Του Χάρη Χρυσανθοπούλου,
Η φήμη των Kοζάκων είναι έντονα διαδεδομένη και πέρα από τα βιβλία ιστορίας. Ο ρομαντισμός του ατρόμητου πολεμιστή από τις στέπες που μάχεται πάνω στο άλογό του για την διαρκή ελευθερία του έχει συγκινήσει πλήθος ανθρώπων τους τελευταίους αιώνες. Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να τους συγκρίνει με τους αρχαίους Σπαρτιάτες ή με τους σαμουράι της Ιαπωνίας. Αντίστοιχα, μάλιστα, με τους Σπαρτιάτες και τους σαμουράι, έτσι και οι σύγχρονοι απόγονοι των Κοζάκων διεκδικούν την ιστορική τους ταυτότητα. Από την ποπ κουλτούρα μέχρι τις πανεπιστημιακές αίθουσες, οι γενναίοι αυτοί πολεμιστές με την ιδιαίτερη κουλτούρα και τον συναρπαστικό τρόπο ζωής τους, ελκύουν το ενδιαφέρον.
Η ακριβής προέλευση των Κοζάκων είναι ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα τους ιστορικούς. Υπάρχουν ελάχιστα αρχεία για τους Κοζάκους πριν τον 16ο αιώνα. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή για την καταγωγή τους είναι πως ήταν πληθυσμοί μικτής εθνικής καταγωγής, προερχόμενοι από Ανατολικούς Σλάβους, Τούρκους και Τατάρους, οι οποίοι εγκατασταθήκαν στην νότια Ουκρανία και στη νότια Ρωσία στα τέλη του Μεσαίωνα (13ος αιώνας).
Οι κοινωνίες των Κοζάκων αποτελούσαν μια χαλαρή ομοσπονδία, ανεξάρτητη αρχικά από τις γειτονικές δυνάμεις όπως το Χανάτο της Κριμαίας και το Μεγάλο Δουκάτο της Μόσχας. Στα πρώτα χρόνια ύπαρξής τους οι κοινωνίες αυτές λειτουργούσαν δημοκρατικά. Ο ηγέτης, ο αταμάν (ή όπως λεγόταν αργότερα, χετμάν) εκλεγόταν και ασκούσε θητεία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να μην είναι ποτέ σε θέση να καταχραστεί την εξουσία που του είχε δοθεί. Οι κοινωνίες των Κοζάκων ανέκαθεν ήταν στρατιωτικοποιημένες, με τα μέλη της να λαμβάνουν στρατιωτική εκπαίδευση και να είναι σε θέση να οργανωθούν άμεσα προκειμένου να αντιμετωπίσουν κάποια εχθρική δύναμη. Πράγματι χάρη σε αυτόν τον τρόπο ζωής, οι Κοζάκοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η θέση της γυναίκας στις κοινωνίες αυτές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί (για τα δεδομένα της εποχής πάντα) σημαντική. Οι Κοζάκοι εκτός από τις πολεμικές κινητοποιήσεις, δραστηριοποιούνταν επίσης στο κυνήγι, στην γεωργία, στο ψάρεμα και στο εμπόριο. Οι Κοζάκοι ασπάστηκαν την ανατολική ορθοδοξία.
Σταδιακά οι περισσότερες Κοζάκικες περιοχές κατά τον 17ο αιώνα πέρασαν σε ρωσικό έλεγχο (συνθήκη του Περεγιάσλαβ το 1654). Σύντομα το ρωσικό κράτος χρησιμοποίησε τις δυνάμεις των Κοζάκων προκειμένου να επεκτείνει τα σύνορά του στην Σιβηρία, στον Βόλγα και τους ποταμούς Ουράλ και Τερεκ. Η ρωσική αυτοκρατορία, τον 18ο αιώνα, βασιζόταν στην πίστη των Κοζάκων στον αυτοκράτορα προκειμένου να επεκτείνει τα σύνορά της και να τα προστατεύσει. Αυτό ήταν αντίθετο με την μέχρι τότε εικόνα των Κοζάκων, οι οποίοι παρουσιάζονταν ως μαχητές της ελευθέριας και της ανεξαρτησίας τους. Πολλές εξεγέρσεις πραγματοποιήθηκαν από τους Κοζάκους εναντίον του αυτοκρατορικού καθεστώτος, αλλά καταπνίγηκαν.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, τα έθνη των Κοζάκων είχαν σχηματιστεί σε μια στρατιωτική τάξη, η οποία αποτελούσε μερικά από τα πιο ικανά σώματα στρατού ξηράς που κατείχε η αυτοκρατορία. Σε αντάλλαγμα για την στρατιωτική τους θητεία, η αυτοκρατορική κυβέρνηση παρείχε στους Κοζάκους ιδιαίτερα φορολογικά προνόμια. Την περίοδο εκείνη οι Κοζάκοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους πολέμους στους οποίους έλαβε μέρος η αυτοκρατορία. Με την συμβολή τους στους ναπολεόντειους πολέμους και στην ιδιαίτερη αντίσταση κατά των Γάλλων (πράγματι ακόμα και ο ίδιος ο Ναπολέοντας αναγνώρισε την αξία τους), οι Κοζάκοι αρχίσαν να βλέπονται σαν λαϊκοί Ρώσοι ήρωες, οι οποίοι κατείχαν ιδιαίτερη σύνδεση με τον αυτοκρατορικό οίκο των Ρομανόβ. Αυτή την εικόνα την ασπάστηκε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού των Κοζάκων.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το τσαρικό καθεστώς άρχισε να χρησιμοποιεί μονάδες Κοζάκων ως παραστρατιωτική αστυνομική δύναμη. Η επιλογή των Κοζάκων ως όργανα της τάξης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το γεγονός πως οι κοινότητες τους παρέμεναν σχετικά αποκομμένες από τον υπόλοιπο πληθυσμό της αυτοκρατορίας. Οποιαδήποτε επαναστατικά κινήματα θα ήταν δύσκολο να πάρουν με το μέρος τους τους Κοζάκους.
Στην ρωσική επανάσταση του 1905, η οποία ξεκίνησε από την διεθνή ταπείνωση που προκάλεσε η ήττα της ρωσικής αυτοκρατορίας στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905) οι Κοζάκοι χρησιμοποιήθηκαν από τον Τσάρο Νικόλαο Β’ προκειμένου να σταματήσουν τις διαδηλώσεις και να καταπνίξουν τα επαναστατικά στοιχεία. Αργότερα, το 1914, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μονάδες Κοζάκων χρησιμοποιήθηκαν για άλλη μια φορά. Η προηγμένη τεχνολογία όμως των αυτόματων όπλων σύντομα ανέδειξε την αναποτελεσματικότητα τέτοιων μονάδων ιππικού στο μέτωπο. Καθ’ όλη την διάρκεια του πολέμου, οι Κοζάκοι χρησιμοποιούνταν στα μετόπισθεν για την συγκέντρωση λιποτακτών και την παροχή συνοδείας σε αιχμαλώτους.
Το 1917 όταν ξεκίνησε η ρωσική επανάσταση οι Κοζάκοι δεν ήταν σε θέση να προστατέψουν το τσαρικό καθεστώς, το οποίο κατέρρευσε άμεσα. Αργότερα το ίδιο έτος, όταν οι μπολσεβίκοι με πραξικόπημα κατέλαβαν την εξουσία, οι Κοζάκοι ήταν οι πρώτοι που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το νέο καθεστώς (αν και ορισμένοι, φτωχότεροι Κοζάκοι ασπάστηκαν την ιδεολογία των μπολσεβίκων). Τα μέρη όπου κατοικούσαν οι Κοζάκοι έγιναν σύντομα βάσεις των Λευκών στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο. Οι τακτικές λεηλασίας ωστόσο των Κοζάκων δημιούργησαν σοβαρό πλήγμα στην υποστήριξη προς τους λευκούς. Συγκεκριμένα στην Ουκρανία ομάδες Κοζάκων πραγματοποίησαν πογκρόμ κατά εβραϊκών πληθυσμών. Το σοβιετικό καθεστώς, στα πρώτα έτη ύπαρξης του, προχώρησε σε μια φάση αποκοζακοποίησης. Χιλιάδες Κοζάκοι, κυρίως νεαροί άνδρες, εγκατέλειψαν την Ρωσία προκειμένου να ξεφύγουν από το κομμουνιστικό καθεστώς. Το 1932-1933 ο λιμός γνωστός ως Holodomor έπληξε την ΕΣΣΔ, με τις περιοχές όπου ζούσαν Κοζάκοι να πλήττονται περισσότερο. Το γεγονός ότι ο λιμός έπληξε περισσότερο τις αγροτικές περιοχές τις οποίες κατοικούσε η πλειοψηφία των Κοζάκων είχε ως αποτέλεσμα των θάνατο έως και ενός εκατομμύριου από αυτούς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η σοβιετική ηγεσία χαλάρωσε τα μέτρα κατά των Κοζάκων και προχώρησε σε δημιουργία Κοζάκικων σωμάτων στρατού. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Σοβιετική Ένωση, πολλοί Κοζάκοι υπηρέτησαν στον κόκκινο στρατό ενώ άλλοι, όντας εχθρικοί προς το σοβιετικό καθεστώς προχώρησαν σε κάποια συνεργασία με τους Γερμανούς.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σοβιετικές κοζάκικες μονάδες διαλυθήκαν και πολλοί Κοζάκοι σοβιετικοί έπαψαν να διατηρούν την ιδιαίτερη ταυτότητα τους. Άλλοι Κοζάκοι, εκτός των συνόρων της ΕΣΣΔ, κυρίως στην Αμερική, φρόντιζαν να κρατάνε ζωντανές τις παραδώσεις και τα έθιμα του λαού τους, πολλές φορές εκφράζοντας την αντίθεση τους στο σοβιετικό κράτος. Στα τέλη της δεκαετίας του 80 η πολιτική μεταρρύθμιση του σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έδωσε την ευκαιρία για αναβίωση των κοζάκικων εθνικών παραδόσεων. Σύντομα σημαντικός αριθμός Κοζάκων επέστρεψε στα πάτρια εδάφη του. Σήμερα καταγράφονται περίπου 5 εκατομμύρια Κοζάκοι σε όλο τον κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cossack, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Cossacks in the Russian Federation, minorityrights.org, Διαθέσιμο εδώ