Του Λάμπρου Βέλλιου,
Στο παρόν άρθρο θα γίνει ιστορική αναδρομή ενός αντάρτικου πόλεως στη χώρα της Ουρουγουάης, των Τουπαμάρος, με πολύ διαφορετικά και ετερόμορφα χαρακτηριστικά. Ο λαός την περίοδο του ’60-70 μαστίζονταν από φτώχεια, ανεργία και χαμηλό επίπεδο μόρφωσης. Φαινόμενα που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση του 1960 και τα οποία έμελλαν να δημιουργήσουν κοινωνική κατακραυγή, διαδηλώσεις, συγκρούσεις και κυρίως ένοπλη αντίσταση υποκινούμενη από τους Τουπαμάρος, στο πρόσωπο των οποίων αντικατοπτρίζονταν ο ανυποχώρητος αγώνας για καλύτερους όρους διαβίωσης. Η απάντηση; Στημένες δικτατορίες με τις πλάτες των Η.Π.Α., F.B.I. και C.I.A., κρατική καταστολή, φυλακίσεις, εξορία και βασανιστήρια.
Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΓΕΝΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΩΣ
Στο άκουσμα της φράσης «Λατινική Αμερική», ειδικότερα την εξεταζόμενη περίοδο, το πρώτο πράγμα που φαντάζεται κάποιος είναι λέξεις όπως φτώχεια, εξαθλίωση, ανεργία, δικτατορία, οικονομική κρίση. Λέξεις οι οποίες είναι τόσο άσχετες μεταξύ τους, αλλά και τόσο οργανικά συνδεδεμένες με το κοινωνικοοικομικό γίγνεσθαι των λατινοαμερικάνικων χωρών. Εξαίρεση αποτελούσε η Ουρουγουάη, η οποία, ακολουθώντας ένα περισσότερο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο περιστοιχισμένο με τον μανδύα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προχωρούσε στην εναλλαγή κυβερνήσεων με εκλογές και όχι πραξικοπήματα. Ακόμα, η (προοδευτικότητα) των νόμων φαινόταν και στη διάκριση του κράτους και την ελάσσονα επιρροή που ασκούσε η Καθολική Εκκλησία, το αναγνωρισμένο δικαίωμα των γυναικών στο διαζύγιο και πολλά άλλα.
Το ερώτημα που προκύπτει αφορά το πού στηρίζονταν η οικονομική αυτή βάση και το κοινωνικοπολιτικό εποικοδόμημά της. Η απάντηση εστιάζει ακριβώς στην τεράστια εξάρτηση που είχε η ουρουγουανή οικονομία από τις εξαγωγικές δραστηριότητές της, κυρίως κτηνοτροφικών προϊόντων, όπως κρέας και δέρμα βοδινών. Όλες οι προσφερόμενες παροχές στην κοινωνία προέρχονταν από έσοδα των παραπάνω. Αυτό υποδείκνυε ακριβώς ότι μια κρίση στα δημοσιονομικά και λογιστικά στοιχεία του σοσιαλδημοκρατικού αυτού κράτους, μπορούσε να δημιουργήσει οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου, η οποία και ξέσπασε ύστερα από τις επιδράσεις του πολέμου της Κορέας, το 1958. Αιτία; Η τεράστια πτώση των διεθνών τιμών του κρέατος και του μαλλιού. Ο βασικός πυρήνας εσόδων έπεσε σαν χάρτινος πύργος. Το ίδιο και ολόκληρο το τραπεζικοικονομικό σύστημα της Ουρουγουάης, ειδικότερα τη διετία 1960-62, το οποίο οδηγήθηκε στο άνοιγμα της αγοράς στην αμερικανική αγορά και τον εξωτερικό δανεισμό άμεσα συνδεόμενο με τα ληστρικά οικονομικά προγράμματα λιτότητας και δημοσιονομικού αυταρχισμού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αποτέλεσμα; Υποτίμηση του νομίσματος επτά φορές και διπλασιασμός του εξωτερικού δανεισμού.
Οι κάποτε ήρεμοι και πειθήνιοι Ουρουγουανοί στην επίπλαστη «ειρηνική επανάσταση» της κυβέρνησης Ορντόνιεζ αντικαταστάθηκε από την κοινωνική έξαρση, κινητοποίηση και αγωνιστική διάθεση. Μόνη αναγκαιότητα αποτελούσε εκείνο ακριβώς το πολιτικό μόρφωμα που θα καθοδηγούσε τον κοινωνικοπολιτικό αγώνα του λαού της Ουρουγουάης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε το κίνημα των Τουπαμάρος.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΩΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΕΝΟΠΛΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αναγκαία είναι μια περεταίρω ανάλυση του τρόπου δημιουργίας του κινήματος αυτού. Πρώτο βήμα αποτελεί το ποιος αποτελεί τον θεμελιωτή της δημιουργίας των Τουπαμάρος. Η απάντηση; Ήταν δημιούργημα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ειδικότερα του βουλευτή του, Ραούλ Σεντίκ και του Άμπραχαμ Γκιγιέν, Ισπανού αναρχικού, εξόριστου από τα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου. Ο Σεντίκ, το 1960, αρνούμενος το αξίωμα του κοινοβουλευτικού αντιπροσώπου, ταξίδεψε στις περιθωριοποιημένες και φτωχοποιημένες περιοχές της Αρτίγκα, στο βόρειο κομμάτι της Ουρουγουάης, με απώτερο στόχο τη θεμελίωση ενός κινήματος στηριζόμενο στις παρυφές της επαναστατικής στρατηγικής και με βασικό πυρήνα τους φτωχούς ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές της ζάχαρης. Αιτία όλων αυτών ήταν η συνεχής και χρόνια υποβάθμιση του Βορρά έναντι των περιοχών του Νότου.
Κύρια αιτήματα τα οποία εκφράστηκαν ήταν η εγκαθίδρυση του κατώτατου μισθού, η κρατική κολλεκτιβοποίηση των αγροκτημάτων των μεγαλοτσιφλικάδων και η αναδιανομή τους στους φτωχούς αγρότες και η ύπαρξη επιθεωρητή για την εφαρμογή του οκταώρου. Όλα τα παραπάνω έβρισκαν αντίκρισμα σε ένα πολύ μάχιμο συνδικαλιστικό όπλο, την Ένωση Εργατών Ζάχαρης της Αρτίγκα ή αλλιώς UTAA. Στην αρχή της δραστηριοποίησής της, τα αιτήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν ευνοϊκά από τον Στοράσε Αρόζα, Υπουργό Εσωτερικών, απειλώντας, όμως, ευθέως τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων της χώρας, καθώς και αμερικανικών κολοσσών παραγωγής ζάχαρης, όπως ήταν μεταξύ άλλων η CAINSA. H κατάληξη γνωστή. Το κυβερνητικό σώμα έμεινε στις υποσχέσεις. Η αντίδραση της UTAA ήταν άμεση και αφορούσε την «Πορεία προς το Μοντεβιδέο» ή αλλιώς πιο γνωστή ως «Πορεία των Μαλλιαρών» και συνδέονταν με κινητοποίηση αγροτών της Αρτίγκα, οι οποίοι περπάτησαν 250 χιλιόμετρα μέχρι το Μοντεβιδέο, κάνοντας ενδιάμεσες στάσεις σε κάθε χωριό, προπαγανδίζοντας τα αιτήματά τους και την προκλητικά αδιάφορη στάση της κυβέρνησης.
Αποκορύφωμα των παραπάνω γεγονότων αποτέλεσε η εισβολή των αγροτών στα προάστια του Μοντεβιδέο, οι οποίοι συνενωμένοι με το ριζοσπαστικό σώμα των φοιτητών, πραγματοποίησαν κατάληψη στα κεντρικά γραφεία της αμερικανικής εταιρείας CAINSA. Στη συνέχεια, καθοδηγήθηκαν προς το Προεδρικό Μέγαρο, το οποίο φυλασσόταν από έφιππη μητροπολιτική αστυνομία, προκειμένου να παραδώσουν ψήφισμα διαμαρτυρίας στον Πρόεδρο Αρέκο. Τότε, η αστυνομία απάντησε με καταστολή και ξύλο, ενώ οι διαδηλωτές αμύνθηκαν με βόμβες μολότοφ και πέτρες, φωνάζοντας παράλληλα συνθήματα, όπως το ξακουστό «Για τη γη και με τον Σεντίκ». Η «Πορεία προς το Μοντεβιδέο» χαρακτηρίστηκε από αποτυχία.
Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ο Σεντίκ αξιολογώντας την αναποτελεσματικότητα του Συνδικάτου κατανόησε, επηρεαζόμενος και από την αντίληψη του Τσε Γκεβάρα, την αναγκαιότητα σύνδεσης των αιτημάτων των αγροτών με την ταξικότητα της κοινωνίας και την επαναστατική σύνδεση της ίδιας της ολικής ανατροπής του καθεστώτος, την κατάργηση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος με τη στρατηγική περάσματος σε ένα νέο σύστημα, εννοώντας το ίδιο το εργατικό κράτος και σοσιαλιστική οικονομία. Για όλα τα παραπάνω απαραίτητο ήταν η δημιουργία μιας μυστικής επαναστατικής οργάνωσης ή αλλιώς ενός απελευθερωτικού μετώπου με ένοπλα χαρακτηριστικά σε περιόδους έντονης κοινωνικής έξαρσης. Η οργάνωση, δηλαδή οι Τουπαμάρος (ΜLN) αποτέλεσε πραγματικότητα, σε ολομέλεια της UTAA, το 1963 με απώτερο στόχο την διεξαγωγή αντάρτικου σε περιοχές του Παισάντου και Αρτίγκα.
Αναγκαία πρώτα από όλα ήταν η χρηματοδότηση του μελλοντικού ένοπλου αγώνα τους, η οποία θα εξασφαλίζονταν στα χρόνια της «αθωότητάς τους» την εξαετία του 1962-68, δηλαδή σε χρόνια που δεν είχαν εφαρμογή καθόλου οι ένοπλες δράσεις τις οποίες οραματίζονταν αλλά αντιθέτως σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζαν προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως ήταν η ληστεία της Ελβετικής Σκοπευτικής Λέσχης το 1963, με την οποία εξασφάλισαν οπλικό εξοπλισμό. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά επιθέσεις σε καταστήματα της αστυνομίας και του στρατού, όπου φυλάσσονταν πυρομαχικά και βόμβες. Στόχος των παραπάνω δράσεων πέρα από την ίδια την εξασφάλιση του αγώνα των Τουπαμάρος, αποτελούσε και η οργανική σύνδεση και ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επίθεση μελών του MLN σε φορτηγό με τρόφιμα, τα Χριστούγεννα του 1963, τα οποία, στη συνέχεια, μοιράστηκαν στην εξαθλιωμένη και πάμφτωχη περιοχή του Απαρίτσιο Σαράβια, αλλά και σε άλλες παραγκουπόλεις.
Το 1969, το ίδιο το κίνημα των Τουπαμάρος μπήκε σε μια νέα εποχή περάσματος στην ένοπλη βία και την ενσάρκωση του ίδιου σε αντάρτικο πόλεως. Κύρια αιτία των παραπάνω αποτέλεσε η απόφαση της κυβέρνησης του Προέδρου Αρέκο, για την ολική συνταγματική εκτροπή της Δημοκρατίας της Ουρουγουάης προκειμένου να καταστείλει την δράση των ανταρτών του MLN. Οι ίδιοι απάντησαν με πολιτικές απαγωγές, δολοφονίες και απονομή της διαρκής επαναστατικής δικαιοσύνης. Παραδείγματα αποτελούν, η απαγωγή του διευθυντή της τηλεφωνικής εταιρείας της Ουρουγουάης, δύο φορές μάλιστα, ενώ έχοντας ένα ολόκληρο δίκτυο μυστικών πρακτόρων στα γραφεία αστυνομικής διεύθυνσης και χρησιμοποιώντας έναν συνεχή ψυχολογικό πόλεμο έναντι των σωμάτων ασφαλείας, το 1970 πραγματοποίησαν τη δολοφονία του μυστικού πράκτορα της αστυνομίας, επονομαζόμενου και ως Κάρλο Ζαμπράνο, αλλά και του Χέκτορ Τσαρκέρο, επιθεωρητή της αστυνομίας, γνωστού για τις μεθόδους βασανισμού πολιτικών αντιφρονούντων.
Ειδικότερα, η διετία 1970-1972, αποτέλεσε την εποχή άνθησης του κινήματος. Χαρακτηριστικό αναφοράς είναι το ίδιο το δίκτυο που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αναφερόμενοι τόσο στις ίδιες τις υπόγειες εγκαταστάσεις σηράγγων και τούνελ, μέσα στα οποία βρίσκονταν νοσοκομεία, σχολεία και η διάσημη (Φυλακή του Λαού), αλλά και στην ίδια την ιεραρχία και δομή της στρατιωτικής οργάνωσής τους η οποία βασίζονταν στην αρχή της «στεγανοποίησης», η οποία εξασφάλιζε αυτόνομα δίκτυα πληροφόρησης, οπλικού εξοπλισμού και διοίκησης κάθε φάλαγγας, δηλαδή στρατιωτικών σωμάτων, των Τουπαμάρος. Αυτό γίνονταν προκειμένου σε περίπτωση σύλληψης μελών μιας φάλαγγας, να μην μπορέσει να εξαρθρωθεί ολόκληρος ο μηχανισμός του κινήματος. Στο επόμενο μέρος θα δούμε το άδοξο τέλος του αγώνα των Τουπαμάρος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Το μοναδικό αντάρτικο πόλης που έβγαλε από τα σπλάχνα του πρόεδρο χώρας, newsbeast.gr, Διαθέσιμο εδώ
- O ακήρυχτος πόλεμος των Τουπαμάρος, alerta.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Όταν οι Τουπαμάρος (σήκωσαν) το Λιμπερταδόρες, humbazine.gr, Διαθέσιμο εδώ