέσω άλλων προτεραιοτήτων του κράτους και των πολιτών του. Το συγκεκριμένο βιβλίο αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη, ακόμη και αν κανείς δεν τυγχάνει λάτρης της Ιστορίας. Πρόκειται για ένα πόνημα που έρχεται να μιλήσει με αντικειμενικότητα, αλλά και φιλαλήθεια, για ιστορικά γεγονότα που έχουν απωθηθεί από τη συλλογική μνήμη, αλλά πρέπει επιτέλους να συζητηθούν περισσότερο, διότι αφορούν σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας και είναι ιδιαίτερα διδακτικές για την αλλοτρίωση του ανθρώπου στον καιρό του πολέμου.