17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜυθολογιαΜυθικά Τέρατα (Μέρος Β΄): Σκύλλα, Άρπυιες και Γοργόνες

Μυθικά Τέρατα (Μέρος Β΄): Σκύλλα, Άρπυιες και Γοργόνες


Του Γιάννη Τσορτανίδη, 

Η φοβερή και ανίκητη Χίμαιρα είχε κορμό κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά φιδιού. Ξέρναγε φωτιά και κατέκαιγε ανελέητα τις καλλιέργειες και το ζωικό κεφάλαιο των γεωργών. Σκοτώθηκε τελικά από τον ήρωα Βελλεροφόντη, όταν αυτός, καβαλώντας τον μυθικό Πήγασο, την πλήγωσε με βέλη που στις αιχμές τους έφεραν μόλυβδο, ο οποίος και έλιωσε μέσα στις φλόγες του ίδιου του θηρίου, καταστρέφοντας τα σωθικά του. Η πύρινη λαίλαπα που προκαλούσε η Χίμαιρα πιθανόν να τη συνδέει αλληγορικά με τα ηφαίστεια, ενώ η υπερβολικά ευφάνταστη μορφή της έχει προσδώσει στη σημερινή χρήση του ονόματός της, ως όρου που έχει επιβιώσει αυτόνομα στον λόγο, τη μεταφορική έννοια της φαντασιακής ουτοπίας, όπως αυτή επισημαίνεται στη γνωστή έκφραση «κυνηγάω χίμαιρες».

Η Σκύλλα παραμόνευε τα θύματά της κρυμμένη σε μια σπηλιά στις Πλαγκτές Πέτρες (ακριβώς απέναντι από τη Χάρυβδη, την προσωποποίηση της θαλάσσιας δίνης). Είχε δώδεκα πόδια και έξι αποκρουστικά κεφάλια, το καθένα με τρεις σειρές κοφτερών δοντιών. Βορά της αποτελούσαν τα μεγάλα θαλάσσια κήτη, καθώς και οι άτυχοι ναυτικοί που περνούσαν από τον βράχο, αν δεν είχε προλάβει πρώτα να τους ρουφήξει η Χάρυβδη. Ο Ιάσωνας κατά την Αργοναυτική εκστρατεία κατάφερε να γλιτώσει από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη με τη βοήθεια της προστάτιδάς του θεάς Ήρας, ενώ μικρές απώλειες -μόλις έξι συντρόφους- είχε στο πέρασμά του από το σημείο και ο Οδυσσέας, εφόσον είχε λάβει τα μέτρα του μετά τις σχετικές προειδοποιήσεις της Κίρκης.

Μέδουσα, λάδι σε καμβά, περ.1597, Caravaggio, Galleria Uffici, Φλωρεντία. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Εκτός από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, οι Αργοναύτες συνάντησαν και άλλα μυθικά τέρατα, όπως τις Άρπυιες, όντα αρπακτικά, φτερωτά και ανθρωπόμορφα, με πόδια πτηνών. Η Αελλώ, η Ωκυπέτη και η γοργοπόδαρη Ίρις -όπως ονομάζονταν οι τρεις Άρπυιες- ήταν κόρες του Θάμαντα (γιου της Γαίας και του Πόντου) και της κόρης του Ωκεανού Ηλέκτρας. Όταν έφτασαν στην περιοχή του Βοσπόρου ο Ιάσωνας και οι σύντροφοί του, οι Άρπυιες βρίσκονταν εκεί και βασάνιζαν τον ηλικιωμένο μάντη Φινέα, οδηγώντας τον στα όρια της λιμοκτονίας, καθώς είτε του άρπαζαν το φαγητό, είτε το γέμιζαν με ακαθαρσίες. Ο Φινέας προσέφερε στους Αργοναύτες τον χρησμό του για την έκβαση της εκστρατείας τους με αντάλλαγμα τη βοήθειά τους στην απαλλαγή του από το μαρτύριο και τότε οι γιοι του Βορέα κυνήγησαν τις Άρπυιες μακριά. Μάλιστα παραλίγο να τις σκότωναν, όμως οι ίδιες τελικά γλίτωσαν κατόπιν θεϊκής επέμβασης υπέρ τους και κατέφυγαν σε σπήλαιο της Κρήτης. Εξαιτίας της ταχύτητάς τους οι Άρπυιες ταυτίστηκαν με τις θύελλες και τους ανέμους, ενώ λόγω της αρπακτικής τους φύσης πιθανότατα συνδέθηκαν με μεταγενέστερες δαιμονικές μορφές, που στα πλαίσια της λαϊκής αφήγησης έρχονταν από το βασίλειο των νεκρών για να αρπάξουν ψυχές. Εντυπωσιακή είναι η χρήση του όρου Άρπυια στη Βιολογία για να κατονομαστεί ένα σπάνιο και απειλούμενο είδος αετού που κατοικεί στα τροπικά δάση της Νότιας Αμερικής –η επιστημονική του ονομασία αποτελεί την ακριβή μεταγραφή στη λατινική του αρχαίου ελληνικού ονόματος: Harpia harpyia.

Αρσενική Άρπυια στο Πάρκο Das Aves, Ιγκουασού, Βραζιλία. Πηγή εικόνας: commons.wikimedia.org

Οι τερατόμορφες γοργόνες Γοργώ, Σθεννώ και Ευρυάλη ήταν οι φτερωτές θυγατέρες του Φόρκυος και της Κητούς. Η πιο αποκρουστική στην όψη ήταν η Γοργώ, γνωστή και ως Μέδουσα. Η οργή της ήταν μόνιμα ζωγραφισμένη πάνω στο ολοστρόγγυλο πρόσωπό της και τα μάτια της παρέμεναν διαρκώς γουρλωμένα. Από το στόμα της ξεπρόβαλαν κοφτερά δόντια αγριογούρουνου και στο κεφάλι της αντί για μαλλιά υπήρχαν φίδια. Όποιος αντίκρυζε κατάματα το βλοσυρό της πρόσωπο πέτρωνε αυτοστιγμεί. Τη Γοργώ κατάφερε να εξολοθρεύσει ο διογέννητος Περσέας, με την πολύτιμη βοήθεια της Αθηνάς και του Ερμή. Λέγεται, μάλιστα, ότι μόνο ο Ποσειδώνας είχε σμίξει ερωτικά με τη Μέδουσα, και όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας ετέχθησαν οι καρποί της ένωσής τους: ο Χρυσάωρ και ο Πήγασος, το πασίγνωστο φτερωτό άτι της ελληνικής μυθολογίας. Οι αδερφές της Μέδουσας κατεδίωξαν ανεπιτυχώς τον Περσέα, ενώ ο ίδιος κράτησε το κεφάλι της ως ένα πανίσχυρο όπλο, αφού εξακολουθούσε να διατηρεί τη μαγική του δύναμη και όποιος το κοίταζε απολιθωνόταν. Σύμφωνα πάλι με την αττική παράδοση, τη Μέδουσα αποκεφάλισε η ίδια η Αθηνά, η οποία σφετερίστηκε και τις μαγικές δυνάμεις του Γοργονείου κεφαλιού, τοποθετώντας το πάνω στην ασπίδα της. Η χρήση της αποτρεπτικής δύναμης του Γοργονείου από την Παρθένο θεά της σοφίας έχει ταυτιστεί συμβολικά με τη δύναμη ενός όπλου που κατέστειλε βίαια και απότομα τις ερωτικές ορμές των ανδρών απέναντί της εν τη γενέσει τους, ενώ ο θεμελιωτής της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ διεύρυνε ακόμα περισσότερο την ερμηνεία αυτού του συμβολικού φορτίου, κάνοντας την τολμηρή υπόθεση πως ο μύθος της Μέδουσας εν γένει συνδέεται με τον αρχετυπικό ανδρικό φόβο του ευνουχισμού μπροστά στη θέα του γυναικείου αιδοίου.

Αναμφίβολα τα μυθικά τέρατα αντανακλούν τις συνηθέστερες αλλά και τις βαθύτερες ανθρώπινες φοβίες και αντιπροσωπεύουν εν μέρει τις φυσικές δυνάμεις που δεν ήταν δυνατόν να εξηγηθούν σε περασμένες εποχές. Αν προσπεράσουμε αυτή την προσέγγιση, μπορούμε απλώς να απολαύσουμε τον πλούτο της λαϊκής φαντασίας και την αυθεντική μαγεία των μύθων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Θ. Κακριδής (1986), Ελληνική Μυθολογία, τόμος 2: Οι Θεοί, Εκδοτική Αθηνών

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Τσορτανίδης
Γιάννης Τσορτανίδης
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη. Προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α. και λάτρης των ξένων γλωσσών. Εκτός από τα βιβλία αγαπά τον κινηματογράφο, τα ταξίδια, τη φωτογραφία, το τρέξιμο και τον κλασικό αθλητισμό.