Της Σοφίας Μάντη,
Ο οργανισμός μας περιέχει, φυσιολογικά, λιπίδια, τα οποία συμμετέχουν στη σύνθεση των κυτταρικών μεμβρανών και των ορμονών και χρησιμοποιούνται τόσο ως καύσιμη ύλη όσο και ως αποθήκες ενέργειας. Τα δύο κυριότερα από αυτά είναι η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια. Στο αίμα κυκλοφορούν συνδεδεμένα με άλλες ουσίες, σχηματίζοντας σωματίδια λιποπρωτεϊνών, τα οποία ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την απομάκρυνσή τους. Οι λιποπρωτεΐνες που μας απασχολούν περισσότερο είναι η LDL, που παρέχει χοληστερόλη στους περιφερικούς ιστούς και η HDL (που αποκαλείται συχνά ως «καλή χοληστερίνη»), η οποία προστατεύει τις αρτηρίες από την αθηροσκλήρωση, συλλέγοντας τα υπολείμματα μη χρησιμοποιημένης χοληστερόλης της LDL και επιστρέφοντάς τα στο ήπαρ.
Ως δυσλιπιδαιμίες χαρακτηρίζουμε μια ομάδα ποσοτικών ή ποιοτικών διαταραχών του μεταβολισμού των λιποπρωτεϊνών. Μπορεί να εμφανίζονται ως υπερτριγλυκεριδαιμία, υπερχοληστερολαιμία ή ως μικτές διαταραχές. Είναι πολύ συνηθισμένες παθήσεις στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο και αποτελούν τον ισχυρότερο αναστρέψιμο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Χωρίζονται σε:
- Πρωτοπαθείς, που είναι κληρονομούμενες.
- Δευτεροπαθείς, που προκύπτουν λόγω της επίδρασης εξωγενών παραγόντων ή συνοδών παθήσεων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υποθυρεοειδισμός, η χρόνια νεφρική νόσος, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, η κατάχρηση οινοπνεύματος και η χρήση φαρμάκων, όπως κορτιζόνη, διουρητικά, αναβολικά ή αντισυλληπτικά.
Συνήθως, οι δυσλιπιδαιμίες δεν προκαλούν συμπτώματα, παρά μόνο όταν οι τιμές των λιπιδίων φτάσουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Είναι πιθανόν, λόγω της περίσσειας των λιπιδίων στο αίμα, να γίνει εναπόθεσή τους στα βλέφαρα ή στους τένοντες. Έτσι, προκύπτουν τα ξανθελάσματα ή ξανθώματα, που φαίνονται ως κιτρινόχρωμες επηρμένες δερματικές αλλοιώσεις. Αντίστοιχα, η εναπόθεση λιπών στην ίριδα του οφθαλμού προκαλεί τη δημιουργία μιας λεπτής άσπρης γραμμής, που αποκαλείται γεροντότοξο. Η μεγάλη αύξηση των τριγλυκεριδίων μπορεί να οδηγήσει σε παγκρεατίτιδα ή ηπατοσπληνομεγαλία. Η πιο σημαντική και σοβαρή εκδήλωση των δυσλιπιδαιμιών είναι η αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσος, που μπορεί να εμφανιστεί με τις σοβαρές της επιπλοκές, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ένας προληπτικός αρχικός εργαστηριακός έλεγχος προτείνεται σε κάθε παιδί ηλικίας μεταξύ 9-11 και 17-21 ετών, κυρίως για τη διερεύνηση των κληρονομικών δυσλιπιδαιμιών. Αν αυτό δεν συμβεί, συστήνεται ο έλεγχος κάθε ενήλικου ατόμου κατά την πρώτη του επαφή με έναν γενικό γιατρό ή μια μονάδα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Παράλληλα, γίνεται και εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, που θα καθορίσει τη μετέπειτα παρακολούθηση του ατόμου. Άτομα με υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο, όπως ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή υπέρταση, καπνιστές ή οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου, πρέπει να ελέγχονται πιο συστηματικά και σε νεότερη ηλικία. Οι παράμετροι που συνήθως υπολογίζονται σε έναν εργαστηριακό έλεγχο είναι η ολική χοληστερόλη, η LDL, η HDL και τα τριγλυκερίδια. Η απόφαση για έναρξη φαρμακευτικής αγωγής και η αποτελεσματικότητά της εκτιμώνται κατά βάση από τις τιμές της LDL.
Ακρογωνιαίο λίθο της θεραπείας της δυσλιπιδαιμίας αποτελούν, εδώ και χρόνια, οι στατίνες. Τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν τη σύνθεση χοληστερόλης μέσα στο κύτταρο, με αποτέλεσμα τη μείωση της LDL. Παράλληλα, εμφανίζουν και άλλες μη λιπιδαιμικές δράσεις, που προστατεύουν τις αρτηρίες από φλεγμονή και βλάβη των τοιχωμάτων τους. Έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ αποτελεσματικές στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, βελτιώνοντας το λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών, με προϋπόθεση τη συνέχιση της αγωγής εφ’ όρου ζωής. Στις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες συμπεριλαμβάνονται ηπατικές και μυϊκές διαταραχές.
Αν η θεραπεία με στατίνες δεν γίνεται ανεκτή από τον ασθενή ή δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, μπορεί να προστεθεί στο φαρμακευτικό σχήμα η εζετιμίμπη. Η δράση της έγκειται στη μείωση της απορρόφησης της χοληστερόλης από το γαστρεντερικό σύστημα και, έτσι, μειώνει περαιτέρω τα επίπεδα της LDL στο αίμα. Εκτός από ηπατικές και μυϊκές διαταραχές, μπορεί πολύ σπάνια να προκαλέσει σοβαρές δερματικές εκδηλώσεις. Η χρήση τόσο των στατινών όσο και της εζετιμίμπης αντενδείκνυται σε περιόδους εγκυμοσύνης και θηλασμού.
Τα τελευταία χρόνια, η χρήση νέων φαρμάκων έχει φέρει επανάσταση στη θεραπεία των οικογενών δυσλιπιδαιμιών, καθώς πετυχαίνουν μείωση της LDL έως και 50-60%. Τα νέα αυτά φάρμακα αποτελούν μονοκλωνικά αντισώματα που δεσμεύουν την PCSK9, ένα ένζυμο που αυξάνει τα επίπεδα της LDL στο αίμα, εμποδίζοντας τη δράση της. Συγχορηγούνται με στατίνες, όταν αυτές δεν έχουν πετύχει επαρκώς τον στόχο τους. Παρά τα θεαματικά τους αποτελέσματα, η χρήση τους ακόμη είναι περιορισμένη και οι ασθενείς οφείλουν να πληρούν ορισμένα κριτήρια προ της χορήγησής τους, κυρίως λόγω του αυξημένου οικονομικού κόστους της αγωγής αυτής.
Φυσικά, δεν πρέπει να παραβλέπεται η σημασία της αλλαγής του τρόπου ζωής στην αντιμετώπιση των δυσλιπιδαιμιών. Η διακοπή του καπνίσματος, η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής και η σωματική άσκηση συνεισφέρουν σημαντικά στη βελτίωση των τιμών χοληστερόλης και τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ