Της Εβελίνας Μάστουρα,
Η δικαιοσύνη, ως θεμέλιο της κοινωνικής ειρήνης και ευημερίας, αντιμετωπίζει πάντοτε την πρόκληση της εξισορρόπησης μεταξύ της εξειδίκευσης και της συμμετοχής της κοινότητας. Στο παρελθόν, οι ποινικοί δικαστές, επαγγελματίες με σπουδές και εξειδίκευση στο νομικό πεδίο, είχαν το προβάδισμα στην επίλυση νομικών διαφορών. Ωστόσο, η εμφάνιση των λαϊκών δικαστών, αντιπροσώπων της κοινότητας, με ελάχιστη εκπαίδευση στο νομικό πεδίο, άλλαξε το τοπίο της δικαιοσύνης. Θα διερωτούνταν, λοιπόν, κανείς, γιατί η εξέταση των βαρύτερων εγκλημάτων, δηλαδή των κακουργημάτων να ανατίθεται και σε πρόσωπα που ουδεμία σχέση έχουν με την απονομή της δικαιοσύνης;
Οι λαϊκοί δικαστές εισάγουν ένα στοιχείο κοινοτικής συμμετοχής στη δικαιοσύνη. Στηριζόμενοι στις τοπικές παραδόσεις και αξίες, οι λαϊκοί δικαστές προσφέρουν ευελιξία και προσαρμοστικότητα στην επίλυση διαφορών. Μάλιστα, η δυσπιστία των ανδρών της γαλλικής επανάστασης προς την τάξη των επαγγελματιών δικαστών, ήταν εκείνη που οδήγησε στην ανάπτυξη του θεσμού στη Γαλλία του 1791. Στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού φιλελευθερισμού, επικρατούσε η αντίληψη ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν αρμόζει να ανατίθεται μόνο σε «υπαλλήλους» των κρατούντων, αλλά θα έπρεπε να διεκπεραιώνεται και από τον λαό, ως προστάτη των λαϊκών ελευθεριών.
Η συμμετοχή λαϊκών δικαστών, προερχομένων από ποικίλα κοινωνικά φάσματα και εκπροσωπώντας διαφορετικές πεποιθήσεις, οι οποίοι διαθέτουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουν τις ιδιομορφίες της εκάστοτε περίπτωσης και ως εκ τούτου αποδεικνύονται ενίοτε καλύτεροι «κριτές» μιας πραγματικής κατάστασης. Εκπεφραστές του δύνασθαι του μέσου κοινωνικού ανθρώπου μπορούν να αναγνωρίσουν τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης. Γι’ αυτούς η δίκη αποτελεί ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός, γεγονός που δύναται να επαυξήσει την προσοχή και τη συγκέντρωσή τους στα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά εκτίθενται στο ακροατήριο. Πάρα ταύτα, η έλλειψη εξειδίκευσης και ο κίνδυνος αυθαιρεσίας μπορεί να αποτελέσουν προκλήσεις για την ποιότητα και τη δικαιοσύνη των αποφάσεων. Το σημαντικότερο μειονέκτημά των λαϊκών δικαστών, είναι ότι στερούνται επαρκών νομικών γνώσεων. Η διάκριση δυσνόητων νομικών εννοιών, όπως ο δόλος ή η αμέλεια μπορούν να καταστούν ανυπέρβλητο εμπόδιο στον δρόμο για τη διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας.
Από την άλλη μεριά, οι τακτικοί δικαστές, εκπαιδευμένοι σε νομικά θέματα και εξοικειωμένοι με τις νομοθετικές διατάξεις, προσφέρουν εγγύηση εξειδικευμένης δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητά τους ενισχύουν την αξιοπιστία του συστήματος, προστατεύοντας τα δικαιώματα του ατόμου. Ωστόσο, η υπερβολική σκλήρυνση μετά από μακροχρόνια άσκηση του επαγγέλματος, καθώς και η υπερφόρτωση των ίδιων των δικαστηρίων, μπορεί να επιβραδύνουν τη διαδικασία και να αποδυναμώσουν την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.
Η συμβατική σκέψη ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι αποκλειστικά ευθύνη των επαγγελματιών νομικών έχει αναθεωρηθεί με την πάροδο του χρόνου. Ενδεδειγμένη λύση στο δίπολο μεταξύ τακτικών και λαϊκών δικαστών, είναι η συνεργασία και των δύο, τόσο κατά τη διάγνωση της ενοχής, όσο και κατά την επιμέτρηση και την επιβολή της ποινής. Κατά αυτό τον τρόπο, καθιερώνεται το σύστημα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα και των δύο πλευρών.
Άλλοτε πάλι κάνουν την εμφάνιση τους και νέες ιδέες που κάνουν μνεία για θέσπιση ενός «ειδικού» σώματος ποινικών δικαστών, οι οποίοι θα εξοπλίζονται με εξειδικευμένες ψυχολογικές, ψυχιατρικές, βιολογικές και αστυνομικές γνώσεις, προκειμένου να μπορούν να διαγνώσουν την ατομική ιδιοσυστασία του δράστη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, φαντάζει μάλλον ακατόρθωτο, καθώς αφενός η μονόπλευρη απασχόληση με τον ποινικό κλάδο θα τους καθιστούσε υπέρμετρα σκληρούς στην απονομή της δικαιοσύνης και αφετέρου θα απαιτούσε υπέρογκες δαπάνες η θέσπιση ενός νέου, αποκλειστικά ποινικού, δικαστικού σώματος.
Συνεπώς, η ιδανική προσέγγιση δεν είναι ούτε αποκλειστικά επαγγελματική ούτε αποκλειστικά λαϊκή. Η δικαιοσύνη πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα συνολικό έργο, στο οποίο η εξειδίκευση και η κοινοτική συμμετοχή συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Προς αυτήν την κατεύθυνση, κινείται και η ελληνική δικαιοσύνη, με το σύστημα της ενότητας ή ταυτότητας των τακτικών-νομικών φορέων της πολιτικής και της ποινικής δικαιοσύνης με ετήσια ή διετή εναλλαγή (roulement) στην υπηρεσία του πολιτικού και του ποινικού κλάδου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020