Του Νίκου Αντωνάκη,
Ο θάνατος προκαλεί δυσφορία στους περισσότερους ανθρώπους διότι προκαλεί αβεβαιότητα. Κανείς δεν γνωρίζει και ποτέ δεν θα μπορέσει να αποφανθεί εκ των προτέρων για το τι ακολουθεί στη μεταθανάτια φάση: είναι ζωή, είναι κάποιο μέρος ή μήπως το απόλυτο κενό; Εκατοντάδες φιλόσοφοι και χιλιάδες μελέτες και φιλοσοφικές αναλύσεις έχουν ασχοληθεί με την έννοια και τις συνέπειες του θανάτου, αλλά κανένας και τίποτα δεν μας έχουν δώσει ακόμη μία στέρεη απάντηση. Ένα πράγμα είναι μόνον σίγουρο: ότι από τη στιγμή του –εγκεφαλικού- θανάτου ο άνθρωπος παύει να υπάρχει στο φυσικό κόσμο, αυτόν δηλαδή που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, ότι η ζωή που «κουβαλάει» πάνω του και όλες οι φυσικές (π.χ. σωματική ακεραιότητα) ή κοινωνικές (π.χ. τιμή) ιδιότητες που τον χαρακτηρίζουν εξαφανίζονται, χάνουν την υλικότητά τους.
Ο θάνατος ενός ανθρώπου, για το λόγο ότι συνεπιφέρει αυτόματα την απώλεια του εννόμου αγαθού της ζωής του, όταν προκαλείται από έναν άλλον ανθρώπινο οργανισμό, ανάγεται σε τυποποιημένο στο νόμο έγκλημα. Πρόκειται για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, που μπορεί να λάβει τέσσερις μορφές: της ανθρωποκτονίας με δόλο (ΠΚ 299), της ανθρωποκτονίας κατ’ απαίτηση (ΠΚ 301), της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (ΠΚ 302) και της παιδοκτονίας (ΠΚ 303). Άλλες μορφές «τεχνητού» και όχι φυσικού θανάτου, όπως η θανάτωση ενός ανθρώπου από ένα λιοντάρι δεν απασχολούν το ποινικό δίκαιο, ακριβώς διότι προέρχονται από εξωανθρώπινες ενέργειες ή, πάντως, γίνονται ανεκτές από αυτό, αν προηγηθεί μία νομική διαδικασία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται και η θανατική ποινή, η οποία θα μας απασχολήσει και στο παρόν άρθρο.
Εκκινώντας τη συζήτηση από τα ελληνικά δεδομένα, είναι αναγκαίο να τονιστεί πως στο δίκαιό μας η έσχατη ποινή έχει καταργηθεί ρητά. Πράγματι, στο άρθρο 7 παράγραφος 3 εδάφιο β’ του Συντάγματος ορίζεται ρητά ότι «θανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν». Εξάλλου, από την κύρωση εκ μέρους της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η ποινή του θανάτου δεν μπορεί πλέον να επιβληθεί σε καμία περίπτωση. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως και το άρθρο 7 του Συντάγματος να αλλάξει, πάλι δεσμευόμαστε υπερεθνικά από την ΕΣΔΑ και θανατική ποινή δεν μπορούμε να θεσμοθετήσουμε στο εγχώριο ποινικό δίκαιο. Άρα, η έσχατη ποινή που προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη αυτή τη στιγμή είναι η ισόβια κάθειρξη (άρθρο 52 παρ. 1 ΠΚ).
Πέρα, όμως, από τα πρακτικά αδιέξοδα στα οποία καταλήγει η άποψη που θέλει την επαναφορά στην Ελλάδα της θανατικής ποινής, είναι αρκετά ενδιαφέρον το ιδεολογικό υπόβαθρό της, όπως και το αντίστοιχο της αντίθετης ακριβώς γνώμης, που επιδιώκει τον εξοβελισμό της. Όπως κάθε πρόβλημα, έτσι και αυτό έχει ένα σημείο εκκίνησης, μία αφετηρία σκέψης, κι αυτή εν προκειμένω δεν μπορεί παρά να την αποτελεί το δικαίωμα στη ζωή, ως συγγενές αλλά ταυτόχρονα και εκ διαμέτρου αντίθετο προς το θάνατο. Κάθε άνθρωπος, από τη στιγμή που θα εμφανίσει έστω και ένα μέρος του στον εξωτερικό κόσμο, είναι ζωντανός και φέρει πάνω του το έννομο αγαθό της ζωής, το οποίο μετουσιώνεται σε πρωταρχικό και απαραβίαστό του δικαίωμα.
Αμέτρητα εθνικά και διεθνή κείμενα κατοχυρώνουν το δικαίωμα στη ζωή. Εκείνο, όμως, που κανένα δεν αναφέρει με σαφήνεια, είναι αν υπάρχει και αντίστοιχη υποχρέωση. Αν, με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι και υποχρεωμένος να ζει. Γιατί, αν υπάρχει υποχρέωση κάποιου να ζει, είναι πασιφανές ότι η αυτοκτονία ανάγεται σε ποινικό αδίκημα και το δικαίωμα στο θάνατο δεν υπάρχει καν. Αν πάλι γίνει δεκτό ότι δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση, τα πράγματα αλλάζουν.
Ο Έλληνας νομοθέτης πήρε ξεκάθαρη στάση απέναντι σε αυτό το δίλημμα: αναγνώρισε το δικαίωμα στο θάνατο. Αυτό συνάγεται τόσο από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, όσο και από το άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα, όπου ως ποινικό αδίκημα τυποποιείται μόνο η παροχή βοήθειας στον αυτόχειρα και όχι η αυτοχειρία καθαυτή. Άρα, στο δικαίωμα για διατήρηση της ανθρώπινης ζωής αναγνωρίζεται παραπληρωματικά και το δικαίωμα του τέλους της, που δίδεται φυσικά στον ίδιο της το φορέα. Το επόμενο βήμα σκέψης που θα κάνει τώρα κανείς είναι να αναρωτηθεί αν μπορεί να επιβληθεί σε κάποιον η υποχρέωση του θανάτου, δεδομένου ότι αναγνωρίζεται ούτως ή άλλως σχετικό δικαίωμα για αυτόν. Και αν πράγματι συμβεί αυτό, τότε ποιος νομιμοποιείται να την επιβάλλει;
Στο σημείο αυτό συμπλέκονται ο νομικός και ο ηθικός κόσμος, ενώ δεν λείπουν και οι φιλοσοφικές συζητήσεις που στόχο έχουν να απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα. Σε ορισμένες χώρες του κόσμου, όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ κ.α., διατηρείται ακόμη και σήμερα η θανατική ποινή, ως τιμωρία του δράστη για ένα (συνήθως) ειδεχθές έγκλημα που διέπραξε. Η πρώτη αντίρρηση στην πρακτική αυτή αφορά στην ίδια τη γενεσιουργό αιτία της θανατικής ποινής: την τιμωρία. Υποτίθεται, όπως ορθά ισχυρίζονται οι αντιμαχόμενοι την ποινή του θανάτου, ότι η τιμωρία αποσκοπεί στο σωφρονισμό του καταδικασθέντος, στη συνειδητοποίηση δηλαδή του λάθους και της αντικοινωνικής του συμπεριφοράς και τη βοήθειά του να επανενταχθεί αρμονικά στο κοινωνικό σύνολο. Μία τιμωρία δεν έχει ποτέ εξοντωτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι πρέπει να δίνει στον εγκληματία μία δυνατότητα να επανορθώσει για τις πράξεις του.
Έτσι, με τη θανατική ποινή εξοβελίζεται ουσιαστικά ο δράστης δίχως τη δυνατότητα να σωφρονιστεί και να επιδείξει στο μέλλον μία διαφορετική συμπεριφορά. Βέβαια, με την ίδια λογική, ούτε η ποινή της ισόβιας καθείρξεως θα έπρεπε να υπάρχει, διότι οδηγεί στον διά βίου εγκλεισμό του δράστη και στην αφαίρεση της δυνατότητάς του για επανένταξη στην κοινωνία. Για το λόγο αυτό, έχει καταργηθεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η (πραγματική) ισόβια κάθειρξη, ως αντίθετη στην αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος).
Ένα δεύτερο επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής που φαίνεται πειστικό είναι ότι πρόκειται για μία μη αναστρέψιμη ποινή: άπαξ και ο δράστης την υποστεί, δεν υπάρχει επιστροφή. Πράγματι, ιδιαίτερα σε προηγούμενες δεκαετίες, ανά καιρούς ακουγόντουσαν υποθέσεις όπου ανακάλυπταν οι αστυνομικές αρχές ότι τελικά υπαίτιος των εγκλημάτων ήταν άλλος και όχι ο καταδικασθείς σε θάνατο. Γίνεται φανερό ότι σε αυτές τις περιπτώσεις μιλούμε για ωμές εκτελέσεις αθώων ανθρώπων, αυστηρώς ανεπίτρεπτες. Θα μπορούσε, βέβαια, εδώ κανείς να ισχυρισθεί ότι καμία ποινή δεν είναι βασικά αναστρέψιμη, με την έννοια ότι ακόμη και αυτός που καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξης δεν τα κερδίζει πίσω. Παραβλέπει, όμως, αυτή η άποψη ότι διατηρεί ο καταδικασθείς σε πολυετή κάθειρξη το δικαίωμα στη ζωή του, την οποία μπορεί, πάντως, να συνεχίσει αφού αποφυλακισθεί. Δεν είναι δόκιμο να συγκρίνονται η αφαίρεση μιας ζωής με μία –έστω και πολυετή- κάθειρξη.
Πέρα από αυτά, ανακύπτει και το ζήτημα του ποιος πραγματικά νομιμοποιείται να αφαιρέσει μια ανθρώπινη ζωή, όταν την ίδια στιγμή η κοινή ανθρωποκτονία είναι έγκλημα. Διαθέτει πράγματι η Πολιτεία το δικαίωμα να αυτό- να αναγορευτεί σε παντοδύναμο κριτή και να αποφασίζει για την τύχη της ζωής των κοινωνών της; Πρόκειται για ένα ηθικό ερώτημα, στο οποίο η απάντηση πρέπει να είναι μάλλον αρνητική. Εξάλλου, μελέτες έχουν καταρρίψει και το επιχείρημα πως δήθεν η θανατική ποινή λειτουργεί ως οιονεί «φόβητρο» και αποτρεπτικά προς το έγκλημα, αφού έχουν καταδείξει ότι η εγκληματικότητα ήταν ορισμένες φορές πιο αυξημένη σε καιρούς με θανατική ποινή παρά τώρα. Επισημαίνεται δε ότι η πρόληψη του εγκλήματος πρέπει να εστιάσει σε άλλους παράγοντες και πάντως όχι στο χώρο της καταστολής.
Σε γενικές γραμμές, όποιος τάσσεται κατά της θανατικής ποινής δεν είναι δήθεν «ρομαντικός», αλλά βλέπει τα πράγματα με ρεαλιστική σκοπιά. Με τη θεσμοθέτηση της ποινής του θανάτου μία Πολιτεία ουσιαστικά απεμπολεί τις προληπτικές του εγκλήματος ευθύνες που φέρει και τις μεταθέτει σε έναν κατασταλτικό μηχανισμό κακώς επικροτούμενο από μεγάλα σε αριθμό κοινωνικά στρώματα. Ας στρέψουμε, λοιπόν, το βλέμμα μας σε ποινές πιο κοινωνικές και όχι τόσο «λαϊκιστικές».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 5η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2023