Του Στέργιου Παπαστεργίου,
Ο πόλεμος του 1992-1994
Με την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και την αποχώρηση του Σοβιετικού στρατού, ο οπλισμός που αφέθηκε έπεσε στα χέρια των παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες τα αξιοποίησαν στις συγκρούσεις που γίνονταν όλο και πιο βίαιες. Καθώς η σύγκρουση πλέον έφερνε αντιμέτωπα τα δύο κυρίαρχα κράτη της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, συνδέθηκε με τα γενικότερα γεωπολιτικά συμφέροντα των δυνάμεων της περιοχής, όπως η Ρωσία, η Τουρκία και το Ιράν, οι οποίες προσπάθησαν να διαμεσολαβήσουν.
Το Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκε πρώτο τον Ιανουάριο του 1992 με σκοπό την κατάληψη του Στεπανακέρτ. Η αντίσταση που συνάντησε, όμως, ήταν μεγάλη και, μάλιστα, οι Αρμένιοι άρχισαν να προελαύνουν καταλαμβάνοντας όλο το Ναγκόρνο-Καραμπάχ μέχρι τον Μάιο, διαπράττοντας στο Χοτζαλί τη μεγαλύτερη μέχρι τότε σφαγή, η οποία άφησε πάνω από 200 νεκρούς. Καθώς η Τουρκία ήταν διστακτική στο να πάρει θέση και χάρη στη στήριξη της Ρωσίας και της Αρμένικης Διασποράς, οι Αρμένιοι υπερίσχυσαν, εγκαθιστώντας τον περίφημο διάδρομο του Λατσίν, που συνέδεε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ με το κράτος της Αρμενίας.
Τον Ιούνιο οι Αζέροι έκαναν μια απόπειρα να επανακτήσουν ό,τι έχασαν, καταλαμβάνοντας για πρώτη φορά το βόρειο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Οι υπέρμετρες αξιώσεις του ξεκάθαρα φιλότουρκου νέου Προέδρου, Αμπουλφάζ Ελτσίμπεη, ο οποίος αντικατέστησε τον πρώτο Αζέρο Πρόεδρο, Αγιάζ Μουταλίμποφ, ανησύχησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις και οι συγκρούσεις απειλούσαν να οδηγήσουν σε διεθνή κρίση, την ώρα που οι Αρμένιοι πρόσφυγες ξεπερνούσαν τους 200.000. Στα μέσα του 1993, όμως, οι αρμένικες δυνάμεις είχαν ακυρώσει τα κέρδη των αντιπάλων τους και πολλοί πρόσφυγες επέστρεψαν στις εστίες τους. Στη θέση τους, ωστόσο, αποχώρησαν αυτή τη φορά Αζέροι πρόσφυγες, που ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο μετά τη βίαιη κατάληψη από τους Αρμενίους του Άγκνταμ και περιοχών εκτός του Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Η ανεπάρκεια του ΟΗΕ να επιβληθεί αποτελεσματικά στο πείσμα των αντιμαχόμενων ήταν εμφανής και μόνο με τη μεσολάβηση της Ρωσίας επετεύχθη βραχυχρόνια παύση πυρός, που διήρκησε μέχρι τις 5 Νοεμβρίου του 1993. Τότε, νέα αποτυχημένη αζέρικη επίθεση είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρο το νοτιοδυτικό Αζερμπαϊτζάν να περιέλθει σε αρμένικη κατοχή. Στο μεταξύ, ο ιρανικός στρατός παρατασσόταν στα σύνορα ενόσω οι Αρμένιοι πλησίαζαν και βασικά η γενίκευση της σύρραξης απετράπη μόνον από την εγκράτεια του Ιράν, της Τουρκίας και της Ρωσίας. Είχε γίνει πλέον ξεκάθαρη η εμπλοκή Αφγανών μισθοφόρων στο πλευρό των Αζέρων από τη μία και η εθελοντική στρατολόγηση Αρμενίων του αρμενικού κράτους και της Διασποράς από την άλλη. Μετά από μια τελευταία ανεπιτυχή επίθεση του Αζερμπαϊτζάν, οι εμπλεκόμενοι (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ) αποφάσισαν να υπογράψουν το Πρωτόκολλο του Μπισκέκ (Μάιος 1994), με πρωτοβουλία της Ρωσίας και υπό την αιγίδα της Διακοινοβουλευτικής Συνόδου των Εθνών Μελών της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών, συνειδητοποιώντας πως η συνέχιση των συγκρούσεων δεν θα ωφελούσε κανέναν.
Επισφαλής ειρήνη (1994-2020)
Η κατάπαυση του πυρός εγκαινίασε μια προβληματική περίοδο όπου οι συνεχείς διαπραγματεύσεις δεν απέφεραν αποτελέσματα. Από τη μια, η Αρμενία αντιμετώπιζε πολιτική αστάθεια και δυσκολίες στην οικονομική της ανάπτυξη, ενώ από τη άλλη, η πολιτική ζωή του Αζερμπαϊτζάν κυριαρχήθηκε από τον αυταρχικό Χαϊντάρ Αλίεφ αρχικά και αργότερα από τον ακόμη πιο αυταρχικό γιο του, Ιλχάν. Οι ηγέτες των δύο κρατών, δέσμιοι της κοινής γνώμης και των προσωπικών τους επιδιώξεων, απέτυχαν να δώσουν μια λύση στο φλέγον εθνικό ζήτημα, το οποίο παρέμεινε ενεργό.
Από το 1994 και έπειτα, το Αζερμπαϊτζάν άρχισε να εκμεταλλεύεται τα μεγάλα πετρελαϊκά του αποθέματα, συνδεόμενο οικονομικά και στρατιωτικά με τη Δύση, σπρώχνοντας, έτσι, την Αρμενία σε στενότερη συμμαχία με Ρωσία και Ιράν. Εν τω μεταξύ, στη λεγόμενη «Γραμμή Επαφής», χωρίς την ύπαρξη διεθνούς ελέγχου, κάθε χρόνο σκοτώνονταν πάνω από τριάντα άτομα σε μεθοριακά επεισόδια. Οι δύο πλευρές είχαν διαφωνίες σε θεμελιώδη ζητήματα και το Αζερμπαϊτζάν ήταν καχύποπτο για τη μεσολάβηση της Ρωσίας, ζητώντας διεθνή διευθέτηση του ζητήματος. Το πιο ακανθώδες σημείο ήταν αυτό του μελλοντικού καθεστώτος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, καθώς έπρεπε να βρεθεί μια λύση που να ανταποκρίνεται τόσο στη θέση των Αζέρων για πλήρη εδαφική ακεραιότητα, όσο και στο αίτημα των Αρμενίων για αυτοδιάθεση.
Βασικός παράγοντας στις διαπραγματεύσεις ήταν οι διαμεσολαβητές του Minsk Group, που αποτελούταν από τις Η.Π.Α., τη Γαλλία και τη Ρωσία. Η ομάδα αυτή δούλεψε για πολλά χρόνια μαζί με τους ηγέτες των δύο χωρών προς την εξεύρεση συμβιβασμού, καταρτίζοντας διάφορα σχέδια, κανένα από τα οποία δεν εφαρμόστηκε για ποικίλους λόγους. Κατά τα πρώτα χρόνια, ο Αρμένιος Πρόεδρος, Λεβόν Τερ-Πετροσιάν, έβλεπε θετικά έναν συμβιβασμό, λόγω των δυσμενών συνθηκών που προκαλούσε ο αποκλεισμός από την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν. Η στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα το 1998 να εκδιωχθεί από τη θέση του, την οποία ανέλαβε ο δημοφιλής Ρόμπερτ Κοτσαριάν. Έτσι, αυτοί που είχαν πολεμήσει στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ανέλαβαν τη διακυβέρνηση και οι προοπτικές για συμβιβασμό ολοένα λιγόστευαν.
Τον Απρίλιο του 1999, έλαβε χώρα μια τετ-α-τετ συνάντηση των δύο ηγετών στην Ουάσινγκτον, ένας τρόπος διαπραγμάτευσης που θα συνέχιζε και τα επόμενα χρόνια. Οι αντιδράσεις, όμως, των ελίτ και του λαού των δύο χωρών έκαναν την επίτευξη συμφωνίας αδύνατη, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Πρωθυπουργού Βεζγκέν Σαρκισιάν, που ήταν θετικός σε έναν συμβιβασμό. Αν και παραδείγματα μεικτών χωριών της Γεωργίας μας δείχνουν πως Αζέροι και Αρμένιοι μπορούσαν να συνυπάρξουν, έστω αγνοώντας (και μη λύνοντας) τις μεταξύ τους διαφορές, οι δύο κοινωνίες εντός των εθνών κρατών τους παρέμεναν εξαιρετικά πολωμένες.
Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε απαισιόδοξα, με τα προβλήματα υγείας του Χαϊντάρ Αλίεφ να δυσκολεύουν τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν σε χαμηλότερο επίπεδο. Ο θάνατος του Αζέρου ηγέτη το 2003 και η έλευση του γιου του, Ιλχάν Αλίεφ, επανεκκίνησαν τις διαδικασίες. Καθώς, όμως, δεν υπήρχε λαϊκό αίτημα για ειρήνη, οι ηγέτες δεν ήταν πρόθυμοι να πάρουν ρίσκα. Κατά την περίοδο αυτή, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ είχε de facto γίνει περιοχή της Αρμενίας, ενώ οι Αρμένιοι αναφέρονταν στις επτά κατεχόμενες περιοχές έξω από αυτό ως «απελευθερωμένες». Από την άλλη, οι Αζέροι δεν δέχονταν καμία αναγνώριση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ως ξεχωριστή οντότητα.
Στην Αρμενία, την επιτυχημένη για την οικονομική της πολιτική κυβέρνηση Κοτσαριάν διαδέχθηκε το 2008 αυτή του Σερζ Σαρκισιάν. Στο Αζερμπαϊτζάν, ο Ιλχάν Αλίεφ αναδείχθηκε σε απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού, έχοντας ευρεία αποδοχή ή ανοχή, κυρίως λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης χάρη στα ενεργειακά αποθέματα της χώρας. Στα επόμενα χρόνια, το Αζερμπαϊτζάν επιδόθηκε σε ένα κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα, θεωρητικά με στόχο να παρασύρει την Αρμενία σε έναν ασύμφορο γι’ αυτήν αγώνα εξοπλισμών τον οποίο θα χρησιμοποιούσε για να πετύχει κέρδη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Από την άλλη, η Αρμενία, εξοπλιζόμενη από τη Ρωσία, ήθελε να κάνει ξεκάθαρο πως οποιαδήποτε σύγκρουση θα προκαλούσε ζημιά και στους δύο αντιπάλους.
Νέα προσπάθεια επίλυσης των διαφορών έγινε με τις λεγόμενες Αρχές της Μαδρίτης, που ήταν βασισμένες στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι για «Μη Χρήση Βίας, Εδαφική Ακεραιότητα και Ίσα Δικαιώματα και Αυτοδιάθεση των Λαών». Ωστόσο, ούτε τότε επήλθε συμβιβασμός και στα επόμενα χρόνια φάνηκε πως το Αζερμπαϊτζάν προτιμούσε να κερδίσει χρόνο προς όφελός του. Όπως φαίνεται, ήταν αυτό που ξεκίνησε το σύντομο επεισόδιο του Απριλίου του 2016, καταφέρνοντας να κερδίσει μια συμβολική νίκη στο πεδίο της μάχης, έχοντας μικρά εδαφικά κέρδη σε έναν τριήμερο πόλεμο που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες στρατιώτες και πολλούς αμάχους.
Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί, πως το 2017 οι Αρμένιοι του Καραμπάχ, ονόμασαν επισήμως την αυτόνομη δημοκρατία τους με το αρχαίο Αρμένικο όνομα Αρτσάχ. Έτσι, συνεχίζοντας την τακτική της σύγκρουσης στη βάση του «ποιος ήταν πρώτος στην περιοχή», υπονοούσαν πως οι Αζέροι δεν είχαν κανένα δικαίωμα τόσο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όσο και στις γύρω περιοχές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- De Waal, Thomas, 2013, Black Garden: Armenia and Azerbaijan through peace and war, pp. 262-304, New York University Press, New York and London
- De Waal, Thomas, 2023, The End of Nagorno-Karabakh: How Western Inaction Enabled Azerbaijan and Russia, in Foreign Affairs
- Geukjian, Ohannes, 2012, Ethnicity, Nationalism and Conflict in the South Caucasus: Nagorno-Karabakh and the legacy of Soviet Nationalities Policy, pp. 185-214, Farnham, Ashgate
- Jarosiewicz, Aleksandra, Falkowski, Maciej, 2016, The four-day war in Nagorno-Karabakh, in Centre for Eastern Studies
- Zürcher, Christoph, 2007, The post-Soviet wars: rebellion, ethnic conflict, and nationhood in the Caucasus, pp.152-185, New York and London, New York University Press