Της Χριστίνας Μωραΐτη,
Η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του δικαιώματος στη ζωή και του δικαιώματος στην έκτρωση αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με τα όρια της ανθρώπινης ζωής και τη νομική αντίληψη του εμβρύου από το δίκαιο. Σύμφωνα με αυτή, το έμβρυο δεν γίνεται αντιληπτό ως ανθρώπινη ζωή, αλλά ούτε και ως πλήρες υποκείμενο δικαίου. Από νομική σκοπιά το ζήτημα αναφορικά με το δικαίωμα στην άμβλωση είναι εξαιρετικά πολύπλοκο.
Αρχικά, σε ό,τι αφορά στο πρόσωπο της εγκύου, το νόημα που προκύπτει από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 5 του Συντάγματος, η οποία αναφέρεται στην «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας» είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει την ελευθερία να αποφασίσει αν θα αποκτήσει ή όχι τέκνα, ενώ το άρ. 5 παρ. 2 κατοχυρώνει, όπως αναφέρεται παραπάνω, το δικαίωμα στη ζωή. Αναφορικά με το έμβρυο, είναι γεγονός ότι βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος, δεν του αναγνωρίζονται τα ίδια δικαιώματα με τους ήδη γεννημένους ανθρώπους και κατά συνέπεια στερείται του δικαιώματος στη ζωή, όπως διατυπώνεται στο άρ. 5 παρ. 2. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Αστικού Κώδικα, η ζωή ξεκινάει μετά τη γέννηση και τελειώνει με τον θάνατο και, κατά το άρθρο 36, τα μοναδικά δικαιώματα που του αναγνωρίζονται είναι κληρονομικής φύσης «αν γεννηθεί ζωντανό».
Επιπλέον, αναλύσεις της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 επιβεβαιώνουν ότι το δικαίωμα στη ζωή δεν επεκτείνεται και στα έμβρυα. Ως η πρώτη διακήρυξη του δικαιώματος στη ζωή, το άρθρο 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περιορίζει συγκεκριμένα το δικαίωμα αυτό σε όσους έχουν «γεννηθεί». Στην πραγματικότητα, ο όρος «γεννήθηκε» χρησιμοποιήθηκε σκόπιμα για να αποκλείσει το έμβρυο ή οποιαδήποτε άλλη προγεννητική εφαρμογή των εν λόγω άρθρων. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι μια προτεινόμενη τροποποίηση για την αφαίρεση του όρου και την προστασία του δικαιώματος στη ζωή από τη στιγμή της σύλληψης, απορρίφθηκε.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται και από το ότι, όποτε κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχουν εγερθεί αξιώσεις με αίτημα την προστασία του αγέννητου παιδιού δυνάμει του άρθρου 2, τα όργανα του ΕΔΔΑ επανειλημμένα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι: «Εάν το άρθρο 2 κατοχύρωνε με τρόπο αποκλειστικό και απόλυτο την προστασία του εμβρύου, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι οι αμβλώσεις είναι απαράδεκτες σε κάθε περίπτωση και χωρίς περιορισμούς, ακόμη και όταν η συνέχιση της εγκυμοσύνης θα συνεπαγόταν σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή των εγκύων γυναικών[,]» «και αυτό θα σημαίνει ότι η «αγέννητη ζωή» του εμβρύου θα θεωρούταν ως ανώτερης αξίας από τη ζωή της εγκύου γυναίκας». Με τη δήλωση αυτή, το ΕΔΔΑ άφησε να εννοηθεί ότι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της γυναίκας στη ζωή, ως ήδη ανεπτυγμένης τόσο βιολογικά όσο και νομικά οντότητας, υπερισχύουν έναντι των συμφερόντων του εμβρύου.
Το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα
Με τον πιο πρόσφατο Νόμο 1609/1986, γίνεται πλέον σαφές ότι ο νομοθέτης διαβαθμίζει την προστασία της ζωής του εμβρύου και τη διαφοροποιεί πλήρως από αυτή του γεννηθέντα ανθρώπου. Με αυτόν μειώθηκε σημαντικά η ποινή που απειλούταν για την αυτάμβλωση και για την κατά συνήθεια τέλεση των αμβλώσεων που ενέταξε στον Ποινικό Κώδικα, καθώς και για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε ένα χρονικό διάστημα 12 εβδομάδων, στο οποίο η άμβλωση παραμένει ατιμώρητη. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα η έγκυος, χωρίς να χρειάζονται επιπλέον ενδείξεις, μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα για το αν επιθυμεί τη συνέχιση ή τη διακοπή της εγκυμοσύνης.
Στον ισχύοντα ποινικό κώδικα, στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της ζωής, υπάρχουν και τα άρθρα 304, 304Α και 305, τα όποια ρυθμίζουν το θέμα της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης, προστατεύοντας τη ζωή και την υγεία του εμβρύου, καθώς και το δικαίωμα της εγκύου να αποφασίζει αν θα αποκτήσει παιδί ή όχι. Θα ασχοληθούμε κυρίως με το άρθρο 304, και ειδικότερα με τις παραγράφους 3 και 4 αυτού, που υπογραμμίζουν τις σημαντικότερες αλλαγές.
Άρθρο 304
Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
[…..]
3.Έγκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να τη διακόψει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος.
4.Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από γιατρό μαιευτήρα – γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Δεν έχουν συμπληρωθεί 12 εβδομάδες εγκυμοσύνης β) Έχουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγεται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερες εβδομάδες γ) Υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται σχετική βεβαίωση και του κατά περίπτωση αρμοδίου γιατρού δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
Τα άκρα όρια στον ευρωπαϊκό χώρο: Η περίπτωση της Μάλτας και της Αγγλίας
Η –έστω και χρονικά περιορισμένη— ελευθερία επιλογής, την οποία κατοχυρώνει ο Έλληνας νομοθέτης, δίνοντας στη γυναίκα τη δυνατότητα να τερματίσει την εγκυμοσύνη της, τηρουμένων και ορισμένων άλλων προϋποθέσεων, κατά τις 12 πρώτες βδομάδες, δεν αποτελεί μια αυτονόητη πραγματικότητα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η Μάλτα, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004, έχει υιοθετήσει και εφαρμόσει τις πολιτικές και τις κατευθυντήριες γραμμές της με κάποιες μικρές, αλλά εξαιρετικά σημαντικές, εξαιρέσεις. Όσον αφορά το ζήτημα της έκτρωσης, η Μάλτα παραμένει έως σήμερα μία από τις ελάχιστες χώρες του κόσμου που υιοθετεί απαγορευτική στάση.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τον εθνικό νόμο της Μάλτας, η έκτρωση απαγορεύεται ακόμη και στις περιπτώσεις όπου κινδυνεύει η ζωή της μητέρας. Η πολιτική της χώρας δεν επιτρέπει την έκτρωση ούτε χάριν διαφύλαξης της ψυχικής και σωματικής υγείας, ούτε ακόμη και στην περίπτωση βιασμού. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα της Μάλτας, το άτομο που θα εκτελέσει παράνομα μια τέτοια διαδικασία υπόκειται σε 18 μήνες φυλακής, που μπορεί να επεκταθούν μέχρι και τα 3 χρόνια. Καμία δικαιολογία δεν γίνεται αποδεκτή στο ζήτημα αυτό, καθώς οι ελάχιστες εξαιρέσεις που υπήρχαν αφαιρέθηκαν από τον Ποινικό Κώδικα του κράτους το 1981. Ακόμη και η Ιρλανδία που θεωρείται μία από τις συντηρητικότερες ευρωπαϊκές χώρες στο θέμα αυτό, επιτρέπει την έκτρωση, εάν αυτή κρίνεται απαραίτητη για τη διαφύλαξη της ζωής της μητέρας. Ωστόσο, η Μάλτα μαζί με τη Δομινικανή Δημοκρατία, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Νικαράγουα, τη Χιλή και το Βατικανό αποτελούν το μικρό ποσοστό των χωρών παγκοσμίως που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την έκτρωση ως έγκλημα, ως κάτι μη αποδεκτό, ως κάτι που δεν επιδέχεται καν συζήτηση.
Στον αντίποδα βρίσκονται η Αγγλία, η Σκωτία και η Ουαλία, όπου ο νόμος περί αμβλώσεων του 1967 κατέστησε την άμβλωση νόμιμη θέτοντας ελάχιστους περιορισμούς. Πιο συγκεκριμένα, είναι δυνατή η άμβλωση μέχρι τις 23 εβδομάδες και 6 ημέρες της κύησης, ενώ, παράλληλα, δεν τίθεται κάποιο όριο για τη διακοπή της κύησης στην περίπτωση ισχυρών ενδείξεων θανατηφόρας εμβρυϊκής ανωμαλίας ή σημαντικού κινδύνου για τη ζωή της γυναίκας, εάν συνεχίσει την εγκυμοσύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ελισάβετ Μπέσιλα –Μακρίδη, Η Συνταγματική προβληματική της άμβλωσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1992
- Σπύρος Βλαχόπουλος, Χατζηβασιλείου Εύανθης, Διλήμματα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, Εκδόσεις Πατάκη, 2019
- Ελισάβετ Συμεωνίδου –Καστανίδου, Η άμβλωση ως πρόβλημα του Ποινικού Δικαίου , Εκδόσεις Σάκκουλα, 1984
- Malta’s paradox: A beacon of gay rights that bans abortion, bbc.com, διαθέσιμο εδώ
- Abortion ban in Malta: the EU’s last standing ban?, euronews.com, διαθέσιμο εδώ