12.8 C
Athens
Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΠού οφείλεται η αποστροφή των εταιρειών προς τα χρηματιστήρια;

Πού οφείλεται η αποστροφή των εταιρειών προς τα χρηματιστήρια;


Του Κωνσταντίνου Γκότση,

Έχουμε επισημάνει και σε προηγούμενα άρθρα, πως η κατάσταση στην αγορά μετοχών (και όχι μόνο) δείχνει αρκετά παράδοξη εδώ και αρκετούς μήνες, δεδομένων των περιοριστικών πολιτικών από τις (μεγάλες) Κεντρικές Τράπεζες, των γεωπολιτικών εντάσεων και της σημαντικής άμβλυνσης της μεγέθυνσης των οικονομιών. Αυτή η άνοδος οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, που δικαιολογούν, εν μέρει, αυτήν την ανοδική τάση.

Η μεγάλη ρευστότητα που έχει διοχετευτεί στις οικονομίες, από Κεντρικές Τράπεζες (τα προηγούμενα χρόνια) και τις Κυβερνήσεις (μέχρι και σήμερα), η ανθεκτικότητα των μακροοικονομικών μεγεθών απέναντι σε πιεστικές συνθήκες, οι αξιοσημείωτες επιδόσεις των -μεγάλων κυρίως- εισηγμένων (που ευνοήθηκαν από την πληθωριστική περίοδο), η αποφυγή του εκτροχιασμού στα γεωπολιτικά και η διστακτικότητα, λίγο-πολύ, των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής για «σύσφιξη» αποτελούν, σε γενικές γραμμές, τις παραμέτρους που έχουν ωθήσει την αγορά σε ανοδική τάση, έπειτα από το «κόκκινο» 2022.

Οι παγκόσμιες τιμές των μετοχών έχουν καταγράψει το τελευταίο διάστημα πολυετή και ιστορικά υψηλά, καθώς ενισχύθηκαν κατά 14% τον περασμένο χρόνο και συνέχισαν το «ράλι» και στις αρχές τους έτους. Την ίδια ώρα, όμως, συρρικνώνεται η προσφορά από μετοχές. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της τράπεζας JP Morgan Chase, ο ρυθμός των εισαγωγών εταιρειών επιβραδύνθηκε περισσότερος φέτος σε σχέση με πέρυσι, που ήταν ήδη αρκετά αμβλυμμένος. Αυτό σημαίνει ότι η έκδοση μετοχών χωρίς εξαγορές μετοχών (Stock Buybacks) μέχρι στιγμής φέτος είναι ήδη αρνητική, στα μείον $ 120 δις, το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 1999 περίπου.

*Ως stock buybacks αναφέρεται όταν η εκδότρια εταιρεία καταβάλλει στους μετόχους την αγοραία αξία ανά μετοχή και απορροφά εκ νέου εκείνο το τμήμα των μετοχών της που είχε προηγουμένως διανεμηθεί σε δημόσιους και ιδιώτες επενδυτές. Επειδή οι εταιρείες αντλούν ίδια κεφάλαια μέσω της πώλησης κοινών και προνομιούχων μετοχών, μπορεί να φαίνεται αντιφατικό ότι μια επιχείρηση μπορεί να επιλέξει να επιστρέψει αυτά τα χρήματα. Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους μπορεί να είναι επωφελές για μια εταιρεία να επαναγοράσει τις μετοχές της, όπως η μείωση του κόστους κεφαλαίου, η ενοποίηση ιδιοκτησίας, η διατήρηση των τιμών των μετοχών, η υποτίμηση και η ενίσχυση των βασικών χρηματοοικονομικών δεικτών της.

Ο Jamie Dimon της JP Morgan είναι μεταξύ εκείνων που έχουν εκφράσει την ανησυχία τους. Η μεγάλη ζήτηση για ESG reports και η πίεση των τριμηνιαίων εκθέσεων κερδών θεωρεί ο ίδιος πως εξηγεί τη συγκεκριμένη τάση. Αλλά ως επί το πλείστον, η αποστροφή των εταιρειών από το χρηματιστήριο, δηλαδή τη δημόσια αγορά, είναι κάτι που ευνοεί τους ιδρυτές μιας εταιρείας, καθώς διαθέτουν, ουσιαστικά, περισσότερες -χρηματοδοτικές- επιλογές.

Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια διαχειρίζονταν $8,2 τρις μέχρι τα μέσα του 2023, σύμφωνα με τη McKinsey, περισσότερο από το διπλάσιο ποσό το 2018. Εάν οι ιδρυτές δε θέλουν να εισέλθουν στο χρηματιστήριο, πλέον, αντιμετωπίζουν λιγότερη πίεση για να το κάνουν, ώστε να αντλήσουν νέα κεφάλαια. Υπάρχουν πολλά κεφάλαια που είναι πρόθυμα να επενδύσουν σε αυτά ανεξάρτητα.

Πηγή εικόνας: Freepik

Οι ιδρυτές, λοιπόν, έχουν πολλούς λόγους να παραμένουν στην ιδιωτική αγορά. Η άνοδος των άυλων περιουσιακών στοιχείων, όπως τα πνευματικά δικαιώματα, λογισμικό και άλλη πνευματική ιδιοκτησία, είναι μεγάλη. Όταν μια εταιρεία ανακοινώνει ότι έχει ένα κτίριο, οι ανταγωνιστές δύσκολα μπορούν να «κλέψουν» το περιουσιακό στοιχείο. Όσον αφορά τις ιδέες, την έρευνα και άλλα άυλα αγαθά, όσο λιγότερα γνωρίζουν οι ανταγωνίστριες εταιρείες, τόσο το καλύτερο. Εάν μια εταιρεία προσπαθήσει να αποκρύψει πληροφορίες κατά την εισαγωγή, ενδέχεται να υποτιμηθεί. Ακόμα χειρότερα, μπορεί να αποτελέσει παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για τις εισηγμένες εταιρείες.

Ωστόσο, άλλα άτομα εκτός από τους ιδρυτές της εταιρείας μπορεί να ανησυχούν από την τάση αυτήν. Οι δημόσιες αγορές είναι πιο διαφανείς από τις ιδιωτικές. Επομένως, η μειωμένη σημασία τους δεν έχει σημασία μόνο για τους επενδυτές, αλλά και για τις ρυθμιστικές αρχές που παρακολουθούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τους αναλυτές που αξιολογούν την αγορά.

Οι μετοχές τείνουν, επίσης, να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των χαρτοφυλακίων για λιγότερο έμπειρους ιδιώτες επενδυτές. Επιπλέον, κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό θα μειώσει τη δημόσια υποστήριξη για φιλικές προς τις επιχειρήσεις κυβερνητικές πολιτικές, καθώς οι ψηφοφόροι επωφελούνται λιγότερο από τα εταιρικά κέρδη.

Η μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των θεσμικών επενδυτών μπορεί να αμβλύνει ορισμένες από τις πιο επιζήμιες συνέπειες αυτής της τάσης. Οι κατανομές από τέτοιους επενδυτές σε ιδιωτικά κεφάλαια έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, αυξάνοντας στο 10% του ενεργητικού τους το 2023 από 6% πέντε χρόνια νωρίτερα, την ίδια στιγμή που οι κατανομές σε εισηγμένες μετοχές έχουν μειωθεί κατά παρόμοιο ποσό. Αυτό θα παρέχει στα νοικοκυριά έκθεση σε ιδιωτικές επενδύσεις μέσω των συντάξεων και των αμοιβαίων κεφαλαίων τους.

Ωστόσο, οι θεσμικοί επενδυτές δεν θα κάνουν πολλά για να βελτιώσουν τη διαφάνεια στις ιδιωτικές αγορές. Μια επιλογή που θα μπορούσε να προσελκύσει τις ρυθμιστικές αρχές, σύμφωνα με οικονομολόγους, είναι να επιβληθούν αυστηρότερες απαιτήσεις στις μεγάλες εταιρείες που επιλέγουν να μην εισαχθούν στο χρηματιστήριο, προκειμένου να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ των κανόνων που αντιμετωπίζουν οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μια λιγότερο παρεμβατική επιλογή θα ήταν να μειωθεί ο όγκος των πληροφοριών που αναγκάζονται να μοιράζονται οι εταιρείες όταν εισάγονται στο χρηματιστήριο, δηλαδή να μειωθεί η διαφάνεια στη δημόσια αγορά, με τα αποτελέσματα, ωστόσο να είναι αβέβαια. Για πολλούς, βέβαια, η παράμετρος της απληστίας των επενδυτών ιδιωτικών μετοχών, ίσως ανατρέψει μελλοντικά αυτήν την τάση και αμβλύνει κατά συνέπεια τα προβλήματα που παρουσιάζει.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Κωνσταντίνος Γκότσης, Διευθυντής Έκδοσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.