Της Σόνιας Βαλαβανίδη,
Κατάκοπα κορμιά, σημαδεμένα ανεξίτηλα από το μαστίγιο του χρόνου. Χέρια ρυτιδιασμένα, τρεμάμενα, που «διψούν» για ανθρώπινη επαφή. Πρόσωπα χαμένα στη λήθη του παρελθόντος αναπολούν τα περασμένα μεγαλεία, απεμπολώντας το παρόν που σπαράζει την ψυχή τους. Βλέμματα γεμάτα παράπονα και ένα αναπάντητο γιατί κρεμάμενο στα χείλη τους, το οποίο χάνεται στα κύματα αδιαφορίας του κόσμου. Σε μια κοινωνία υποκριτική που βαυκαλίζεται την ισότιμη μεταχείριση των ανθρώπων, αυτοί οι άνθρωποι μένουν στην αφάνεια ζώντας σε συνθήκες εξαθλίωσης είτε σε οίκους ευγηρίας είτε απομονωμένοι στα σπίτια τους. Η ερώτηση που πλανάται στον αέρα και χάνεται μέσα στους πολύβουους δρόμους της ζωή μας είναι το πώς φτάσαμε να κακοποιούμε τους ανθρώπους που μας ανέθρεψαν.
Η συζήτηση αυτή δεν είναι εύκολη. Οι εικόνες με ηλικιωμένους δεμένους, αποστεωμένους και λίγο προτού αφήσουν την τελευταία τους πνοή στοιχειώνει τις ζωές μας. Η πρώτη απορία που ξεχειλίζει από μέσα μας σχετίζεται με τους συγγενείς των ατόμων αυτών. Θα περίμενε κανείς τα παιδιά τους ή κάποια κοντινά τους πρόσωπα να αναλάβουν την φροντίδα τους ή έστω να ελέγχουν αυτούς που τους φροντίζουν. Δυστυχώς, σε ένα μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων αυτό δεν συμβαίνει. Σημείο των καιρών, επιφανειακότητα στις σχέσεις, θεοποίηση του χρήματος, λανθασμένη διαχείριση της γονεϊκότητας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σχέση γονιού-παιδιού ή όλα αυτά μαζί είναι οι λόγοι της συναισθηματικής αποξένωσης των παιδιών. Απόρροια αυτής της αποξένωσης συνιστά η αδιαφορία. Αδιαφορία για το πώς ζει ο γονιός, αν νιώθει μόνος, αν έχει προβλήματα ή ακόμα αν στον οίκο ευγηρίας στον οποίο διαμένει κακοποιείται συστηματικά. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά κακοποίησης που έρχονται στο φως. Μοναξιά, θλίψη, αδυναμία σίτισης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ξυλοδαρμός από τα παιδιά τους ή τους φροντιστές τους στους λεγόμενους οίκους «ευτυχίας» αποτελούν συχνό φαινόμενο της εποχή μας. Αξίζει να σταθούμε για ένα λεπτό στη σχέση γονιού-παιδιού. Εάν αυτή η σχέση δε χτιστεί πάνω σε γερά θεμέλια τότε το οικοδόμημα της σχέσης καταρρέει από τις σεισμικές δονήσεις της καθημερινότητας. Προφανώς, αυτές οι σκέψεις συγκροτούν την προσωπική οπτική των γεγονότων. Ο καθένας από εμάς εξάγει τα συμπεράσματά του έχοντας ως άξονα τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και τις προσωπικές εμπειρίες του.
Από τη στιγμή που τα κοντινά πρόσωπα των ηλικιωμένων σφυρίζουν αδιάφορα τι πράττει το κράτος-πρόνοιας; Ποιες δικλείδες ασφαλείας εφαρμόζει για τη σωματική και ψυχική ακεραιότητά τους; Πιθανολογώ πως καμία κρίνοντας από τα περιστατικά βίας που κλιμακώνονται όλο και περισσότερο. Ο έλεγχος των «κολαστηρίων», όπου φυλακίζονται ψυχές, θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα του κράτους και η τιμωρία όσων πράττουν αδικήματα σε βάρος άλλων να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Αδιαμφισβήτητα η οικονομική αρωγή, η ψυχοσυναισθηματική κάλυψη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κρίνεται ως η βασικότερη υποχρέωση του κράτους. Πέρα, όμως, από την κρατική μέριμνα εμείς πόσο πραγματικά ενδιαφερόμαστε για αυτήν την κοινωνική ομάδα; Σε θεωρητικό επίπεδο όλοι συμπάσχουμε μαζί τους. Πρακτικά, βέβαια, μήπως απλώς κρύβουμε τα κεφάλια μας κάτω από τα παπλώματα των προβλημάτων μας ακόμη και όταν γνωρίζουμε πώς κάποιος ηλικιωμένος κακοποιείται;
Αφήνοντας τις τελευταίες λέξεις να ξεχυθούν από το ερμάρι του μυαλού μου, μόνο μια εικόνα κινητοποιεί τη σκέψη μου, τα μάτια που βυθισμένα στη θλίψη αγναντεύουν τη ζωή που έζησαν και μοιρολογούν τη ζωή που περνούν. Σκεφτόμαστε, άραγε, ποτέ πως κάποια στιγμή ίσως βρεθούμε και εμείς στη θέση τους;