Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Πρόσφατα, δημοσιεύθηκε η έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Θεμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία υπογραμμίζονται οι διάφορες παθογένειες και δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας. Παρά την υποφαινόμενη αναπτυξιακή τροχιά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, γεγονός που πηγάζει από την έξοδο από την κρίση και της χρόνιας υποτίμησης και, μετέπειτα, στασιμότητας της εγχώριας οικονομίας. Τα ριζωμένα αυτά προβλήματα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, λειτουργούν επιβραδυντικά στην ανάπτυξη, αλλά, επίσης, θέτουν ένα «ταβάνι» στην ανοδική πορεία, που δεν είναι απίθανο να το συναντήσουμε τα επόμενα χρόνια και να ξαναμείνουμε πίσω από τους ευρωπαϊκούς μας εταίρους.
Τα σοβαρά θετικά «βήματα», μέχρι τώρα, έχουν γίνει, κυρίως, στη διαχείριση των δημοσιονομικών, την οποία σίγουρα μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε συνετή, αν όχι αποδοτική. Η Ελλάδα, μετά τις μεγάλες επεκτάσεις του 2022, έχει σημειώσει τεράστια μείωση του δείκτη χρέους προς Α.Ε.Π. (ενός βασικού δείκτη που δείχνει, εν μέρει, τη βιωσιμότητα του χρέους σε μια χώρα),που από το peak του στα 207% το 2020 έκλεισε το 2023 στο 161,9%, και παρουσιάζει αξιοσημείωτα (πρωτογενή) πλεονάσματα. Μάλιστα, για το 2023 κατάφερε το ελληνικό Δημόσιο να καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα 1,9% έναντι 1,1% που ήταν ο στόχος.
Λόγω της καλής δημοσιονομικής πορείας, σε συνδυασμό την αναβάθμιση των προοπτικών της πιστοληπτικής ικανότητας που έλαβε το ελληνικό αξιόχρεο, τις προβλέψεις για περικοπές των επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ. προσεχώς, την –πρόσφατα– φημολογούμενη απόφαση για πρόωρη αποπληρωμή δανείων, τις χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και το λεγόμενο «μαξιλάρι» των € 35,2 δις, ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ. χθες εξέδωσε, απρογραμμάτιστα, κρατικό ομόλογο διάρκειας 30 ετών, με σκοπό να συγκεντρώσει € 2-2,5 δις. Διότι οι συγκυρίες, οι επιδόσεις και οι προοπτικές για τη μελλοντική διαχείριση των δημοσιονομικών από την τωρινή Κυβέρνηση προσελκύουν το επενδυτικό κοινό, δεδομένου και τις ελκυστικές αποδόσεις που προσφέρουν, έναντι άλλων τίτλων χωρών.
Όσο καλά, όμως, τα πηγαίνουμε στα δημοσιονομικά, άλλο τόσο κακές είναι επιδόσεις μας στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, όπου και οι δύο παράμετροι βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτοί οι παράγοντες είναι οι βασικοί λόγοι που οι (πραγματικοί) μισθοί παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα και οι επενδύσεις, αν και έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένουν πολύ πίσω από τα προ κρίσεις επίπεδα. Ενδεικτικά, στο 2008 οι επενδύσεις συμμετείχαν στο Α.Ε.Π. της χώρας (το οποίο τότε ήταν € 241,990 δις, στο peak του, ενώ το 2022 ανήλθε σε € 206,620 δις) κατά 34%. Το 2022 οι επενδύσεις αποτέλεσαν μόνο το 15% του Α.Ε.Π. και υπολείπονται από τον μέσο όρο της Ευρώπης κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με την έκθεση, εμπόδιο στις επενδύσεις και, κατ’ επέκταση, στην εξαγωγική δυνατότητα της χώρας στέκεται η συσσώρευση χρεών των επιχειρήσεων κατά την περίοδο της κρίσης (όσων έκλεισαν δηλαδή), όταν οι ταμειακές ροές τους περιορίστηκαν σημαντικά και δυσκολεύονταν να χρηματοδοτήσουν βασικές λειτουργικές τους δραστηριότητες, γεγονός που έθετε σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους. Επίσης, η εστίαση σε κλάδους χαμηλών επενδυτικών αναγκών, καθώς και η κυριάρχηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην αγορά, χαμηλής προφανώς ανταγωνιστικότητας και ελάχιστου αριθμού εργαζομένων, δεν αφήνει πολλά περιθώρια.
Οι λόγοι που οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα παραμένουν μικρές σε μέγεθος, σε γενικές γραμμές, είναι: έλλειψη πηγών χρηματοδοτήσεων, μη ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, εμπόδια στην ανάπτυξη ανταγωνιστικότητας από τους μεγάλους «παίκτες» της αγοράς, φορολογικό σύστημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας και χαμηλές αποταμιεύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Τα παραπάνω, που για τα περισσότερα φέρει μεγάλη ευθύνη το κράτος παρά ο μικρός επιχειρηματίας, ωθούν τις επιχειρήσεις να αποστρέφονται τον κίνδυνο, γεγονός που περιορίζει περαιτέρω την ενίσχυση των επενδύσεων στη χώρα. Σε επόμενο άρθρο, θα γίνει ανάλυση των προαναφερθέντων παραγόντων που αποτελούν τροχοπέδες στην άνοδο των επενδύσεων και θέτουν «ταβάνι» στην (πραγματική) ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.