Της Μαρίας Κουλούρη,
Ο εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Ο πόλεμος αυτός δίχασε ακόμα και οικογένειες, όξυνε αντιθέσεις ανάμεσα στις αντικρουόμενες πολιτικές ιδεολογίες και ώθησε τη βία ανάμεσα στο ελληνικό έθνος στο αποκορύφωμά της. Μετά το πέρας του πολέμου, πολλές είναι οι ιστορίες ανθρώπων που «διασκορπίστηκαν» σε διάφορα μέρη της γης για να μη δεχθούν τις βαρύτατες συνέπειες του πολέμου. Μια τέτοια ιστορία περιγράφει και το βιβλίο Πατρίδα από βαμβάκι της Έλενας Χουζούρη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Η συγγραφέας του βιβλίου, Έλενα Χουζούρη, έχει στο ενεργητικό της ένα ευρύ συγγραφικό έργο. Συγκεκριμένα, το πεζογραφικό της ντεμπούτο έγινε το 2004 με το μυθιστόρημα Σκοτεινός Βαρδάρης (Εκδόσεις Κέδρος), το οποίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (βραχεία λίστα) και για το βραβείο BALKANIKA 2006 -εκπροσωπώντας την Ελλάδα-, ενώ μεταφράστηκε στα σερβικά, τα βουλγαρικά και τα τουρκικά. Επίσης, έχει ασχοληθεί και με την ποίηση, εκδίδοντας έξι ποιητικές συλλογές, καθώς και δοκίμια & μελέτες για πρόσωπα και θέματα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Το βιβλίο είναι άτυπα χωρισμένο σε πέντε μεγάλα κεφάλαια, τα οποία εμπλουτίζονται με «σελίδες» του ημερολογίου του πρωταγωνιστή, οι οποίες περιγράφουν τη ζωή του ως πολιτικό εξόριστο. Ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, του βιβλίου, Στέργιος Χ., είναι ένας γιατρός του Δημοκρατικού Στρατού που το 1949, όταν έληξε ο Εμφύλιος Πόλεμος και η παράταξή του ηττήθηκε, αναγκάστηκε να διαφύγει μαζί με άλλους πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη, την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Καθώς έφευγε από την Ελλάδα, γνώρισε τη σύζυγό του, τη Σταυρούλα -ανήκαν στην ίδια πολιτική ιδεολογία-, την οποία έσωσε από μια επίθεση που θα την έθετε σε κίνδυνο. Έτσι, ο Στέργιος και η Σταυρούλα έφυγαν από το Δυρράχιο της Αλβανίας, όπου είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί πολιτικοί πρόσφυγες απ’ όλη την Ελλάδα, ύστερα από εντολή του Στάλιν.
Στην Τασκένδη, λοιπόν, ο Στέργιος και η Σταυρούλα παντρεύονται, αποκτούν δυο παιδιά και ο Στέργιος ξεκινά να εργάζεται ως γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης. Το βιβλίο, επίσης, περιγράφει τη ζωή του Στέργιου και των υπόλοιπων πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν η πόλη απέκτησε νέο κύμα πολιτικών προσφύγων, έπειτα από τον διωγμό των Ποντίων από τους Τούρκους. Κατά την παραμονή του στην Τασκένδη, ένα κομβικό σημείο στη ζωή του Στέργιου ήταν η παράνομη σχέση του με μια παντρεμένη Ρωσίδα γιατρό, την Όλγα. Η Όλγα ήταν παντρεμένη με έναν αξιωματικό του Κόκκινου Στρατού με τον οποίο είχε μια κόρη. Η γνωριμία της με τον Στέργιο τους οδήγησε σε έναν θυελλώδη έρωτα, ο οποίος, όμως, έπρεπε να λάβει τίτλους τέλους, όταν μαθεύτηκε από το «Κόμμα». Τότε, λοιπόν, το 1967, ο Στέργιος έπρεπε να φύγει από την Τασκένδη και να επιστρέψει στην Ελλάδα μαζί με την οικογένειά του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, αφού την εξουσία στην Ελλάδα είχε η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και ο Στέργιος, λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων, δεν θα ήταν «καλοδεχούμενος». Έτσι, καταφεύγουν στη γειτονική πόλη των Σκοπίων, ώστε να βρίσκονται κοντά στη χώρα.
Η ζωή του Στέργιου περιγράφεται μέσα από αναδρομικές αφηγήσεις με τη μορφή ημερολογίου-σημειωματάριου, το οποίο ο Στέργιος διαβάζει στο τρένο κατά την επιστροφή του στα Σκόπια. Η συγγραφέας μέσα από την οπτική ενός ήρωα -«προϊόν» μυθοπλασίας- πραγματεύεται τον Εμφύλιο Πόλεμο και τις συνέπειές του στην ελληνική πραγματικότητα, οι οποίες αποτέλεσαν και αποτελούν «πληγή» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, το οποίο «μαγνητίζει» τον αναγνώστη με την αναλυτική περιγραφή και την αφήγησή του, ισορροπώντας ανάμεσα στην ιστορική πραγματικότητα και τη μυθοπλασία.