Της Αμαλίας Θεοχαρίδου,
Το καλοκαίρι πλησιάζει, ο καιρός «ανοίγει» και όλο και περισσότερα άτομα, ξένοι και μη, επισκέπτονται τη χώρα μας, για να ζήσουν τον μύθο τους, “live your myth in Greece”. Ιδίως τα νησιά έχουν τη τιμητική τους. Οι περισσότεροι θυμόμαστε, στις ελληνικές ταινίες, την εικόνα των ντόπιων να προετοιμάζονται για την καλοκαιρινή σεζόν. Να μαθαίνουν αγγλικά και να βρίσκονται σε μια γενικότερη αναμπουμπούλα, μόνο και μόνο, για να ευχαριστήσουν τους ξένους. Πόσο, όμως, έχει αλλάξει αυτό σήμερα και πού μπορεί να μας οδηγήσει;
Ως νησιώτισσα, έχω μεγαλώσει από μικρή με έναν κανόνα. Το καλοκαίρι σημαίνει τα πάντα. Το καλοκαίρι φέρνει λεφτά, στήριξη και μπορεί να συντηρήσει και να διασφαλίσει έναν άνετο χειμώνα. Γι’ αυτό, ορισμένοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν πολλά και χωρίς δισταγμό.
Πάντα παραπονιόμαστε για τα στερεότυπα που βλέπουμε να κατακλύζουν το διαδίκτυο και να συζητώνται στο εξωτερικό. Έλληνες, αργοπορημένοι «καλοπερασάκηδες» που ενδιαφέρονται μόνο να γλεντήσουν, να φάνε και να ξεκουράζονται. Έχουμε, όμως, αναρωτηθεί, μήπως εμείς ανατροφοδοτούμε αυτές τις απόψεις; Κοινό και ως αυτοσαμποτάζ. Κάνοντας μια βόλτα στα σοκάκια ενός νησιού, αυτό είναι εμφανές. Υπάρχει ευθυμία, υπερβολική ευθυμία. Καταστηματάρχες στους δρόμους να φωνάζουν παινεύοντας το μαγαζί τους, να τραγουδούν δυνατά, ώστε να προσελκύσουν την προσοχή, να πιάνουν κουβέντα με τους τουρίστες. Ένα μικρό «παραλήρημα» σε κάθε δρόμο, ένα «παραλήρημα» πολύ διαφορετικό. Πρόσφατα, είδα στο Tiktok ένα βίντεο μιας κοπέλας από την Αγγλία. Είχε πάει με τη φίλη της διακοπές στην Κρήτη και αποφάσισαν το βράδυ να κλείσουν τραπέζι σε ένα εστιατόριο και να φάνε. Άργησαν στην κράτησή τους είκοσι λεπτά και η κοπέλα έντρομη ότι είχαν χάσει το τραπέζι, ξεκίνησε να απολογηθεί στον καταστηματάρχη με την ελπίδα ότι θα τις ακούσει. Εκείνος, όμως, αφού ξεκίνησε να γελάει δυνατά, τις καθησύχασε, λέγοντας ότι έτσι είναι οι Έλληνες, αργοπορημένοι, οπότε δεν παραξενεύτηκε. Μόλις οι δύο κοπέλες κάθισαν, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, τηρώντας την «αρχή της ελληνικής φιλοξενίας», παρέμεινε για ώρα στο τραπέζι τους, θέτοντάς τους προσωπικές ερωτήσεις, για να «σπάσει τον πάγο» και κερνώντας διάφορα εδέσματα, ώστε να δοκιμάσουν ποικιλία ελληνικών γεύσεων.
Σε όλο το βίντεο, η αμηχανία των δύο κοριτσιών είναι ξεκάθαρη. Κι ενώ κάποιος, σε μια πρώτη ανάγνωση, θα χαιρόταν ή θα γελούσε, αναφωνώντας, «όντως, έτσι είναι οι Έλληνες», συγχαίροντας τον ιδιοκτήτη για την αυθεντική ελληνική φιλοξενία που δείχνει στους ξένους τι θα πει φιλικότητα, για μένα η αλήθεια διαφέρει. Ας αναγάγουμε τα πράγματα σε μια άλλη κατάσταση. Βρίσκεσαι σε ένα εστιατόριο του Λονδίνου, όπου ένας υπερβολικά πρόσχαρος, αλλά άγνωστος άνδρας εμφανίζεται και ξεκινά να κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις, επιμένοντας να σε κεράσει το οτιδήποτε. Το αστείο εκεί σταματά. Ποια είναι η διαφορά; Η διαφορά έγκειται στην εικόνα. Κάτι το οποίο εμείς χτίζουμε και φροντίζουμε να διατηρούμε οποτεδήποτε εξυπηρετεί τον σκοπό μας. Ο διαρκώς πρόσχαρος και κεφάτος Έλληνας που δε νοιάζεται για τίποτα δεν είναι μια περιγραφή που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι, όμως, ένα κερδοφόρο μέσο. Και κάπως έτσι, τα άλλοτε εκνευριστικά στερεότυπα μετατρέπονται σε εικόνες που πασχίζουμε να διατηρήσουμε, σε ιδέες και τρόπους σκέψης, σε γενικεύσεις.
«Οι Έλληνες είναι πάντα αργοπορημένοι. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα παρά να περνάνε καλά». Απόψεις σαν κι αυτές, τις «τρέφει» η υπερβολή. Υπερβολή στα εστιατόρια, όπου ο καταστηματάρχης θα κεράσει όλον τον κατάλογο. Υπερβολή στις καφετέριες που δημιουργούν πανικό, προκειμένου να προσελκύσουν έστω κι έναν πελάτη. Αυτή η επιτηδευμένη υπερβολή που διαστρεβλώνει τις καταστάσεις. Πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε, κατά πόσο η εικόνα που προβάλουμε συνάδει με αυτό που είμαστε; Κατά πόσο μπορούμε να το υποστηρίξουμε; Ο τουρισμός ναι μεν είναι η κινητήρια δύναμη της χώρας, αλλά δεν παύει να χρειάζεται να είναι ευγενής. Να προβάλλει τις πραγματικές αξίες, τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής κουλτούρας. Να είναι αξιοπρεπής και να μη βασίζεται στο να εκπληρώσει τις προσδοκίες για έξαλλη διασκέδαση δίχως όρια.