Του Ανδρέα Κουρή,
Η φύση του θεσμού της θαλάσσιας ασφάλισης:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) στα άρθρα 257 και 258, η θαλάσσια ασφάλιση επιδιώκει να καλύψει «κάθε έννομο συμφέρον που εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους». Κάθε ζημιογόνο γεγονός, που θα προκύψει από την έναρξη μέχρι την λήξη του πλου, υποχρεώνει τον ασφαλιστή να αποζημιώσει τις τυχόν ζημίες, «ενέχεται από κάθε γεγονός», δηλαδή κάθε περιστατικό κινδύνου. Εν ολίγοις, οι ρυθμίσεις που διέπουν τον θεσμό της θαλάσσιας ασφάλισης έχουν εξ ολοκλήρου χαρακτήρα ασφάλισης κατά ζημιών, ενώ, μάλιστα, ο Ασφαλιστικός Νόμος (Ν.2496/97) αποτελεί το γενικό νομοθετικό πλαίσιο κάθε ασφαλιστικής σύμβασης.
Η διάρκεια της ασφάλισης:
Τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να ορίσουν στο ασφαλιστήριο τη διάρκεια της ασφάλισης για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η λεγόμενη κατά χρόνο ασφάλιση, η οποία λήγει είτε κατά τη διάρκεια του πλου, είτε την επομένη ημέρα από τη στιγμή της αγκυροβόλησης του πλοίου στο λιμένα του τελικού προορισμού (άρθρο 263 ΚΙΝΔ). Σε περίπτωση που τα μέρη συμφώνησαν ασφάλιση κατά πλου, η ασφάλιση του σώματος του πλοίου ξεκινάει από τη χρονική στιγμή της φόρτωσης και λήγει με την εκφόρτωση, αλλά αν υπάρχει νέα κατά πλου ασφάλιση, η προηγούμενη δε λήγει πριν την έναρξη της τελευταίας.
Η ασφάλιση σώματος πλοίου:
Οι διατάξεις που καθορίζουν τα σχετικά με την ασφάλιση του πληρώματος περιλαμβάνουν όχι μόνο τις βλάβες ή απώλειες των πλοίων, αλλά και τις βλάβες ή απώλειες κάθε άλλου πλωτού ναυπηγήματος που δεν συνιστά πλοίο κατά το άρθρο 1 ΚΙΝΔ, αρκεί να έλαβε χώρα το ζημιογόνο περιστατικό κατά τον πλου.
Ωστόσο, προκύπτει ένα κενό που δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας στα συμβαλλόμενα μέρη, καθώς δεν γίνεται ειδική μνεία στο άρθρο 236 ΚΙΝΔ για τυχόν ζημίες ή απώλειες συστατικών ή παραρτημάτων αντικειμένων. Για τον λόγο αυτόν, εναπόκειται στη βούληση των μερών κατά το στάδιο σύναψης του ασφαλιστηρίου να υπαχθεί ρητώς στην ασφάλιση κάθε αντικείμενο που επιθυμεί ο λήπτης της ασφάλισης.
Η ασφάλιση του σώματος του πλοίου περιλαμβάνει και την αστική ευθύνη για τυχόν υλικές ζημίες τρίτων που οφείλονται σε σύγκρουση του πλοίου. Αξίζει να επισημανθεί πως δεν υπάρχει σαφής νομοθετικός ορισμός της σύγκρουσης, πράγμα που πρέπει να καλυφθεί από τους συμβατικούς όρους της ασφάλισης. Το σημαντικό αυτό ζήτημα της έκτασης της κάλυψης των κινδύνων καλό θα είναι να μην διαφεύγει από τους συμβαλλομένους με σκοπό να προλάβουν πιθανή επερχόμενη ζημία.
Πρόκληση κινδύνου:
Δεν συνιστά λόγο απαλλαγής του ασφαλιστή η υπαιτιότητα του πλοιάρχου, του σώματος ή των άλλων προσώπων, ακόμα και αν το ζημιογόνο αποτέλεσμα προξενήθηκε από πρόθεση των προσώπων αυτών. Παρόλα αυτά, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής σύμβασης, τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν διαφορετική ρύθμιση, έστω και αν περιορίζονται δικαιώματα του λήπτη της σύμβασης, αφού πρόκειται για ενδοτικού δικαίου διατάξεις.
Υπολογισμός αξίας του ασφαλίσματος:
Έπειτα, όσον αφορά τον υπολογισμό του ασφαλίσματος, αυτό υπολογίζεται με βάση την αξία των πραγμάτων κατά τον χρόνο έναρξης της κάλυψης. Η αξία αυτή ονομάζεται αντικειμενική αξία, όπως απορρέει από τον νομοθετικό ορισμό που δίνεται στο άρθρο 16 του Ασφαλιστικού νόμου «Στην ασφάλιση κατά ζημιών πραγμάτων, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, βάση υπολογισμού του ασφαλίσματος είναι η τρέχουσα αξία ή, αν δεν υπάρχει, η συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου». Παράλληλα, για την ασφάλιση του φορτίου του πλοίου συνυπολογίζεται στο ασφάλισμα το κόστος φορτοεκφόρτωσης, ο ναύλος και το ασφάλιστρο, όμως δεν έχει καμία ευθύνη ο ασφαλιστής για περαιτέρω έξοδα, όπως για παράδειγμα το κόστος ελλιμενισμού ή ναυλοχίας.
Το ασφάλιστρο:
Προβλέπεται εκ του νόμου η πλήρης καταβολή ασφαλίστρου μόνο αν τον κίνδυνο άρχισε να φέρει ο ασφαλιστής. Σε περίπτωση που υπάρξει οποιαδήποτε ματαίωση του κινδύνου, προβλέπεται η καταβολή του μισού ασφαλίστρου και όχι περισσότερο από το 50% του ασφαλιστικού ποσού, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΚΙΝΔ «Το ασφάλιστρον οφείλεται πλήρες εάν ήρξατο ο κίνδυνος, τούτου δε δι’ οιονδήποτε λόγον ματαιωθέντος οφείλεται ποσόν ίσον προς το ήμισυ του ασφαλίστρου, πάντως δε ουχί ανώτερον του ημίσεως επί τοις εκατόν του ασφαλιστικού ποσού». Αν δεν έχει συμφωνηθεί το ασφαλιστικό ποσό, παρά το γεγονός ότι είναι κανόνας στη θαλάσσια ασφάλιση πραγμάτων, λαμβάνεται υπόψη ως βάση υπολογισμού του ασφαλίστρου η δηλωθείσα ή η συμφωνηθείσα αξία των πραγμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ιωάννης Κ. Ρόκας, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020