Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Άραγε, πόσο ενυπάρχουν στη σημερινή κοινωνία ως έννοιες η μαγεία και οι προφητείες; Αποτελούν απλά δύο στοιχεία της φαντασίας μας ή, κάποιες φορές, είναι η μοναδική απάντηση και ταυτόχρονα καθοριστική αιτία στα προβλήματά μας; Στο βιβλίο Η μάντισσα της Daniela Raimondi, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας οικογένειας με έντονο, ιδιαίτερο και —έως και «καταραμένο» θα λέγαμε— παρελθόν.
Η συγγραφέας, γεννημένη το 1956 στη Σέρμιντε, πόλη της επαρχίας της Μάντοβα (Ιταλία). Το 1980 εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, όπου και σπούδασε ισπανική και λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Οι δέκα ποιητικές της συλλογές έχουν αποσπάσει πολύ σημαντικά βραβεία, μεταξύ των οποίων είναι τα Premio Montale, Premio Sertoli Salis και Premio Mario Luzi.
Η αρχή του νήματος της ιστορίας έγκειται το μακρινό 1800, στην Ιταλία, στο χωριό Στελλάτα, όταν η Βιόλκα, η όμορφη τσιγγάνα με τις μαντικές ιδιότητες και τη δυναμική προσωπικότητα, ερωτεύεται τον καταθλιπτικό και ονειροπόλο Τζάκομο Καζάντιο. Η σχέση είναι εξαρχής ανεπιθύμητη από την οικογένεια Καζάντιο, λόγω της καταγωγής της νύφης και των υπερφυσικών ιδεών της, αλλά τα προβλήματα δεν τελειώνουν εκεί. Ο Τζάκομο είναι ένας άνθρωπος με φαντασία και όνειρα, αλλά και με περίσσεια θλίψη μέσα του, που ούτε ο έρωτας που ένιωθε για τη γυναίκα του ούτε ο ερχομός του παιδιού του του έφεραν τη γαλήνη και την ευτυχία, μόνο προσωρινή ανακούφιση από τον χρόνιο και αθεράπευτο πόνο.
Από αυτούς τους δύο ξεκινά, λοιπόν, ένας μακραίωνος δρόμος για τις επόμενες γενιές Καζάντιο με διττή υπόσταση: από τη μία τα κορακίσια μάτια και το έντονο βλέμμα, με τα πυκνά μαύρα μαλλιά και το σκούρο δέρμα με μαντικές, προφητικές ικανότητες και ένα ιδιαίτερο χάρισμα επικοινωνίας με τους νεκρούς. Από την άλλη, τα καταγάλανα μάτια, με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και δέρμα και ένα ύπουλο στοιχείο χαρακτήρα: τα όνειρα και η φιλοδοξία για μία μεγάλη, άπιαστη ζωή. Αυτά είναι τα αίτια της δυστυχίας που θα βιώσουν οι απόγονοι των δύο εραστών.
Φυσικά, η Βιόλκα το είχε προβλέψει ξεκάθαρα: όποιος έχει μεγάλους στόχους στην οικογένεια και φέρει το «μικρόβιο» της ονειροπόλησης, είναι καταδικασμένος σε μία ζωή με βαθιές δυστυχίες, τραύματα και καταβλητικές δυσκολίες. Τα χρόνια περνάνε, οι κεντρικοί ήρωες εναλλάσσονται και η κακοτυχία επαναλαμβάνεται. Η οικογενειακή κληρονομιά μεταβιβάζεται χωρίς καμία εύνοια ή επιείκεια και, κυρίως, χωρίς να μαθαίνουν από τα λάθη του παρελθόντος. Άλλωστε, γιατί να πιστέψουμε τα λόγια μία απλής τσιγγάνας μάντισσας;
Σύντομα, όμως, αυτό το βάρος γίνεται κτήμα τους, η σκιά της προφητείας δεν σείεται και τα λόγια της προγόνου παραμένουν ανεξίτηλα στο μυαλό όλων. Οι οδηγίες ήταν ρητές, αλλά κανένας δεν τις ακούει: να αποφεύγετε τα μεγάλα όνειρα. Όνειρα που δεν αφορούσαν πάντα την εγκατάλειψη του χωριού για μία πιο μεγάλη πόλη, ούτε την άσκηση ενός καλού επαγγέλματος. Μπορεί να περιορίζονταν σε έναν παράνομο έρωτα, σε μία στιγμή ηδονής που οδηγεί σε ανεπανόρθωτα λάθη. Η τιμωρία, με τη μορφή του θανάτου, έρχεται πάντα στην ώρα της για να τους θυμίζει το ποιοι είναι και ποια είναι η μοίρα τους.
Αυτό το μυθιστόρημα πρόκειται για ένα ταξίδι στην πορεία του χρόνου, που ξεκινάει το 1800 και φτάνει μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα ταξίδι στο πεπρωμένο ενός γενεαλογικού δέντρου με ρίζες στο «προπατορικό αμάρτημα» του Τζάκομο και της Βιόλκα που θα τους συνοδεύει για όλη τους τη ζωή. Τελικά, οι ρίζες μας, έστω και με ένα κειμήλιο προκατάληψης και ένα κατακάθι του θανάτου, μπορούν να μας επηρεάζουν για καιρό αργότερα, όταν οι παλιοί θα έχουν φύγει και οι καινούργιοι δεν θα έχουν γεννηθεί ακόμη…