Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Το πειθαρχικό δίκαιο, το οποίο εμπεριέχεται στον Υπαλληλικό Κώδικα (ΥΚ), είναι ένα σύστημα κυρώσεων και η διαδικασία επιβολής τους, με στόχο την αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και άλλων συμπεριφορών τους, που βλάπτουν την ομαλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μία ειδική κατηγορία πολιτών, οι οποίοι με τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει καλούνται να μεριμνούν για τη σωστή λειτουργία και το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας, με γνώμονα πάντοτε το δημόσιο συμφέρον. Όταν με κάποιο τρόπο το βλάπτουν, τότε εμφανίζεται η ανάγκη λήψης πειθαρχικών μέτρων.
Πότε, όμως, πιο συγκεκριμένα, τίθεται ζήτημα εφαρμογής πειθαρχικού δικαίου; Όταν έχει τελεστεί ένα πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο με βάση το άρθρο 106 του ΥΚ «συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου που μπορεί να του καταλογιστεί». Σε κάθε περίπτωση, τιμωρείται μία ενέργεια, είτε με τη θετική μορφή της «πράξης» είτε με την αρνητική της «παράλειψης», και όχι το φρόνημα. Εξάλλου, η ελευθερία έκφρασης του δημοσίου υπαλλήλου κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 45 ΥΚ, αλλά απορρέει και από το ποινικό δίκαιο, το οποίο έχει μία σχέση διαλεκτική με το πειθαρχικό, και φυσικά, από το Σύνταγμα.
Στην υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος ανήκει η υπαιτιότητα, η οποία συνίσταται στην ύπαρξη δόλου ή αμέλειας, από τον υπάλληλο. Όσον αφορά τον δόλο, υποστηρίζεται ότι περιλαμβάνονται όλοι οι βαθμοί δόλου, ακόμα και ο ενδεχόμενος. Αμέλεια υπάρχει, όταν ο υπάλληλος δεν επέδειξε την απαιτούμενη προσοχή, που όφειλε να επιδείξει κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εφόσον, μάλιστα, ο νόμος δεν κάνει κάποια ειδικότερη αναφορά στο θέμα, υποστηρίζεται ότι η διάταξη καλύπτει και την ελαφριά αμέλεια. Τέλος, πρέπει η πράξη να μπορεί να του καταλογιστεί, δηλαδή να μη συντρέχουν ψυχικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη βουλητική ικανότητα του υπαλλήλου (π.χ. ασθένεια, ανυπαίτια κατάσταση μέθης).
Το άρθρο 107 έρχεται και προσδιορίζει ειδικότερα ποιες συμπεριφορές αποτελούν πειθαρχικό παράπτωμα σε έναν περιοριστικό κατάλογο τριαντατεσσάρων τέτοιων συμπεριφορών. Ενδεικτικά, κάποια πειθαρχικά παραπτώματα είναι τα εξής: η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας, η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης κ.ά. Η εξαντλητική απαρίθμηση συμβάλλει στην ασφάλεια δικαίου, καθώς ο δημόσιος υπάλληλος εκ των προτέρων γνωρίζει ποια συμπεριφορά είναι παράπτωμα.
Οι πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν ορίζονται στο άρθρο 109 ΥΚ κατά σειρά βαρύτητας. Αυτές είναι οι εξής: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, ε) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της, στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και η) η ποινή της οριστικής παύσης, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα συγκεκριμένα παραπτώματα.
Γενικότερα, το πειθαρχικό όργανο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια για την επιλογή της ποινής και την επιμέτρηση της μιας και καταρχήν ισχύει ο κανόνας «οποιαδήποτε ποινή για οποιαδήποτε πράξη». Περιορίζεται, όμως, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης (βαρύτητα παραπτώματος, ελαφρυντικές περιστάσεις), καθώς και από εξαιρέσεις που ο ίδιος ο νόμος προβλέπει (π.χ. στην περίπτωση της οριστικής παύσης).
Γενικότερα, το Πειθαρχικό Δίκαιο, αν και γίνονται συνεχείς προσπάθειες να βελτιωθεί και να επιτελέσει αποτελεσματικά τον σκοπό του, που είναι κυρίως η αντιμετώπιση της διαφθοράς, δεν ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτόν. Η έλλειψη ενιαίας κωδικοποίησης, με πλήθος διάσπαρτων νομοθετικών ρυθμίσεων, αλλά και οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις σε αυτόν τον κλάδο δικαίου, προκαλούν ανασφάλεια δικαίου και την εντύπωση της αναποτελεσματικής λειτουργίας του κλάδου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και προς αποφυγή της ανάγκης να τεθεί σε εφαρμογή το σύστημα πειθαρχικών μέτρων, προβάλλεται ως αναγκαία η συνεχής επιμόρφωση των υπαλλήλων, αλλά και η δημιουργική αξιολόγησή τους, με σκοπό τη δική τους βελτίωση και συνεπώς την υγιή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συμεωνίδης Ι., Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων στην εποχή των μνημονίων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
- Καίσαρη Α., Το πειθαρχικό δίκαιο των υπαλλήλων του Δημοσίου, Εκδόσεις Νομόραμα, 2013