Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Η Δυτική Ευρώπη, για πολλούς αιώνες μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπέφερε από διαρκείς πολέμους και έριδες μεταξύ των διαφόρων εθνών τα οποία κατέκλυσαν τις πάλαι ποτέ ρωμαϊκές επαρχίες. Μια οικογένεια Φράγκων με καταγωγή από την Αυστρασία έμελλε να αλλάξει αυτή την κατάσταση και να θέσει τα θεμέλια των πρώτων σταθερών μεσαιωνικών κρατών της περιοχής αυτής. Φυσικά και αναφερόμαστε στους Καρολίδες, οι οποίοι και έθεσαν μεταξύ άλλων και τα θεμέλια της Γαλλίας, και στην ιστορία των οποίων θα γίνει εκτενής λόγος στις επόμενες παραγράφους.
Ο οίκος των Καρολιδών δημιουργήθηκε από την ένωση των, αρχικά εχθρικών μεταξύ τους, οικογενειών των Πεπινιδών και των Αρνουλφιδών. Οι δύο ευγενείς οικογένειες κατάγονταν από την Αυστρασία, περιοχή βόρεια της σημερινής Λιέγης, και παραμέρισαν τις διαφωνίες τους στην αρχή του 7ου αιώνα, ώστε να διασφαλίσουν τα κοινά τους συμφέροντα. Η νεοπαγής αυτή συμμαχία σφραγίστηκε με τον γάμο μεταξύ του Πεπίνου Α΄ με την Μπέγκα, γυναίκα προερχόμενη από τον οίκο των Αρνουλφιδών. Ο Πεπίνος του Χέρσταλ, γιος του Πεπίνου Α΄ και της Μπέγκας γεννήθηκε το 635, και έζησε σε μια εποχή στην οποία η δυναστεία των Μεροβιγγείων, η οποία κυβερνούσε το Βασίλειο των Φράγκων από το 481, είχε χάσει σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο της επικράτειάς της, με αποτέλεσμα οι ηγεμόνες διάφορων περιοχών να είναι πιο ισχυρή από τη δυναστεία.
Υπό τις συνθήκες αυτές ο Πεπίνος του Χέρσταλ κατάφερε να αναδειχθεί ως Μαγιορδόμος (Major Domus) του Φραγκικού Βασιλείου το 680. Με την έναρξη της θητείας του, ο Πεπίνος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Εμπρόιν, Μαγιορδόμο της Νευστρίας (σημερινής Βόρειας Γαλλίας), ο οποίος και πέτυχε μια σημαντική νίκη ενάντια στον Πεπίνο. Ο Εμπρόιν θα είχε ενώσει τους Φράγκους αν δεν δολοφονούνταν από τους εχθρούς του το 681. Προσωρινά επικράτησε η ειρήνη, ωστόσο ο Φράγκος Βασιλιάς Θεοδώριχος Γ΄ μαζί με τον Μαγιορδόμο του, Μπερχάρ, επιτέθηκαν εκ νέου στον Πεπίνο, και ηττήθηκαν κατά κράτος στην μάχη του Τερτρύ το 687. Ο Πεπίνος τους κατεδίωξε μέχρι το Παρίσι και τους ανάγκασε να τον αναγνωρίσουν ως Μαγιορδόμο όλης της Φραγκίας, ενώ κατοχύρωσε για τον εαυτό του τον τίτλο του Δούκα και Πρίγκηπα των Φράγκων (dux et princeps Francorum).
Ως Δούκας των Φράγκων ο Πεπίνος κατάφερε σημαντικές επιτυχίες, με βασική εκ των οποίων την καθυπόταξη των Αλαμαννών και των Φριζίων, από τους οποίους απέσπασε το 692 την πόλη – οχυρό της Ουτρέχτης. Όντας επίσης κύριος της Βουργουνδίας και της Νευστρίας, τοποθέτησε τον γιο του Δρόγο στην διοίκηση της πρώτης, και τον έτερο γιο του, Γριμάλδο, στην διοίκηση της δεύτερης. Λίγο πριν τον θάνατό του, ο Πεπίνος όρισε ως διάδοχό του τον εγγονό του, Θεοδοβάλδο, ο οποίος όμως ήταν ακόμα ανήλικος. Ωστόσο, ο γιος του Πεπίνου από τον δεύτερο γάμο του, ονόματι Κάρολος, δυσαρεστήθηκε από την εξέλιξη αυτή και ξεκίνησε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο για να κερδίσει ο ίδιος τα δικαιώματα στην διαδοχή του Πεπίνου. Ο Κάρολος συγκέντρωσε σημαντικό στράτευμα, ωστόσο αιφνιδιάστηκε από τον στρατό του Χιλπερίχου (τον οποίο στήριζαν οι Φράγκοι ευγενείς) και αναπόφευκτα ηττήθηκε στην Κολωνία το 716. Στην συνέχεια προχώρησε σε ανασύνταξη των δυνάμεών του στην Αυστρασία, και κέρδισε τους αντιπάλους του στην μάχη της Αμβλέβης. Μέχρι το 718 ο Κάρολος είχε γίνει κύριος της Αυστρασίας, και στην συνέχεια προχώρησε στην de facto επανένωση των περιοχών των Φράγκων.
Τα επόμενα έτη ο Κάρολος πολέμησε ενάντια σε πολυάριθμους, εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους, με σκοπό να καταφέρει να γίνει κυρίαρχος στο βασίλειο. Οι πόλεμοι αυτοί διήρκησαν ως το 732, όταν οι Φράγκοι σε συνεργασία με τους Ακουιτανούς κλήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια σε έναν νέο εισβολέα, αυτή τη φορά από τα νότια. Οι Άραβες και οι Μαυριτανοί, έχοντας γίνει στην έναρξη του 8ου αιώνα κύριοι της Ισπανίας, φιλοδοξούσαν να επεκτείνουν το Βασίλειο και τη θρησκεία τους βορειότερα στην Ευρώπη. Οι συνασπισμένοι χριστιανικοί στρατοί συνάντησαν τους Μουσουλμάνους σε ένα πεδίο έξω από το Πουατιέ της Γαλλίας, και πέτυχαν μια συντριπτική νίκη ενάντια στους εισβολείς. Μάλιστα, σύμφωνα με τον θρύλο, η μάχη έληξε με μονομαχία μεταξύ του Κάρολου και του Άραβα διοικητή, Αμπντ Αλ Ραχμάν, με τον Κάρολο να δολοφονεί τον αντίπαλό του χτυπώντας τον με ένα σφυρί στο κεφάλι. Από εκεί ο Κάρολος πήρε το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός, Κάρολος Μαρτέλος (Martel ονομάζεται το σφυρί στα γαλλικά).
Μετά την θρυλικών διαστάσεων νίκη του Κάρολου ενάντια στους Άραβες, ο Φράγκος αξιωματούχος αναδιοργάνωσε την Βουργουνδία, ενώ προχώρησε σε εισβολή ενάντια στην Φριζία (στην σημερινή Ολλανδία) και κατέστρεψε τους ειδωλολατρικούς της ναούς, στην προσπάθειά του να τους μεταστρέψει στον Χριστιανισμό. Το 735, με τον θάνατο του Δούκα της Ακουιτανίας, οι Φράγκοι και ο Κάρολος έγιναν κύριοι και της περιοχής αυτής, ενώ δέχθηκαν ως διάδοχο του αποθανόντος τον υιό του Ουνάλδο. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μεροβίγγειος βασιλιάς Θεοδώριχος Δ΄ πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, ενώ ούτε ο Κάρολος όρισε κάποιον διάδοχο. Συνεπώς ο Μαγιορδόμος τότε, Κάρολος, έμεινε de facto κύριος του Φραγκικού Βασιλείου, χωρίς όμως να ανακηρύσσεται Βασιλιάς. Ο Κάρολος χρησιμοποίησε την παντοδυναμία του, ώστε να εντάξει καλύτερα τις ακριτικές περιοχές του Βασιλείου του, χρησιμοποιώντας την Φραγκική Εκκλησία ως «όπλο» ενοποίησης.
Ο Κάρολος έφυγε από τη ζωή το 741, μοιράζοντας το Βασίλειο στους γιους του πριν πεθάνει. Ο γιος του Καρλομάνος πήρε τις ανατολικές περιοχές, περίπου στην σημερινή Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, ενώ ο άλλος ενήλικος γιος του, Πεπίνος ο νεότερος, έγινε κύριος της Βουργουνδίας, της Νευστρίας και της Ακουιτανίας, περιοχές που αντιστοιχούν περίπου στην σημερινή Γαλλία. Ο τρίτος γιος του Καρόλου, ο Γρίφων, έμελλε να προκαλέσει προβλήματα στο βασίλειο, καθώς επειδή είχε αδικηθεί στην διανομή των γαιών, ξεκίνησε έναν εμφύλιο ενάντια στα αδέρφια του. Καθώς τα δύο αδέρφια είδαν την πλάστιγγα να γέρνει εις βάρος τους, έστεψαν ως Βασιλιά τον Χιλδέριχο Γ΄, ο οποίος άνηκε στην δυναστεία των Μεροβιγγείων αλλά ως τότε δεν διέθετε ιδιαίτερη ισχύ. Οι γιοι του Καρόλου κατάφεραν τελικά να αποσοβήσουν την απειλή, και μάλιστα συνεργάστηκαν άψογα για αρκετά χρόνια, κερδίζοντας τους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους τους στο πεδίο της μάχης. Η συνεργασία τους διήρκησε ως το 747, όταν ο Καρλομάνος αποφάσισε να αποσυρθεί σε μοναστήρι, γεγονός το οποίο κατέστησε τον Πεπίνο παντοδύναμο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 751, ο Πεπίνος, με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα, εκθρόνισε τον Χιλδέριχο, παύοντας έτσι οριστικά την δυναστεία των Μεροβιγγείων, και αναγορεύτηκε βασιλιάς των Φράγκων. Ως Βασιλιάς πλέον, ο Πεπίνος προχώρησε σε σημαντικές εκστρατείες ενάντια στους αντιπάλους τους, αρχής γενομένης από τους Λομβαρδούς, τους οποίους υποχρέωσε να επιστρέψουν ορισμένα κλοπιμαία στον Πάπα. Στην συνέχεια στράφηκε στην Σεπτιμανία (Νοτιοδυτική Γαλλία), όπου και πέτυχε σημαντικές νίκες ενάντια στους Άραβες. Μετά από αρκετά χρόνια πολέμων, το 759 κατάφερε να εκπορθήσει την Ναρβόννη και να αναγκάσει τους Μουσουλμάνους να υποχωρήσουν νότια των Πυρηναίων. Οι Φράγκοι κινήθηκαν στην συνέχεια ενάντια στον Δούκα της Ακουιτανίας, ο οποίος είχε εκ νέου ανεξαρτητοποιηθεί. Οι εχθροπραξίες άρχισαν το 760, και μετά από τρία χρόνια ο στρατός του Πεπίνου σημείωσε σημαντική πρόοδο καταλαμβάνοντας την κεντρική Ακουιτανία. Ο Δούκας Ουάιφερ εξαπόλυσε την αντεπίθεσή του, και η δεύτερη φάση του πολέμου ήταν εξαιρετικά αιματηρή, με τις δύο πλευρές να διαπράττουν πολλές ακρότητες και εγκλήματα.
Καθώς ο Πεπίνος κατέλαβε την Τουλούζη το 767, με αποτέλεσμα να καμφθεί η αντίσταση των Ακουιτανών, οι ευγενείς των τελευταίων υπέγραψαν συνθήκη, με την οποία ουσιαστικά παρέδιδαν τον έλεγχο της περιοχής τους στον Πεπίνο. Ο Ουάιφερ προσπάθησε να φύγει από την περιοχή, ωστόσο δολοφονήθηκε από πρώην ακολούθους του. Λίγο αργότερα, ο θάνατος του Πεπίνου ήταν επίσης γεγονός, μαζί με την ανάρρηση του γιου του στον θρόνο των Φράγκων. Ο γιος του έμελλε να δυνγίνει ένας από τους πλέον καθοριστικούς άνδρες στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης, ο Καρλομάγνος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.
- Carolingian Dynasty, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ