Της Άννας Μάρκου,
Όπως όλοι οι πολίτες, έτσι και τα μέλη των εκάστοτε κυβερνήσεων, οφείλουν να υπακούν στους νόμους του κράτους, κατά τη συνταγματική αρχή της ισονομίας (άρθρο 4 παράγρ. 1 του Συντάγματος). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που κάποιο κυβερνητικό στέλεχος, ακόμη και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, τελέσει οποιοδήποτε αδίκημα, θα οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης, ή τουλάχιστον έτσι θα συνέβαινε στα πλαίσια μιας δημοκρατικής, ευνομούμενης πολιτείας, ενός συνταγματικού κράτους δικαίου. Η ιδιαιτερότητα τέτοιων διώξεων εντοπίζεται στην πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας παραπομπής και εκδίκασης αυτών των αδικημάτων, των πράξεων, δηλαδή, που τελέστηκαν από πολιτικό πρόσωπο.
Στο ελληνικό Σύνταγμα, η σχετική διαδικασία προβλέπεται αναλυτικά στο άρθρο 86, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 2011, και εξειδικεύεται περαιτέρω στον νόμο 3126/2003, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον νόμο 3961/2011. Οι δύο αυτοί νόμοι εκδόθηκαν λόγω της νομοθετικής επιφύλαξης που εμπεριέχει η παράγραφος 1 του συνταγματικού άρθρου, η οποία παραπέμπει στον κοινό νομοθέτη για την εξειδίκευση της διαδικασίας. Ως αιτία της θέσπισης ενός ξεχωριστού, ειδικού καθεστώτος προτάσσεται η ανάγκη των μελών της κυβέρνησης να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους, αφού, ειδάλλως, θα μπορούσαν να μηνύονται συνεχώς από ιδιώτες για οποιονδήποτε λόγο.
Ειδικότερα, λοιπόν, το ισχύον σύστημα διερεύνησης της ποινικής ευθύνης κυβερνητικών μελών διαμορφώνεται επί τη βάσει δύο βασικών χαρακτηριστικών. Πρώτον, την πρωτοβουλία για την κίνηση της όλης διαδικασίας έχει πάντα και μόνο η Βουλή, και δεύτερον, η εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων γίνεται από ειδικό ποινικό δικαστήριο.
Ήδη από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 86, απονέμεται στη Βουλή η αποκλειστική αρμοδιότητα για την κίνηση δίωξης εις βάρος νυν, αλλά και πρώην μελών Κυβέρνησης, δηλαδή Πρωθυπουργών και Υπουργών, αλλά και Υφυπουργών, οι οποίοι αναφέρονται χωριστά, διότι δεν ανήκουν στο Υπουργικό Συμβούλιο (άρθρο 81 παράγρ. 1 Συντάγματος). Η δίωξη θα πρέπει να αφορά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως αυτά τούς ανατέθηκαν απευθείας από τον νόμο ή από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς (άρ. 83 Συντάγμ.). Τα καθήκοντα αυτά νοούνται υπό ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνοντας όχι μόνο τα στενά, τυπικά τους καθήκοντα, όπως την υπογραφή υπουργικών αποφάσεων, προεδρικών διαταγμάτων κ.ο.κ., αλλά και την επικοινωνιακή λειτουργία που επιτελούν τα εν λόγω πρόσωπα ως συνδιαμορφωτές της κοινής γνώμης, δεδομένου ότι η Κυβέρνηση αποτελεί –βάσει Συντάγματος– καθοδηγητικό πολιτικό όργανο.
Ακόμα, η πρώτη παράγραφος του ίδιου άρθρου περιλαμβάνει και μία προστατευτική διάταξη για τα κυβερνητικά μέλη, απαγορεύοντας τη θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων, παραπέμποντας, έτσι, μόνο στα αδικήματα που προβλέπονται στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων. Η παράγραφος 2 επιβεβαιώνει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής ως προς την απόφαση δίωξης, ορίζοντας, παράλληλα, πως, αν προκύψει κάποιο στοιχείο για κυβερνητικό μέλος στα πλαίσια οποιασδήποτε άλλης έρευνας, θα πρέπει να διαβιβαστεί αμέσως στη Βουλή.
Η παράγραφος 3, πλέον, προβλέπει την κοινοβουλευτική διαδικασία προκειμένου να εκκινήσει ποινική δίωξη εις βάρος μέλους ή Υφυπουργού της παρούσας ή παρελθούσας κυβέρνησης. Σε πρώτη φάση, θα πρέπει να υποβληθεί πρόταση δίωξης κατά συγκεκριμένου προσώπου για συγκεκριμένο αδίκημα από 30 τουλάχιστον Βουλευτές. Η πρόταση συζητείται στην Ολομέλεια, όπου θα πρέπει 151 Βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ της συγκρότησης Ειδικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Εφόσον συγκεντρωθεί αυτή η απόλυτη πλειοψηφία, η διαδικασία περνά στο δεύτερο στάδιό της. Αφού η Επιτροπή ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση –κατά τη διάρκεια της οποίας έχει όλες τις αρμοδιότητες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών– υποβάλλει το πόρισμά της και πάλι στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει ξανά με απόλυτη πλειοψηφία αν θα πρέπει να ασκηθεί ή όχι δίωξη στο εν λόγω πρόσωπο.
Εδώ, θα πρέπει να σημειωθεί πως, αν το διωκόμενο πρόσωπο είναι και Βουλευτής, η απόφαση της Βουλής για τη δίωξή του εμπερικλείει και την άδεια δίωξης που απαιτεί το άρθρο 62 στα πλαίσια της βουλευτικής ασυλίας. Όλες οι ψηφοφορίες του άρθρου 86 είναι μυστικές σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, ενώ αν απορριφθεί η πρόταση δίωξης ή το πόρισμα της επιτροπής –αν, δηλαδή, δε λάβουν τις ψήφους 151 Βουλευτών– τότε δεν μπορεί να υποβληθεί ξανά πρόταση κατά του ίδιου προσώπου για το ίδιο αδίκημα, εκτός αν βασίζεται σε νέα πραγματικά περιστατικά. Με την ίδια πλειοψηφία η Βουλή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την απόφασή της για άσκηση δίωξης ή να αναστείλει τη διαδικασία σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται, οπότε αυτή παύει οριστικά και δεν μπορεί να ασκηθεί ξανά για κανέναν λόγο.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος 3, σύμφωνα με την οποία, απόφαση δίωξης μπορεί να ληφθεί το αργότερο μέχρι το τέλος της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι αν, για παράδειγμα, ένας Υπουργός της τωρινής Κυβέρνησης διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, η απόφαση δίωξής του θα μπορεί να ληφθεί από τη Βουλή μέχρι τη συμπλήρωση ενός περίπου έτους από την εκλογή της επόμενης Κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη πως η πρώτη τακτική σύνοδος ξεκινά πάντα την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου μετά τις Εκλογές. Ο χρονικός αυτός περιορισμός κρίνεται αφενός αναγκαίος για την προστασία από πολιτικές διώξεις, αφετέρου, όμως, πολλές φορές αποδεικνύεται ανεπαρκής για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 86 αναφέρεται στη συγκρότηση ενός Ειδικού Δικαστηρίου, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων. Η σύνθεση του συγκεκριμένου δικαστηρίου περιλαμβάνει έξι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά του Αρείου Πάγου, οι οποίοι κληρώνονται σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής μετά την άσκηση δίωξης. Για λόγους αυξημένων εγγυήσεων αμεροληψίας, οι δικαστές που κληρώνονται θα πρέπει να έχουν διοριστεί ή προαχθεί στον βαθμό που βρίσκονται πριν την υποβολή της πρότασης δίωξης ενώπιον της Βουλής, πριν καν, δηλαδή, εκκινήσει η όλη διαδικασία. Πριν τη διαδικασία στο ακροατήριο προηγείται ανάκριση από το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο αποτελείται από διαφορετικά μέλη από εκείνα του Δικαστηρίου, τα οποία και πάλι κληρώνονται σε συνεδρίαση της Βουλής, προκειμένου να εκδώσουν βούλευμα για την παραπομπή ή όχι του διωκόμενου στο ακροατήριο. Εάν το Δικαστικό Συμβούλιο εκδώσει απαλλακτικό βούλευμα, η διαδικασία τερματίζεται αμετάκλητα, αφού το βούλευμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.
Ομοίως, και η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αυτομάτως αμετάκλητη. Αξίζει να διευκρινιστεί πως τυχόν συμμέτοχοι του διωκόμενου θα πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση της Βουλής για την άσκηση δίωξης και συμπαραπέμπονται στο Ειδικό Δικαστήριο μόνο αν παραπεμφθεί σε αυτό ο Υπουργός. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η Βουλή απορρίψει το πόρισμα της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση και δεν ασκήσει δίωξη στον Υπουργό, τότε η ευθύνη των συμμετόχων θα διερευνηθεί από τα τακτικά ποινικά δικαστήρια.
Ολοκληρώνοντας, η δίωξη πολιτικών προσώπων για εγκλήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είναι ίσως κάτι σπάνιο, πλην, όμως, έχει εξαιρετικά βαρύνουσα σημασία, αφού αποδεικνύει πως η οικονομική και πολιτική δύναμη, η θέση ή το αξίωμα κάποιου, δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να λογοδοτήσει για όσα έπραξε –αλλά και για όσα ενδεχομένως παρέλειψε να πράξει ως όφειλε– κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ωστόσο, είναι προφανές πως το ισχύον σύστημα είναι ιδιαίτερα προστατευτικό για τα διωκόμενα πολιτικά πρόσωπα, ίσως περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Ενδεικτικά, πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, αξίζει να αναφερθούμε και σε κάποιες ακόμα προστατευτικές ρυθμίσεις που προβλέπουν οι δύο νόμοι που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 86, όπως το γεγονός πως δεν επιτρέπεται να εκδοθεί σε βάρος του διωκόμενου πολιτικού ένταλμα βίαιης προσαγωγής, σύλληψης ή προσωρινής κράτησης, κι έτσι μπορούν να του επιβληθούν μόνο περιοριστικοί όροι, ενώ, τέλος, αν του επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή για πλημμέλημα, αυτή μετατρέπεται σε χρηματική. Το ερώτημα που προκύπτει τελικά, είναι ποιόν οφείλει η έννομη τάξη να προστατεύσει καταρχήν; Τους κυβερνώμενους ή τους κυβερνώντες;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014