Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
«…Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
Ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
Χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
Άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια….»
(Κ. Καρυωτάκης, «Ανδρείκελα»)
Η Τέχνη, και ειδικότερα η λογοτεχνία, άλλοτε λειτουργεί ως ύμνος για τη νοητική δύναμη του ανθρώπου που του εξασφαλίζει πνευματική ελευθερία και άλλοτε ως ελεγεία για την υποταγή του σε κάποια αναπόδραστη μοίρα που καθορίζεται άνωθεν. Κατά πόσο, λοιπόν, ο άνθρωπος συνιστά άθυρμα μιας προδιαγεγραμμένης τύχης και κατά πόσο υφαίνει ο ίδιος το υφαντό της ζωής του; Και αν το πεπρωμένο του είναι προκαθορισμένο, ποια είναι αυτή η «ανώτερη δύναμη», που υπερβαίνοντας τα ανθρώπινα όρια, διαπλάθει το μέλλον του;
Ξεκινώντας από το ποίημα του Βάρναλη Οι μοιραίοι, ψυχανεμιζόμαστε ήδη από τους πρώτους στίχους του ποιήματος το ζοφερό του πνεύμα: βρισκόμαστε σε μια υπόγεια ταβέρνα που ασφυκτιά από τους καπνούς των τσιγάρων και τα υβριστικά λόγια των θαμώνων. Συντίθεται, λοιπόν, εξ αρχής, το σκηνικό μιας μίζερης συνάθροισης στην ταβέρνα μιας φτωχογειτονιάς, οι κάτοικοι της οποίας βρίσκουν ως μόνη παραμυθία τη διαφυγή στο ποτό. Το ποίημα εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, που βρίθει από την ανέχεια και την κατήφεια, οι οποίες με την τυραννική τους δύναμη, κατατρύχουν την ανθρώπινη ψυχή («Ω! πόσο βάσανο μεγάλο / Το βάσανο είναι της ζωής!»). Όλο αυτό το έρεβος συσκοτίζει τον ψυχισμό και το νου των ηρώων του Βάρναλη και τους στερεί τη δυνατότητα να «γευθούν» την ομορφιά της φύσης και της ζωής: το γαλάζιο της θάλασσας, τον απέραντο ουρανό, τη μαγεία της αυγής, τα γαρύφαλλα του δειλινού.
Στη συνέχεια, απαριθμούνται οι πηγές της θλίψης του καθενός: ο πατέρας του ενός είναι παράλυτος, η γυναίκα κάποιου άλλου ετοιμοθάνατη, ο γιος ενός εξ αυτών φυλακισμένος, ενώ η κόρη κάποιου εκδίδεται στο Γκάζι. Με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύονται οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των οικονομικά ασθενών και κοινωνικά περιθωριοποιημένων στρωμάτων, τα οποία αποδίδουν αυτές τις αιμορροούσες πληγές σε ποικίλους παράγοντες: στη μοίρα, στο θείο, στην απερισκεψία τους, στο κρασί. «Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;» ρωτούν με αγωνία οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι της γειτονιάς, αναζητώντας τη γενεσιουργό αιτία των δεινών τους. Οι ήρωες παρουσιάζονται ως τραγικές φιγούρες που αποδέχονται μοιρολατρικά τις άθλιες συνθήκες ζωής τους, είτε μεμψιμοιρώντας είτε μεμφόμενοι τον εαυτό τους ή το αλκοόλ, χωρίς να αναζητούν, όμως, κάποιο τρόπο διαφυγής από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, αναμένοντας κάποιο θαύμα («Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα»). Επιρρίπτουν ευθύνες στον εαυτό τους, όχι επειδή δεν υψώνουν το ανάστημά τους, για να διεκδικήσουν μια βιώσιμη καθημερινότητα, αλλά για τη φτώχεια τους, παραβλέποντας κρατικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που φυσικά δεν είναι άμοιροι ευθυνών.
Οι ήρωες του Βάρναλη παραμένουν σκυφτοί, κατηφείς, απαθείς. Χαρακτηρίζονται από χαμέρπεια («Σαν τα σκουλήκια»), λειτουργούν ως ανδρείκελα των ισχυρών. Έχοντας άρει κάθε αντίσταση απέναντι στην κοινωνικές δυνάμεις που τους καταδικάζουν στην απόγνωση, υποτάσσονται δειλά στη μοίρα τους. Εν προκειμένω, η μοίρα δεν αποτελεί κάποιο θεϊκό σχέδιο για την πορεία της ζωής τους, αλλά μια κοινωνικά καθορισμένη ζωή, που προδιαγράφεται για τα άτομα που γεννιούνται σε μια κατώτερη κοινωνική τάξη. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η μοίρα εδώ είναι αποκύημα ανθρώπινο, κι όχι γνώρισμα κάποιας υπεράνθρωπης δύναμης, ο άνθρωπος μπορεί να την αντιστρατευθεί. Οι ήρωες, όμως, παραδίδονται σε μια ανώφελη μοιρολατρία και σε έναν παράλογο μεσσιανισμό. Θα τολμούσα να πω πως, εναλλακτικά, το ποίημα του Βάρναλη θα μπορούσε να τιτλοφορείται ως «Ριψάσπιδες».
«Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ’ εμείς.»
(Ο. Ελύτης, Ήλιος ο πρώτος)
Σε πλήρη αντίθεση με την απαισιόδοξη χροιά του ποιήματος του Βάρναλη, βρίσκονται οι εν λόγω στίχοι του Ελύτη, σύμφωνα με τους οποίους ο άνθρωπος είναι κύριος της μοίρας του. Διαθέτοντας τη νοητική δύναμη και τον πνευματικό του πλούτο στη φαρέτρα του, ανάγεται σε ένα ανώτερο επίπεδο: σε ένα πλάσμα που διαθέτει τη δύναμη να επιλέγει αυτοβούλως για τη ζωή του, χωρίς να ετεροκατευθύνεται, αίροντας οποιονδήποτε περιορισμό και σμιλεύοντας έναν πακτωλό από όνειρα, στόχους και ελπίδες. Ο άνθρωπος, ως το μόνο ον που έχει επίγνωση της περατότητας της ζωής του, συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά της και την υφαίνει κατά βούληση, προσεγγίζοντας τη θέωση: χτίζει κόσμους, ερωτεύεται, δημιουργεί ζωή, καθορίζει την πορεία του ήλιου, του κόσμου.
«Πρέπει να χτυπούμε, να χτυπούμε τη μοίρα μας, ως ν’ ανοίξουμε πόρτα, να γλιτώσουμε!», σημειώνει ο Καζαντζάκης, τονίζοντας την ανάγκη ο άνθρωπος να απαγκιστρώνεται από τους περιορισμούς που τιτρώσκουν τη ζωή του και, λυτρωμένος πλέον από τα δεσμά της μεμψιμοιρίας, να κατορθώσει να προσπελάσει το ύψιστο αγαθό της πνευματικής ελευθερίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Βάρναλης Οι Μοιραίοι, greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Κώστας Βάρναλης Οι Μοιραίοι, latistor.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ.