Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια λειτουργούν σύμφωνα με όσα προβλέπει το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, εκδίδοντας αποφάσεις με βάση τις διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η Ποινική Δικονομία αποτελεί, επομένως, το σύνολο των κανόνων δικαίου που αφορά στον τρόπο διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας και στα όργανα που συνθέτουν το σώμα και αποτελούν τη βάση για την εύρυθμη λειτουργία και ορθή απονομή δικαιοσύνης. Ιστορικά, έχουν καταγραφεί δύο δικονομικά συστήματα, το εξεταστικό και το κατηγορητικό, που αποδίδουν τον τρόπο κατά τον οποίο εκτυλίσσονται οι ποινικές διαδικασίες. Η διαφορά τους έγκειται στο αν και με ποιον τρόπο θα εφαρμοσθούν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές και λειτουργίες.
Κατά το εξεταστικό σύστημα, αποτυπώνονται αντιλήψεις της σκοταδιστικής περιόδου του μεσαίωνα και της μεταμεσαιωνικής εποχής, με κύριο χαρακτηριστικό τη συγκέντρωση και ενάσκηση όλων των λειτουργιών από το πρόσωπο του δικαστή, τότε εκπροσώπου της πολιτείας. Συναντάμε έντονα τον έγγραφο τύπο και την αρχή της μυστικότητας από την έναρξη της διαδικασίας, μέχρι και την περάτωσή της. Οι καταθέσεις πραγματοποιούνται γραπτά κατά την προανάκριση και την προπαρασκευαστική ανάκριση, και αναγιγνώσκονται στο δικαστήριο. Εξαιτίας της αρχής της μυστικότητας και του αποκλεισμού της δημοσιότητας, η απόφαση του ιεροδικαστή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί άμεσα από κανέναν.
Σε γενικότερο πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε πως ο κατηγορούμενος εκείνη την περίοδο δεν αποτελεί τίποτα άλλο από έρμαιο των δικαστικών αποφάσεων που εξέδιδε ο δικαστής, τις οποίες ακολουθούσαν νόμιμα βασανιστήρια με απώτερο σκοπό την απόσπαση ομολογίας. Το παραπάνω αποδεικνύουν μεταξύ άλλων οι γενικότερες αντιλήψεις και τακτικές που εκφράζουν τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και η έλλειψη αντιδίκων και υποκειμένων δίκης, με πρόφαση πως η αποστολή του δικαστή ήταν διπλή, αφενός να στρέφεται κατά του κατηγορουμένου και αφετέρου να λειτουργεί και προς όφελός του, καθώς η υπεράσπιση δε θεωρούταν απαραίτητη.
Σε αντίθεση με την εξεταστική δίκη, το κατηγορητικό δικονομικό σύστημα, διακρίνει τις ποινικές λειτουργικές διαδικασίες, την κατηγορία, την υπεράσπιση και την απόφαση, και ο δικαστής δεν αποτελεί πλέον τον κατήγορο, ενώ οι ρόλοι είναι διακριτοί και αποδοτικότεροι. Προωθείται η έννοια του κράτους δικαίου μέσα από την καθιέρωση των αρχών της προφορικότητας, της δημοσιότητας και αμεσότητας, αλλά και της αντιδικίας. Επιτυγχάνεται, έτσι, η αμεροληψία του δικάζοντος δικαστή, αφού πλέον εξετάζει την κατηγορία που προτείνει ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, ο κατηγορούμενος αποκτά ενεργό ρόλο με το να αποτελεί υποκείμενο και όχι αντικείμενο της δίκης, ενισχύεται ο θεσμός της υπεράσπισης με την ύπαρξη του συνηγόρου και τη συμμετοχή των διαδίκων κατά τη διαδικασία της συζήτησης της υποθέσεως, ενώ, παράλληλα, μέσα από τη δημοσιότητα αυτής, επιτυγχάνεται και ο έλεγχος απονομής της δικαιοσύνης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως οι παραπάνω αρχές ορισμένες φορές δυσχεραίνουν αντί να βοηθούν το δικονομικό έργο, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, εξαιτίας της δημοσιότητας και της ακροαματικότητας που έλαβαν ορισμένες υποθέσεις, κατέληξαν να προσβάλλουν την προσωπικότητα των διαδίκων.
Οι χώρες του “Common Law”, υιοθέτησαν το κατηγορητικό σύστημα, ενώ αυτές του ηπειρωτικού δικαίου, τις οποίες μεταξύ άλλων απαρτίζει και η χώρα μας, καθιέρωσαν ένα μικτό σύστημα με στοιχεία τόσο του εξεταστικού όσο και του κατηγορητικού δικονομικού συστήματος. Ειδικότερα, από το πρώτο έχουμε τις αρχές της αυτεπάγγελτης δίωξης, της δημόσιας επιμέλειας, της έγγραφης διαδικασίας, της μυστικότητας και της απουσίας αντιδικίας, αφού μέσω όλων αυτών διασφαλίζεται η συγκέντρωση των αποδείξεων και αποδεικτικού υλικού, καθώς και η ορθότερη εξιχνίαση των εγκλημάτων. Από το δεύτερο και πιο εξελιγμένο μοντέλο, ξεχώρισαν κατά την ακροαματική διαδικασία η αρχή της προφορικότητας, της αμεσότητας και της δημοσιότητας, ενώ σίγουρο είναι πλέον πως καθιερώθηκε η διάκριση των ρόλων του κατηγόρου και του δικαστή, με πρόφαση την καθιέρωση της αμεροληψίας και της δίκαιης δίκης.
Σπουδαία, επίσης, χαρακτηριστικά του μικτού δικονομικού συστήματος αποτελούν η αντικειμενική θέση του εισαγγελέα, η ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη έρευνα που διεξάγεται τόσο για την αθωότητα όσο και για την ενοχή του κατηγορουμένου. Τέλος, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η θέση του διευθύνοντος τη συζήτηση και η εξουσία που του παρέχεται δε θυμίζει χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξεταστικής μορφής διεξαγωγής ποινικών δικών, με τους υποστηρικτές του κατηγορητικού συστήματος να ζητούν τη λύτρωση της ακροαματικής διαδικασίας από αυτά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Θεοχάρης Δαλακούρας, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019