Της Μαργαρίτας Οικονόμου,
Η ιστορία της Ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα μας διδάσκει τη συμβολή διαφόρων ανδρών καλλιτεχνών, οι οποίοι έφεραν την άνθηση των τεχνών και ιδιαίτερα της ζωγραφικής τέχνης στον Ελλαδικό χώρο. Ονόματα όπως Παρθένης, Μόραλης, Εγγονόπουλος και Τσαρούχης είναι πολυσυζητημένα για την προσφορά τους στην Ελληνική τέχνη καθώς πολλά διακεκριμένα έργα τους βρίσκονται σε πινακοθήκες της χώρας και όχι μόνο. Η Ελληνική τέχνη, όμως, δεν προήλθε μόνο από άνδρες καλλιτέχνες αλλά και από γυναικεία πρόσωπα τα οποία με το έργο τους συνέβαλαν στην άνθηση της τέχνης, βοηθώντας τις γυναίκες της εποχής τους, αλλά και μετέπειτα, να αποκτήσουν φωνή στον καλλιτεχνικό χώρο. Η πρώτη γυναικεία μορφή όπου θα εξετάσουμε στο παρόν άρθρο είναι η Θάλεια Φλωρά-Καραβία.
Η ιστορία των γυναικών καλλιτεχνίδων αποτελεί ένα πεδίο άγνωστο, ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, εξαιτίας της έλλειψης ερευνητικών δεδομένων και της υιοθέτησης παλαιότερων κειμένων χωρίς κριτική. Οι γυναίκες κατά τον 20ο αιώνα προσπάθησαν να περάσουν από το κάδρο του πίνακα πίσω από το καβαλέτο, διεκδικώντας το δικαίωμα στην καλλιτεχνική έκφραση. Στερούνταν, ωστόσο, την εποχή εκείνη, τη βασική εκπαίδευση, συνεπώς και την καλλιτεχνική. Η γυναίκα μέχρι τότε ήταν το θέμα του πίνακα ή η έμπνευση του καλλιτέχνη και όχι ο δημιουργός. Τον Οκτώβριο του 1900 ιδρύεται, μετά από συνεχείς προσπάθειες, της Ελένης Βοζίκης η Καλλιτεχνική Σχολή Κυριών και κατά συνέπεια, κάποια χρόνια αργότερα, το 1954, ιδρύεται o Σύλλογος Ελληνίδων Καλλιτεχνών, οργανώνοντας εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Η αναφορά στο σύλλογο γίνεται λόγω των στόχων που έθεσαν τα ιδρυτικά μέλη, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν και η Θάλεια Φλωρά-Καραβία. Ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί στη διάδοση της τέχνης και την οργάνωση εκθέσεων εντός και εκτός της χώρας, αποσκοπώντας στην επικοινωνία με καλλιτεχνικές κοινότητες και την καθιέρωση της θέσης της γυναίκας στον καλλιτεχνικό χώρο. Ο σύλλογος οργάνωσε συνολικά 25 εκθέσεις από την ίδρυσή του έως το 1970.
Η Θάλεια Φλωρά-Καραβία, γεννήθηκε στη Σιάτιστα Δυτικής Μακεδονίας το 1871. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1874, η οικογένειά της εγκαταλείπει τη Μακεδονία και εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη. Η ίδια κερδίζει πενταετή υποτροφία (1883-1888) στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο και το 1890 εκπληρώνει την υποχρέωσή της ως υπότροφος δουλεύοντας ως δασκάλα. Ακολουθώντας τη ζωγραφική της κλίση, το 1895 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο και σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και ατελιέ υπό την εποπτεία του Γεώργιου Ιακωβίδη, του Νικόλαου Γύζη, του Νικόλαου Βόκου και του Anton Ažbe, καθώς στη Σχολή Καλών Τεχνών της πρωτεύουσας δεν γίνονταν δεκτές γυναίκες ζωγράφοι. Μετά την επιστροφή της στην Κωνσταντινούπολη το 1898, ασχολείται με τη ζωγραφική σε επαγγελματικό επίπεδο και ξεκινά την εκθεσιακή της δραστηριότητα σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στην Εταιρία Φιλοτέχνων, στις Διεθνείς Εκθέσεις του Παρισιού (1900), της Κωνσταντινούπολης (1901 & 1902), των Αθηνών (1903), του Καΐρου (1909) και της Ρώμης (1911).
Το 1907, και για περισσότερα από 30 χρόνια, θα ζήσει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου θα παντρευτεί τον Νίκο Καραβία, εκδότη της ελληνικής εφημερίδας Εφημερίς, ο οποίος την υποστήριξε σε κάθε της βήμα. Στην Αλεξάνδρεια θα ιδρύσει και θα διευθύνει σχολή ζωγραφικής με σημαντική απήχηση στην ελληνική τότε παροικία. Σημαντική θα αποτελέσει και η προσφορά της στους πρώτους βαλκανικούς πολέμους το 1912 όπου ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στις εκστρατείες του ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας του συζύγου της απεικονίζοντας πολεμικά στιγμιότυπα σε σχέδια με κάρβουνο, κιμωλία και παστέλ. Μετά τη λήξη του πολέμου, η καλλιτέχνης μοιράζεται τον χρόνο της ανάμεσα στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, όπου ζωγραφίζει και εκθέτει αδιάλειπτα, και όταν ξεσπά ο μικρασιατικός πόλεμος του 1921, η ζωγράφος θα βρεθεί και πάλι στο πολεμικό μέτωπο στέλνοντας προσωπογραφήσεις και πολεμικά στιγμιότυπα σε σχέδια. Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1939 οριστικά με τον σύζυγό της και θα πεθάνει στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου του 1960.
Το έργο της χαρακτηρίζεται πλούσιο, με πληθώρα έργων που ξεπερνούν τα 2.500! Η συγκεκριμένη ζωγράφος έμεινε γνωστή για το έργο της ως «πολεμική» ζωγράφος ανταποκρίτρια, υπηρετώντας την ιστορική ζωγραφική. Στο καλλιτεχνικό της ρεπερτόριο εντοπίζονται προσωπογραφίες, τοπιογραφικά και τοπογραφικά θέματα, ηθογραφίες, σκηνές από τη ζωή των στρατιωτών και νεκρή φύση. Πολλά από τα έργα της φαίνεται να ήταν επηρεασμένα από ιμπρεσσιονιστικές τάσεις, εξαιτίας των πολλαπλών και διακοπτόμενων περιγραμμάτων που διακρίνονταν από κάποια ασάφεια. Επιρροές στο ζωγραφικό της στυλ άσκησαν και τα ζωγραφικά ιδεώδη του γερμανικού ακαδημαϊσμού, ενώ στα τελευταία της έργα παρατηρείται μια στροφή προς τον εξπρεσιονισμό, με τον ρόλο του φωτός να είναι εξαιρετικά σημαντικός για κάθε πίνακα. Ασχολήθηκε, τέλος, και με την εικονογράφηση παιδικών λογοτεχνικών κειμένων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Φλωρά Καραβία Θάλεια, nationalgallery.gr, διαθέσιμο εδώ.
-
Despoina Tsourgianni, “Issues of Gender Representation in Modern Greek Art: the case of Thaleia Flora-Caravia’s Photographic Images and Self-Portraits”, Aspasia 13, (2019).
-
Αλκιβιάδης Γ. Χαραλαμπίδης, “Άγνωστα έργα της Θάλειας Φλωρά-Καραβία στη Θεσσαλονίκη”, Μακεδονικά 18, no. 1 (1978).
-
Δέσποινα Τσουργιάννη, “Η τέχνη στη γραμμή του πυρός: Τα σκίτσα της Θάλειας Φλωρά-Καραβία από τη Μικρασιατική εκστρατεία”, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 16, (2009).