19.1 C
Athens
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 938 ΚΠολΔ

Η αναστολή εκτελέσεως του άρθρου 938 ΚΠολΔ


Της Στέλλας Κίζυλη,

Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί μία άμεση και δραστική επέμβαση στην προσωπική και περιουσιακή σφαίρα του οφειλέτη, η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι βέβαιες και ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του δανειστή. Για τον λόγο αυτόν, η διαδικασία της εκτελέσεως υπόκειται σε αυστηρές διατυπώσεις, η κυριότερη εκ των οποίων είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. Στην πολυδιάστατη αυτή διαδικασία, όμως, δεν προστατεύεται μόνο ο επισπεύδων, αλλά εξίσου και ο καθ’ ου η εκτέλεση. Για τον λόγο αυτόν, ο νομοθέτης, προασπίζοντας τα συμφέροντα αμφότερων, ανέχεται επεμβάσεις των δημοσίων οργάνων στην ιδιωτική σφαίρα, μόνο εφόσον τηρούνται οι αυστηρές διατυπώσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αποσκοπώντας στην επίτευξη μιας επιθυμητής εξισορρόπησης.

Στο πλαίσιο αυτό, όταν ανακύπτουν λόγοι, οι οποίοι δυνάμενοι να προβληθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, ο νομοθέτης εισήγαγε τον θεσμό της αναστολής εκτελέσεως. Ως αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης νοείται η περιέλευση της εκτελεστικής διαδικασίας σε ακινησία, σε «πάγωμα», στο σημείο που βρισκόταν πριν επιβληθεί η αναστολή, με σκοπό την αποτροπή της βλάβης του οφειλέτη η και του τρίτου από τη συνέχισή της. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η αναστολή εκτέλεσης δίνεται από το δικαστήριο για την αποτροπή της βλάβης αυτής κατά το διάστημα που εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας ανακοπής και όχι αυτοδικαίως με την άσκηση της τελευταίας. Αν δε η εκτέλεση έχει ήδη συντελεσθεί, η αίτηση για χορήγηση αναστολής καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: inproperstyle

Ως προς τη νομική της φύση, η αναστολή εκτέλεσης, βάσει της ορθής και επικρατούσας άποψης, αποτελεί μέτρο προσωρινής έννομης προστασίας και όχι ασφαλιστικό μέτρο υπό την έννοια των άρθρων 682 ΚΠολΔ επ. Δεδομένου ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν ενδιάμεσο στάδιο της διαγνωστικής δίκης και συνδέονται άμεσα με αυτήν, η εκδοθείσα απόφαση παρέχει μεν έννομη προστασία, η οποία, όμως, παύει να ισχύει με την έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Έτσι, η παρεχόμενη από τα ασφαλιστικά μέτρα προστασία χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής, ακριβώς γιατί αποβλέπει στη δημιουργία εκτελεστού τίτλου. Αντίθετα, η αναστολή εκτέλεσης, παρά το γεγονός ότι αποτελεί και αυτή ενδιάμεσο στάδιο της δίκης της ανακοπής, προϋποθέτει την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου και αποτελεί μέσο άμυνας του καθ’ ου η εκτέλεση απέναντι στις ιδιαιτερότητες της εκτελεστικής διαδικασίας και δη στη βεβαιότητα που προσφέρει η ύπαρξη του εκτελεστού τίτλου.

Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 938 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ειδικά για την περίπτωση της κατάσχεσης ακινήτου ότι «Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου δεν εφαρμόζεται η παρ. 1, η δε άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση», συνάγονται οι προϋποθέσεις της αναστολής.

Ειδικότερα, απαιτείται η άσκηση ενδίκου μέσου κατά της απόφασης, η οποία απέρριψε την ανακοπή του άρθρου 933 η 936 ΚΠολΔ και η πιθανολόγηση ευδοκίμησής του. Έτσι, το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο κατά της ανακοπής και κατά κύριο λόγο η έφεση, μπορεί να διατάξει τη χορήγηση αναστολής, εφόσον εξετάσει το παραδεκτό της έφεσης. Φυσικά, θα στερούταν νοήματος η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης, στην περίπτωση που το ένδικο μέσο απορριφθεί ως απαράδεκτο ελλείψει πλήρωσης των προϋποθέσεων του παραδεκτού. Βέβαια, για την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης δεν αρκεί το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, αλλά απαιτείται και εξέταση του παραδεκτού και βασίμου των λόγων του και πιο συγκεκριμένα η πιθανολόγηση ευδοκίμησης έστω και ενός από τους προβληθέντες λόγους.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: mohamed_hassan

Τέλος, για τη χορήγηση της αναστολής απαιτείται η στοιχειοθέτηση κινδύνου επελεύσεως ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα, η οποία ανάγεται σε αυτοτελή και ανεξάρτητη προϋπόθεση. Η βλάβη νοείται ως ανεπανόρθωτη, όταν, σε περίπτωση ακύρωσης της πράξης εκτέλεσης που προσβλήθηκε με την ανακοπή, δε θα είναι πλέον δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και δη στην περίπτωση δημιουργίας οριστικών καταστάσεων, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να υφίστανται και μετά την ακύρωση της πράξης και σχετίζονται με την απώλεια εμπράγματων δικαιωμάτων. Η εκτίμηση δε για την επέλευση τέτοιας βλάβης επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ η αίτηση για τη χορήγηση της αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία του πλειστηριασμού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη
Στέλλα Κίζυλη
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.