Της Βασιλικής Ήσυχου,
Ας γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, στον καιρό που τα παιδιά έπαιζαν ξέγνοιαστα στις αλάνες, όταν αντί για ηχορύπανση, ακούγονταν αθώα, ανέμελα γέλια. Στην εποχή που αντί για τσιμέντο υπήρχαν ανθισμένοι, μοσχομυριστοί δρόμοι και αντί για καχύποπτους, απρόσωπους περαστικούς συναντούσες ανθρώπους λιτούς, απένταρους αλλά ταυτόχρονα και εσωτερικά πλούσιους. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν, στον «Χρυσό αιώνα της δημιουργικότητας», τότε που μια πέτρα φάνταζε πολύτιμη και αποτελούσε ακόμα μια αφορμή για παιχνίδι!
Πράγματι, οι παλαιότεροι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν ένα φανταχτερό παιχνίδι όπως την έχουμε σήμερα. Ωστόσο είχαν τη φαντασία να το δημιουργήσουν! Ένα από αυτά τα παιχνίδια είναι και τα πεντόβολα (πεντέλιθα, πεντεγούλια, αλεκατρίδες, αλεκαφίδες, πετράδια). Πρόκειται για ένα ομαδικό παιχνίδι, με τις ρίζες του στα αρχαία χρόνια. Παίζεται από δύο ή περισσότερους παίχτες, που ο καθένας χρησιμοποιεί πέντε βόλους, βοτσαλάκια ή πετραδάκια. Οι παίχτες κάθονται αντικριστά ο ένας με τον άλλον και τοποθετούν τους τέσσερις από τους πέντε βόλους μπροστά τους, ενώ τον τελευταίο τον κρατούν στη χούφτα του χεριού τους.
Έπειτα, ρίχνουν κλήρο, για το ποιος θα ξεκινήσει πρώτος να παίζει. Αυτός που τελικά έχει σειρά, πετά τον βώλο που έχει στο χέρι. Με το ίδιο χέρι, πρέπει να πιάσει τόσο τον βόλο που έριξε, και έναν ακόμα που βρίσκεται στο έδαφος. Έπειτα, αφήνει τον ένα βόλο, κρατά τον άλλον στη χούφτα του και τον πετά πάλι στην προσπάθεια να τον πιάσει μαζί με τον επόμενο από τους βόλους που βρίσκονται στο πάτωμα. Αν τα καταφέρει με όλους τους βόλους, τότε ξεκινάει να παίζει και ο επόμενος παίχτης. Όποιος συγκεντρώσει τον μεγαλύτερο αριθμό βότσαλων, είναι ο νικητής. Όταν λήξει ο γύρος, ή ακόμα και αν έρθει ο αγώνας σε ισοπαλία, ο επόμενος γύρος θα εφαρμοστεί σε αυστηρότερους κανόνες, αυξάνοντας τη δυσκολία του παιχνιδιού. Στον δεύτερο γύρο, τα παιδιά πρέπει να πιάσουν δυο από τους τέσσερις βόλους από το πάτωμα, μαζί με αυτόν που πετάνε ψηλά. Στον τρίτο προσπαθούν να πιάσουν τρεις, και πάει λέγοντας, ακολουθώντας το ίδιο μοτίβο και στους άλλους γύρους.
Ένα άλλο εξίσου γνωστό και αγαπημένο παιχνίδι ήταν το «Δεν περνάς κυρά Μαρία». Παίζεται ως εξής: Τα παιδιά πιάνονται από τα χέρια, σχηματίζοντας έναν κύκλο. Με λάχνισμα, επιλέγεται ένα παιδί που στέκεται στη μέση: Πρόκειται για την κυρία Μαρία! Όταν επιλεχθεί, λοιπόν, αρχίζουν οι υπόλοιποι να περπατούν χοροπηδητά γύρω-γύρω και να τραγουδούν, ενώ η κυρία Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους. Τότε ξεκινάει ο παρακάτω χαρακτηριστικός διάλογος:
ΠΑΙΔΙΑ: Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, δεν περνάς. Δεν περνάς κυρά Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Θε να πάω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ. Θε να πάω εις τους κήπους, δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις εις τους κήπους, δεν περνάς, δεν περνάς. Τι θα κάνεις εις τους κήπους, δεν περνάς, περνάς!
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Θα μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ. Θα μαζέψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις τις βιολέτες, δεν περνάς, δεν περνάς. Τι θα κάνεις τις βιολέτες, δεν περνάς, περνάς!
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Θα τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ. Θα τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, δεν περνάς. Και ποια είναι η καλή σου, δεν περνάς, περνάς!
ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ: Η καλή μου είν’ η […] (π.χ. Στέλλα), δεν περνώ, δεν περνώ. Η καλή μου είν’ η […] (π.χ. Στέλλα), δεν περνώ, περνώ!
Ένα τρίτο παράδειγμα ικανό να σκιαγραφήσει την όρεξη και την ακόρεστη ενέργεια των παιδιών της εποχής για παιχνίδι είναι «Τα μήλα». Σύμφωνα με αυτό το παιχνίδι, δύο παιδιά αποφασίζουν να είναι υπεύθυνα για τα «τέρματα». Έπειτα πρέπει να χαραχτούν δύο γραμμές, με δέκα βήματα απόσταση. Οι δυο αυτές γραμμές αποτελούν τα όρια του τέρματος και από αυτές τις δύο γραμμές στέκονται οι δύο αυτοί παίχτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη γραμμή που πίσω της τοποθετούνται οι υπόλοιποι παίχτες. Με κλήρο ορίζουν ποιο από τα δύο τέρματα θα ρίξει πρώτο την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα υπόλοιπα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού να τρέχουν από τη μία άκρη στην άλλη, με απώτερο σκοπό την αποφυγή της σύγκρουσης με τη μπάλα. Αν ο παίχτης που πετάξει τη μπάλα δεν πετύχει κάποιον, τότε βγαίνει και περιμένει πίσω από την αριστερή γραμμή. Τότε πετάει τη μπάλα ο άλλος παίχτης.
Όταν ένα παιδί πιάσει με τα χέρια μια μπάλα από αυτές που πετάει το τέρμα, τότε κερδίζει ένα «μήλο» ή αλλιώς μια «ζωή», σε περίπτωση που το κάψει μια μπαλιά στο μέλλον. Μπορεί να συλλέξει αυτά τα μήλα ή να τα χαρίσει σε κάποιον άλλον. Όταν χτυπηθεί, χάνει και από ένα μήλο. Όταν μείνει μόνο ένας παίχτης στο κέντρο, τότε αρχίζουν τα πραγματικά «μήλα». Τα δύο τέρματα αρχίζουν να ρίχνουν απανωτά και στοχευμένα τη μπάλα στον απομείναντα για δώδεκα συνεχόμενες φορές. Αν ο παίχτης καταφέρει να τις αποφύγει τότε είναι πράγματι ο νικητής του παιχνιδιού!
Τα παραπάνω παιχνίδια, αποτελούν παράδειγμα ενός λαού μαχητή, που ακόμα και σε περιόδους δύσκολες, κατάφερε να δημιουργήσει, να φανταστεί και να εκφραστεί. Έτσι, σε αυτά, έχει αποτυπωθεί ο ελληνικός χαρακτήρας, η ελληνική νοοτροπία και ο πολιτισμός. Είναι η κατάλληλη ευκαιρία, με αυτήν την αφορμή, να αναβιώσουμε αυτές τις αναμνήσεις, μοιράζοντας τις στιγμές μας με αγαπημένα μας άτομα, ίσως και πιο μεγάλα ηλικιακά, και να αφιερώσουμε χρόνο να τιμήσουμε τις εποχές εκείνες, αλλά και τη γενικότερη φιλοσοφία, που κρύβεται κάτω από την ανεπεξέργαστη επιφάνεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παραδοσιακά παιχνίδια, talcmag.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Παλιά ξεχασμένα παιχνίδια, opaliouriotis.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ.