Της Σταματίνας Βόντα,
Είναι πασιφανές ότι τα φαινόμενα βίας και υποβάθμισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχουν αυξηθεί ραγδαία τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, καθημερινά βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση, ως μέλη της ελληνικής κοινωνίας, να δεχόμαστε καταιγισμό ειδήσεων μέσω των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, οι οποίες παρουσιάζουν περιστατικά που προκαλούν αποστροφή και αποτροπιασμό. Πώς, όμως, επεξεργάζεται ο μέσος κοινωνός αυτά τα δεδομένα και έως σε ποιο βαθμό τον επηρεάζουν στη ψυχολογία του;
Έχει παρατηρηθεί ότι η σωρεία και η ταχύτητα, με την οποία τα αρνητικά γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, εξωθούν τον λήπτη αυτών των πληροφοριών, ήτοι την ελληνική κοινωνία, να διαμορφώσει μια ιδιάζουσα απάθεια. Αυτό σημαίνει ότι, προτού προλάβει το άτομο να δεχθεί, να επεξεργαστεί, να κατανοήσει και να δομήσει άποψη για το εκάστοτε συμβάν, στο προσκήνιο εμφανίζεται το επόμενο, αφήνοντάς το με ημιτελή εικόνα για το πρώτο. Με λίγα λόγια, το πρώτο δυστυχές περιστατικό δεν προλαβαίνει να «χαραχτεί» στον ψυχικό κόσμο του ατόμου και κατά συνέπεια «ξεχνιέται» πιο εύκολα δίνοντας τη θέση του στην επόμενη, πιο πρόσφατη είδηση.
Βέβαια, υπάρχει και μια έτερη θέση ως προς το αίτιο αυτής της κοινωνικής στάσης. Αυτή η θεωρία τοποθετεί την κοινωνική απάθεια υπό το πρίσμα της κοινωνικής εξαθλίωσης, στην οποία έχουν περιέλθει οι σύγχρονες κοινωνίες και η οποία ερείδεται στην οικονομική δυσπραγία και τη χαμηλή στάθμη του πνευματικού επιπέδου τους. Τα μέλη της κοινωνίας έχουν, δυστυχώς, τρόπον τινά αποδεχθεί αυτήν την ιδιαίτερης μορφής δυστοπία και έχουν «συμφιλιωθεί» με τις εικόνες βίας, ακριβώς, επειδή καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους και προβάλλονται με αυτήν την «κανονικότητα» από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Σε αυτήν την τελευταία διαπίστωση θα ήταν συνετό να προστεθεί ακόμη ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της πρακτικής των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το οποίο είναι η απίστευτα ταχεία και ευχερής μεταπήδηση από το ένα ζήτημα στο επόμενο, κατά κύριο λόγο σκανδαλοθηρικά και προκειμένου να επιτυγχάνουν και να διατηρούν μεγάλη απήχηση στο ευρύ κοινό. Αυτή η τελευταία συμπεριφορά, όμως, ακολουθείται προφανώς δημαγωγικά και αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη.
Ο μέσος κοινωνός καθίσταται με αυτόν τον τρόπο έρμαιο των δημοσιογραφικών πηγών, περιέρχεται σε ένα καθεστώς αβελτηρίας και «ατροφεί» η ενσυναίσθησή του, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για τα διάφορα κοινωνικά φαινόμενα που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του και ακόμη περισσότερο για την ουσιώδη αντιμετώπισή τους. Επίσης, σιγά-σιγά αναπτύσσει αυτήν την απάθεια, η οποία εν ολίγοις τον οδηγεί στο να σοκάρεται στιγμιαία για ένα γεγονός της επικαιρότητας και έπειτα να το ξεχνά, χωρίς αυτό να αφήνει κανένα «αποτύπωμα» στη συνείδηση και στη ψυχολογία του, όταν σταματά να απασχολεί την κοινή γνώμη και έχει εμφανιστεί κάτι νέο.
Εντούτοις, είναι έτσι; Ή μήπως αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι και εκείνη που «σημαδεύει» περισσότερο τον ψυχικό κόσμο του ατόμου; Βέβαιο είναι ότι, ενώ η κοινωνική ευαισθησία με τους όρους «political correctness» και «inclusivity» κάνει βήματα μπροστά με διεκδικήσεις που συμβάλλουν στην προστασία της ανθρώπινης αξίας θεωρητικά, η πραγματική κοινωνική ευαισθησία, αυτή του απλού ατόμου στην καθημερινή ζωή, είναι ίσως πιο αγκυλωμένη από ποτέ. Αυτό, συνεπώς, που βιώνει η κοινωνία μας συνιστά «καρκινωματική» ανάπτυξη.