Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο προ των πυλών η ελληνική κυβέρνηση πιστεύοντας πως ο πόλεμος ήταν άνισος ετοιμαζόταν για την αντιμετώπιση των συνεπειών. Μέρος των συζητήσεων αποτέλεσε και η διαφύλαξη της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας. Ο Ιωάννης Μεταξάς μιλώντας στις 28 Οκτωβρίου προς τους υπουργούς εξέθεσε την άποψη του, πως η απειλή δεν ήταν μόνο η Ιταλία αλλά ή γρήγορα θα ερχόταν και η στιγμή που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τις γερμανικές δυνάμεις και την πιθανή κατάληψη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, φαινόταν πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον της Ελλάδας. Προς την άποψη αυτή, της κατάληψης της χώρας από τον εχθρό, έπρεπε να προσαρμόσει το κράτος τις άμεσες ενέργειες του, παρά το ότι στη συνέχεια οι νίκες κατά των Ιταλών φαινόταν να διαψεύδουν τον πρωθυπουργό αποφασίστηκε εξαρχής να διαλυθούν τα μουσεία και τα εκθέματα να εξασφαλιστούν με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην κινδυνεύσουν από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και στη χειρότερη περίπτωση από την κατάληψη της Ελλάδας από τους εχθρούς. Δηλαδή δεν έπρεπε να είναι τα αρχαία εύκολα προσιτά στους μελλοντικούς κατακτητές, κατά της διάρκεια της κατοχής η απόκρυψη των αρχαίων αποδείχθηκε ευεργετική.
Το Υπουργείο Παιδείας, με εγκύκλιο στις 11 Νοεμβρίου 1940, έδωσε στους εφόρους λεπτομερείς οδηγίες για τον τρόπο προστασίας των αρχαιοτήτων. Ταυτόχρονα σχηματίστηκαν με υπουργικές αποφάσεις επιτροπές απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων των μουσείων του κράτους και ο συντονισμός του έργου των επιτροπών ανατέθηκε στον καθηγητή της αρχαιολογίας και γραμματέα της αρχαιολογικής εταιρείας Γεώργιο Οικονόμου. Η επιτροπή αυτή από την 28η Οκτωβρίου έως τον Μάιο του 1941 φρόντιζε για την απόκρυψη των αρχαίων, με την βοήθεια των φυλάκων αρχαιοτήτων, των λίγων τεχνικών της υπηρεσίας, των εργατών και λίγων ξένων αρχαιολόγων. Τα αρχαία των μεγάλων μουσείων ασφαλίστηκαν σε τόπους γνωστούς, οι οποίοι όμως ήταν δύσκολα προσβάσιμοι. Τους γνώριζε πλήθος ανθρώπων αρχαιολόγοι, τεχνίτες, εργάτες ακόμη και ξένοι, στην απόκρυψη των εκθεμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου βοήθησαν ο Άγγλος Alan Wace και Γερμανός Otto Walter. Από τα αρχαία του Εθνικού Μουσείου τα μεγάλα χάλκινα αγάλματα συσκευάστηκαν το καθένα ειδικά με αδιάβροχα περιτυλίγματα, πισσόχαρτα και τοποθετήθηκαν σε κιβώτια πισσαρισμένα εσωτερικά και εξωτερικά για να προφυλαχτούν από την υγρασία. Η κεραμική και τα αντικείμενα μικροτεχνίας φυλάχτηκαν συσκευασμένα σε κιβώτια στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου. Τα πολύτιμα χρυσά τοποθετήθηκαν σε κιβώτια και φυλάχτηκαν στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος μαζί με τα αντικείμενα του μουσείου παραδόθηκαν στην τράπεζα συσκευασμένα τα ευρήματα της ανασκαφής Δελφών του 1939, ελεφάντινα, χρυσά και χάλκινα εκθέματα.
Τα γλυπτά ασφαλίστηκαν τα περισσότερα στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου σκεπάστηκαν με άμμο και άλλα στις φυλακές του Σωκράτους. Τα πολύ μεγάλα αγάλματα και ανάγλυφα τάφηκαν για δεύτερη φορά σε τάφρους, που ανοίχτηκαν στις ίδιες τις αίθουσες που ήταν εκτεθειμένα όπως ο Ερμής της Άνδρου, οι κούροι του Σουνίου και πολλά άλλα. Ορισμένα αρχαία τα οποία κρίθηκαν πως δεν ήταν αρκετά σημαντικά έμειναν στις άδειες, ερημωμένες αίθουσες. Η συσκευασία και εξασφάλιση των νομισμάτων του νομισματικού μουσείου άρχισε με προφορική εντολή που δόθηκε στις 28 Οκτωβρίου. Στις 2 Νοεμβρίου ήταν έτοιμα είκοσι κιβώτια τα οποία κατατέθηκαν την ίδια ημέρα στην τράπεζα της Ελλάδος, στις 4 Νοεμβρίου κατατέθηκαν αλλά δεκαοχτώ κιβώτια και στις 10 του ίδιου μήνα είχε ολοκληρωθεί ο εγκιβωτισμός όλων των πολύτιμων αρχαίων του μουσείου σε εξήντα ένα κιβώτια.
Τα γλυπτά του μουσείου Ακροπόλεως φυλάχτηκαν σε διάφορες κρύπτες, στο ίδιο το μουσείο ανοίχτηκε «μεγάλος λάκκος» εντός της αίθουσας του Παρθενώνα, τα εκθέματα του μουσείου Ολυμπίας παρουσίασαν μεγάλα προβλήματα και χρειάστηκαν τη μεγαλύτερη φροντίδα, τα πολύτιμα αντικείμενα του Βυζαντίου Μουσείου μεταφέρθηκαν σε πέντε κιβώτια, στις 28 Οκτωβρίου 1940 στην τράπεζα της Ελλάδος και κάποια άλλα φυλάχτηκαν στην τράπεζα της Ελλάδος κάποια που θεωρήθηκαν λιγότερο σημαντικά τοποθετήθηκαν στις αίθουσες του υπόγειου του μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας. Τα αρχαία του μουσείου Κορίνθου τα αγγεία και μικροτεχνήματα συσκευάστηκαν επιμελώς και τοποθετήθηκαν στις προθήκες από τις οποίες αφαιρέθηκαν τα κρύσταλλα και αντικαταστάθηκαν με σανίδες. Ορισμένα γλυπτά ασφαλίστηκαν στο Ασκληπιείο και τα υπόλοιπα τοποθετήθηκαν στο δάπεδο της αίθουσας των γλυπτών και προστατεύτηκαν με σάκους άμμου. Τα χρυσά, αργυρά και τα ευπαθή αρχαία του μουσείου Θηβών συσκευάστηκαν σε κιβώτια και φυλάχτηκαν στο θησαυροφυλάκιο του υποκαταστήματος της εθνικής τράπεζας της πόλης. Όσον αφορά το μουσείο Σπάρτης τα ευρήματα φυλάχτηκαν σε υπόγειο καταφύγιο που ανοίχτηκε στον κήπο του μουσείου.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τα μουσεία της βρέθηκαν σχεδόν άδεια, τουλάχιστον οι αίθουσες έκθεσης. Από τα αρχαιολογικά μουσεία της Αθήνας, Κεραμεικού, Ακροπόλεως, εθνικό, το πρώτο άνοιξε πάλι έπειτα από απαίτηση των Γερμανών αρχαιολόγων οι οποίοι ήθελαν να συνεχίσουν τις μελέτες τους και να το επιδεικνύουν στα στρατεύματα τους ως έργο γερμανικό. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Schonebeck ζήτησε από τον αρχαιολόγο Κεραμόπουλο με έγγραφο να αρχίσουν από την υπηρεσία ενέργειες για το άνοιγμα του μουσείου του Κεραμεικού το οποίο είχε σύντομα δυσάρεστες συνέπειες. Το απόγευμα της Κυριακής 9 Νοεμβρίου 1941, κατά την διάρκεια ξενάγησης Γερμανών αξιωματικών κλάπηκε πήλινος μελανόμορφος πίνακας που εικόνιζε πρόθεση νεκρού, το συμβάν θεωρήθηκε ασήμαντο και δεν θεωρήθηκε σκόπιμο να αναφερθεί στο υπουργείο. Η Ακρόπολη υπήρξε ο χώρος όπου εκδηλώθηκε όλη η αυθαιρεσία των κατακτητών, πλήθος μικρών ζημιών καταγγέλονταν σχεδόν καθημερινά αλλά το υπουργείο ήταν αρκετά ανίσχυρο έτσι ώστε να επιβάλει κάποιου είδους ενέργειες για την αποκατάσταση τους. Η μόνιμη παραμονή στρατιωτικών στην Ακρόπολη είχε γενικότερες δυσμενείς συνέπειες για τα μνημεία. Οι Ιταλοί πρώτοι κατέλαβαν το μουσείο και αφού ερεύνησαν το γραφείο του διευθυντή εγκαταστάθηκαν σε αυτό. Στις αίθουσες των αρχαϊκών αετωμάτων εγκατέστησαν το πλυντήριο τους και το μαγειρείο και το υπόλοιπο μουσείο μεταβλήθηκε σε στρατώνα. Ο βράχος μετατράπηκε σε στρατιωτική περιοχή, μαγειρείο ακόμα και αποχωρητήριο δεν παρέλειψαν ακόμα να αποσπάσουν αρχιτεκτονικά μέλη για αναμνηστικά ή να χαράζουν τα ονόματα τους στα μάρμαρα των μνημείων.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής υπήρχε η μερίμνα για την δημιουργία ειδικής υπηρεσίας προστασίας των μνημείων της τέχνης, που θα δρούσε και ως σύνδεσμος με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές (Befehlshaberb Sudgriechenland, Referat Kunstschutz). Προϊστάμενος της ορίστηκε ο συνταγματάρχης Hans Ulrich bon Schonebeck, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τα ρωμαϊκά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Σώζονται κάποιες επιστολές του προς τον καθηγητή αρχαιολογίας Andreas Rumpf, στις οποίες αναφέρει πως δεν υπάρχουν ζημιές στα αρχαία και επίσης προκύπτει πως υπάρχει έντονη δραστηριότητα των Γερμανών αρχαιολόγων σχετικά με την έκδοση φυλλαδίων – οδηγών των αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας. Κάποια από τα εκθέματα εντοπίστηκαν και ξεθάφτηκαν βίαια, μεταξύ των όποιων τα αρχαία του μουσείου Κεραμεικού, αρκετά χαλκά του μουσείου Ολυμπίας, ο Ηνίοχος των Δελφών που μεταφέρθηκε στην Αθήνα αλλά και γλυπτά της Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί μετά την κατάληψη της χώρας, πέτυχαν την χορήγηση αεροπλάνου από τον Goring για την αεροφωτογράφιση των αρχαιολογικών χώρων και σχεδίαζαν τη δημιουργία μιας μεγάλης υπηρεσίας για την προστασία των αρχαίων, με την οποία ήθελαν να νομιμοποιήσουν τις εργασίες τους, παρακάμπτοντας συγχρόνως την ελληνική υπηρεσία.
Η επιμονή των Γερμανών στην αποκάλυψη των κρυμμένων αρχαίων για την αποφυγή βλάβης από την υγρασία ανάγκασε τον Κεραμόπουλο να απαντήσει για του υπουργού ότι η ελληνική κυβέρνηση έχεις άλλες προτεραιότητες και ότι η ανασύσταση των μουσείων περνά σε δεύτερη μοίρα. Οι Γερμανοί παρά τις αντιρρήσεις των Ελλήνων, εφάρμοζαν το πρόγραμμα τους. Στις 26 Αυγούστου 1941 ο Κεραμόπουλος διαμαρτύρεται προς το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο την Kunstschutz για τις παράνομες ανασκαφές του Stossel στη Θεσσαλονίκη την 1η Δεκεμβρίου ο Hans Reinerth, ο προϊστάμενος του τμήματος προϊστορίας της Reichsbund fur Deutsche Borgeschichte, ανακοίνωσε στο υπουργείο μια τρισέλιδη έκθεση του τα αποτελέσματα των ανασκαφών του στην Θεσσαλία. Την 1η Απριλίου 1942 οι Γερμανοί επανέρχονται στο ζήτημα της αποκάλυψης των αρχαίων των μουσείων και του ελέγχου της κατάστασης τους. Εκφράζοντας την ανησυχία των «επιστημονικών κύκλων» για την τύχη των αρχαίων, που βρίσκονται θαμμένα επί δύο χειμώνες.
Τόσες δεκαετίες μετά, η Ελλάδα ακόμα δεν γνωρίζει με ακρίβεια ως προς το πόσες αρχαιότητές της εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής ευρήματα από εκείνα που οι Έλληνες δεν πρόλαβαν να κρύψουν. Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα, εκατοντάδες αρχαιότητες που αρπάχτηκαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποιού την κατοχή βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε διεθνούς έννοιας δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βασίλειος Χ. Πετράκος (2012), Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο: 1940-1944, Αθήνα: έκδοση της αρχαιολογικής εταιρεία.