14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΔιενέργεια επαχθών ανακριτικών πράξεων: Tο παράδειγμα της ανάλυσης DNA

Διενέργεια επαχθών ανακριτικών πράξεων: Tο παράδειγμα της ανάλυσης DNA


Της Βασιλικής Φώτη,

Ο στόχος της ανακριτικής διερεύνησης κάθε υπόθεσης είναι διττός: Η έγκαιρη συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων αφενός, ώστε να προσδιορισθεί το πώς θα εξελιχθεί περαιτέρω η ποινική διαδικασία, και αφετέρου ο επισταμένος έλεγχος για την ανίχνευση της βασιμότητας της κατηγορίας στην προδικασία, ούτως ώστε, αν από το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, η υπόθεση να κλείσει σε ένα πρώιμο στάδιο, χωρίς ο ύποπτος να λάβει την ιδιότητα του κατηγορουμένου.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο και για τους ανωτέρω λόγους, λαμβάνουν χώρα και οι λεγόμενες επαχθείς ανακριτικές πράξεις, όπως ενδεικτικά είναι η ανάλυση DNA ή η ηλεκτρονική παρακολούθηση με συσκευές ήχου και εικόνας της δραστηριότητας κάποιων υπόπτων και κατηγορουμένων. Έχει διαπιστωθεί ότι κατά τη διενέργεια των επαχθών αυτών ανακριτικών πράξεων συγκρούονται  δύο αντίρροπα θεωρητικά ρεύματα: Το πρώτο απορρέει από την Καντιανή ηθική, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτελεί «αυτοσκοπό» και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζεται ως μέσο. Το δεύτερο δε πηγάζει από την ωφελιμιστική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι η ανακάλυψη ενός εγκλήματος ωφελεί μακροπρόθεσμα την κοινωνία συλλήβδην και για τον λόγο αυτό κάθε ατομικό δικονομικό και αξιακό δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου πρέπει να υποχωρεί.

Συναφώς, καθίσταται σαφές ότι κατά τη διενέργεια των επαχθών αυτών ανακριτικών πράξεων συγκρούονται εκρηκτικά πολλά αξιακά μεγέθη: Από τη μία πλευρά, γίνεται αντιληπτό ότι μια δημοκρατική πολιτεία, προκειμένου να ικανοποιήσει τον ύψιστο σκοπό της, που δεν είναι άλλος από την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η οποία ανέκαθεν βασιζόταν στην ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας, είναι υποχρεωμένη να ενεργοποιήσει κάθε ελεγκτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ίδια δημοκρατική πολιτεία δεν είναι και πάλι υποχρεωμένη να προστατεύει την αξία του κάθε ανθρώπου – πολίτη της, ώστε ο τελευταίος να μην καθίσταται ένα ευάλωτο «άθυρμα» και η ίδια η πολιτεία να μη μετατρέπεται σε μια ολοκληρωματική οντότητα; Με άλλα λόγια, μπορεί μεν η ανάλυση DNA ενός υπόπτου να οδηγήσει στην εξέλιξη της ροής της ποινικής διαδικασίας, ήτοι να αποδειχθεί αν μπορεί να προσλάβει ο ίδιος την ιδιότητα του κατηγορουμένου, όμως τί συμβαίνει στην περίπτωση που αυτό δεν αποδειχθεί; Δεν καταπατάται βάναυσα η γενετική του ταυτότητα και περαιτέρω το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της αξίας του ως ανθρώπου (άρθρα 4 παράγραφος 1 και 5 Σ);

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Rodolfo Clix

Περαιτέρω και μέσα σε αυτό το ως άνω γενικότερο πλαίσιο, ας εξετάσουμε την τεχνική λήψης DNA ως μια μορφή πραγματογνωμοσύνης, και πρωτίστως ας παραθέσουμε τον εννοιολογικό ορισμό του όρου αυτού: Ως γενετικό υλικό, ορίζεται «κάθε υλικό βιολογικής προέλευσης, όπως π.χ. αίμα, σάλιο, τρίχες, σπέρμα κ.λπ., του οποίου η ανάλυση επιτρέπει την πρόσβαση στο ανθρώπινο DNA, δηλαδή στη χημική ουσία του δε(σ)οξυριβονουκλεϊκού οξέος που ενυπάρχει στα 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων κάθε σωματικού κυττάρου και ενσωματώνει πολύτιμες, διαχρονικής αξίας γενετικές πληροφορίες».

Η λήψη γενετικού υλικού ως ανακριτική πράξη ενεργοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 στην Αγγλία από τον γενετιστή Alec Jeffreys, σε μια προσπάθεια εξιχνίασης μιας υπόθεσης βιασμού και ανθρωποκτονίας δύο κοριτσιών. O Jeffreys υποστήριξε ότι η μέθοδος του DNA θα μπορούσε επιτυχώς να οδηγήσει στην ανεύρεση των δραστών του ειδεχθούς αυτού εγκλήματος. Ακολούθως, οι αγγλικές αστυνομικές αρχές, ύστερα από τη συναίνεση της νεοσύστατης τότε Αγγλικής Εισαγγελίας, προέβησαν στο εξής παράδοξο συνάμα δικονομικά πρωτοφανές φαινόμενο: Η αστυνομία ζήτησε να προσέλθουν εθελοντικά 5.500 άτομα (κάτοικοι μιας ολόκληρης περιοχής!!!) και να δώσουν δείγμα DNA. Όλοι σαφώς υπάκουσαν στις εντολές των αστυνομικών αρχών, πλην ενός, για τον οποίο όμως παρήχθη ένα «οιονεί τεκμήριο ενοχής». Αντιστοιχία των δειγμάτων DNA που ελήφθησαν με τα δείγματα DNΑ των θανόντων κοριτσιών μπορεί να μην υπήρξε, όμως για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά χρονικά ένας τόσος μεγάλος αριθμός προσώπων υπέστη μια τόσο εξαιρετικά επώδυνη προσβολή στο δικαίωμα της πληροφορικής του αυτοδιάθεσης.

Και εδώ τίθενται τα εξής καίρια ερωτήματα: Ήταν νομιμοποιημένες οι αστυνομικές αρχές της Αγγλίας να προβούν σε ένα τέτοιο επαχθές μέτρο, όταν για κανένα από τα 5.500 άτομα που διέθεσαν τις γενετικές τους πληροφορίες, δε συνέτρεξαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής (όπως εξάλλου υπαγορεύει η θεμελιώδης δικονομική αρχή του προσήκοντος βαθμού των υπονοιών ενοχής);

Οι απαντήσεις των Ευρωπαίων νομοθετών στα ανωτέρω ερωτήματα θα έλεγε κανείς ότι περιείχαν «οργουελιανού είδους» προσεγγίσεις. Αυτό το συνάγει κανείς, αν αναλογιστεί ότι μετά το ανωτέρω συμβάν που έλαβε χώρα στην Αγγλία, το Συμβούλιο της Ευρώπης προέβη στην κατάρτιση ενός μη νομικά δεσμευτικού κειμένου, ονόματι «Σύσταση NoR (92)», που πραγματευόταν την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων και βάσει του οποίου επιτρεπόταν η ανάλυση DNA προκειμένου να προκύψει η ταυτοποίηση του υπόπτου ακόμα και στο πλαίσιο διερεύνησης τυχόν αξιόποινων πράξεων. Αρκούσε, δηλαδή, κανείς να έτυχε να βρεθεί έστω και συγκυριακά στον τόπο τέλεσης ενός εγκλήματος για να διαταχθεί σε βάρος του ένα τόσο επαχθές μέτρο. Στην Αιτιολογική Έκθεση δε της ίδιας Σύστασης και συγκεκριμένα στο άρθρο 38 αναφερόταν ρητώς το εξής: «Έχουν εμφανιστεί υποθέσεις κατά τις οποίες η συλλογή γενετικού υλικού είχε ληφθεί από πρόσωπα τα οποία δεν ήταν ούτε θύματα, ούτε ύποπτοι. Έτσι είχε ληφθεί γενετικό υλικό από ολόκληρο τον πληθυσμό ενός χωριού. Εάν ο εθνικός νόμος επιτρέπει τέτοιου είδους διαδικασίες (μαζικών αναλύσεων DNA), τότε η προκειμένη Σύσταση έχει εφαρμογή και σε αυτές τις διαδικασίες».

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: katrin bolovtsova

Ακόμα και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) είχε σιωπήσει για το εν λόγω θέμα. Βέβαια, στην υπόθεση Case Jalloh v. Germany έκρινε ότι η επιβολή επαχθών ανακριτικών μέτρων εναντίον του υπόπτου, ακόμα και όταν ο ίδιος δε συναινεί, είναι δικαιολογημένη στο μέτρο που δεν οδηγεί στην πρόκληση σοβαρών κινδύνων για την υγεία του προσώπου αυτού.

Κατά τη γνώμη μου, η Σύσταση NoR (92), η Αιτιολογική Έκθεση αυτής, όπως και η σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ είναι ιδιαίτερα προβληματικές, ενώ περιβάλλονται από ένα εκτεταμένο δικαιοκρατικό έλλειμμα, καθόσον μέσω αυτών παραβιάζεται κατάφωρα η θεμελιώδης αρχή της αναλογικότητας και σαφώς η βασική δικονομική αρχή της ύπαρξης του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ενοχής. Επιπλέον, μέσω αυτών γίνεται επιτρεπτό οι Ευρωπαίοι πολίτες να καθίστανται έρμαια ως προς τη διάθεση του ίδιου του σώματός τους, υποβαλλόμενοι σε μέτρα εξαιρετικά δυσμενή χωρίς μάλιστα να υφίσταται η ύπαρξη ενός ανώτερου επιτακτικού σκοπού που να δικαιολογεί την επιβολή των εν λόγω μέτρων.

Ο Ευρωπαίος νομοθέτης, λοιπόν, δεν επιδίωξε την ανεύρεση μιας πανευρωπαϊκής λύσης για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Αντίθετα, εναπόθεσε τη ρύθμιση αυτού στους εθνικούς νομοθέτες. Έτσι, ενδεικτικά, ο Ιταλός νομοθέτης κατοχύρωσε στο άρθρο 224 του Κώδικα της Ιταλικής Ποινικής Δικονομίας (C.P.P.) ως απαραίτητη προϋπόθεση (η έλλειψη της οποίας συνεπάγεται την ακυρότητα της ανακριτικής πράξης) για τη λήψη γενετικού υλικού την ύπαρξη αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, η οποία να εξειδικεύει τους λόγους για τους οποίους προβάλλει ως αδήριτο ένα τέτοιο επαχθές μέτρο. Η Γερμανική Δικονομία από την άλλη, επιχείρησε να νομιμοποιήσει τις ομαδικές αναλύσεις DNA, θέτοντας τους εξής δύο όρους: πρώτον, να υπάρχει γραπτή συγκατάθεση του δότη του γενετικού υλικού και δεύτερον, να υπάρχει μια Δικαστική Διάταξη, η οποία να επιβεβαιώνει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, ήτοι ότι το μέτρο αυτό δεν είναι δυσανάλογο ως προς τη φερόμενη ως διαπραχθείσα αξιόποινη πράξη.

Εντούτοις, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανωτέρω Δικαστική Διάταξη δε δύναται να προσβληθεί με κανένα ένδικο μέσο. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν αυτή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη από τις δικαστικές αρχές, δεν υπάρχει περίπτωση να απολέσει την ισχύ της, και συναφώς θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι πίσω από μια τέτοια ατυχή (!) ρύθμιση εκκολάπτεται ο κίνδυνος της δικαστικής αυθαιρεσίας.

Στην εθνική μας νομοθεσία, η ανάλυση DNΑ ενεργοποιήθηκε πρώτη φορά με τον ν. 2938/2001 (προηγήθηκε ο ν. 774/1978 περί καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και ο ν. 1916/1990 για την Προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο νόμοι έχουν καταργηθεί. Συγκεκριμένα, ο ν. 774/1978 καταργήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1366/1983 και ο ν. 1916/1990 καταργήθηκε με τον μεταγενέστερο ν. 2172). Ο Έλληνας νομοθέτης απαιτούσε, όμως, για τη διενέργεια του επαχθούς αυτού μέτρου βούλευμα του δικαστικού Συμβουλίου. Το 2008, η ρύθμιση αυτή εξοβελίστηκε και το βούλευμα που υπήρχε ως προϋπόθεση για τη λήψη DNA αντικαταστάθηκε με την κατάφαση των σοβαρών ενδείξεων ενοχής.

Πηγή εικόνας: pixabay.com

Έτσι, το άρθρο 201 ΚΠΔ επιτρέπει την ανάλυση DNA υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει το ανωτέρω δικονομικό μέγεθος, ήτοι ΣΟΒΑΡΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΝΟΧΗΣ. Η συνδρομή της ως άνω προϋπόθεσης είναι εξαιρετικά αναγκαία, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ανάλυση DNA συνίσταται όχι μόνο στην ανάλυση της γενετικής εικόνας του υπόπτου, όπως ισχύει στο παρόν, αλλά αυτή εκτείνεται τόσο ως προς το μέλλον του (π.χ. μπορεί να ανευρεθεί η προδιάθεση για την εμφάνιση μιας ασθένειας) όσο και ως προς τους συγγενείς, με τους οποίους βρίσκεται στην ίδια γενετική γραμμή.

Αυτό, όμως, που ανιχνεύεται ως προδήλως αντιφατικό στην εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 201 ΚΠΔ είναι ότι για την ενεργοποίηση αυτού του μέτρου ακόμα και στην προκαταρκτική εξέταση, η προϋπόθεση που τίθεται είναι η ίδια: οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής. Ευλόγως, ωστόσο, γεννάται το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να είναι κανείς σίγουρος για την κατάφαση της ενοχής σε επίπεδο προκαταρκτικής εξέτασης, αφού σε ένα τόσο πρώιμο στάδιο αμφισβητείται ακόμα και η ίδια η τέλεση της αξιόποινης πράξης;

Παρά το ανωτέρω παράδοξο που ενυπάρχει στην ρύθμιση 201 ΚΠΔ, de lege lata αυτό που ισχύει είναι ότι ο ύποπτος είναι υποχρεωμένος να δώσει δείγμα DNA, αν τούτο επιτάσσει η ανώτατη διωκτική αρχή της πολιτείας, που δεν είναι άλλη από τον Εισαγγελέα. Η εθνική μας νομοθεσία ευτυχώς έχει θέσει έστω και αυτήν την προϋπόθεση πριν από την ενεργοποίηση πρακτικών που παρεμβαίνουν στην απόκρυφη γενετική εικόνα των πολιτών της, αφού σε αντίθετη περίπτωση δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για απονομή δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας, αλλά τουναντίον, θα γινόταν λόγος για μια κοινωνική οντότητα αυταρχική, απολυταρχική που εργαλειοποιεί, ευτελίζει και θυσιάζει τα δικαιώματα των πολιτών της στον βωμό της απονομής μιας δήθεν δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Σπινέλλη Δ., Η σύσταση NoR(92) για την χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις, Ποιν. Χρον., 2001
  • Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Ανάλυση DNA στη ποινική δίκη: Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, Ποιν. Χρον., 2011
  • Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Φώτη
Βασιλική Φώτη
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Από το πρώτο μέχρι και το τρίτο έτος των σπουδών της εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξειδικευόταν σε ζητήματα του εργατικού και κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Η αρθρογραφία, τα λογοτεχνικά βιβλία, το θέατρο και η άθληση συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόντων της. Διαθέτει άριστη γνώση της αγγλικής και καλή γνώση της γερμανικής γλώσσας.