Του Γιάννη Τσορτανίδη,
Ο μύθος είναι το θεμέλιο της αρχέγονης αφήγησης του ανθρώπινου πολιτισμού. Απότοκος ενός μαγικού τρόπου σκέψης, που κυριαρχούσε για πολλές χιλιετίες στα ανθρώπινα φύλα, συμπυκνώνει τις αγωνιώδεις απόπειρες του νοήμονος όντος να κατανοήσει τις φυσικές δυνάμεις που κυριαρχούν στον πλανήτη του και να αιτιολογήσει τη δική του τοποθέτηση και παρουσία στον αισθητό χωροχρόνο. Η αρχική αδυναμία της ερμηνείας του κόσμου με επιστημονικά πρότυπα και μέσα έδωσε χώρο στο υπερφυσικό στοιχείο να επικρατήσει ολοκληρωτικά και συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάληψη της ανθρώπινης μυθοπλασίας από θεούς και δαίμονες, δηλαδή από οντότητες φαντασιακές, που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του ορατού φυσικού περιβάλλοντος και των ανθρώπινων αισθήσεων.
Μέσα σε αυτά τα αυστηρά οριοθετημένα γνωστικά πλαίσια εμφανίστηκε και το τερατώδες στοιχείο, που γέννησε στη λαϊκή φαντασία τρομακτικά πλάσματα, αλλόκοτα και μιξογενή, με έντονα και σαφή στοιχεία ζωομορφισμού και τρομερές δυνάμεις και ιδιότητες, κατ’ ουσία πνευματικά παράγωγα ενός αρχετυπικού αυτοσυνειδησιακού σχήματος, που ξεκινά από τον φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο της εξέλιξης της ζωής και της μοίρας του, μέχρι το απώτατο όριό της, τον βιολογικό θάνατο. Η αρχαία ελληνική μυθολογία βρίθει τερατόμορφων όντων θεϊκής προέλευσης, ενώ η πληθωρική τους παρουσία διέπεται από τον κανόνα των αμοιβαίων δανείων μεταξύ των μύθων των μεγάλων αρχαίων πολιτισμών.
Μετά την επικράτηση των θεών στη Γιγαντομαχία, η Γαία θέλησε να εκδικηθεί τον Δία για την ατιμωτική τύχη που επιφύλαξε στους γιους της, τους Γίγαντες και έσμιξε με τον σκοτεινό Τάρταρο, για να γεννήσει το πλέον φοβερό και αρχετυπικό τέρας της ελληνικής μυθολογίας, τον Τυφώνα, που ήταν φτερωτός, ανθρωπόμορφος και δρακόμορφος συνάμα, με εκατό κεφάλια φιδιών που πέταγαν φωτιές. Ο Τυφώνας στράφηκε ενάντια στους θεούς, ξεριζώνοντας και πετώντας ακόμα και βουνά εναντίον τους και αυτοί αναγκάστηκαν να μεταμορφωθούν σε ζώα για να κρυφτούν και να γλιτώσουν από τη μανία του, για να σκοτωθεί τελικά από τους κεραυνούς του Δία, σε μια φοβερή μάχη που εδραίωσε την κυριαρχία του βασιλιά των θεών επί της γης και (σε επίπεδο συμβολισμών) την ολοκληρωτική τιθάσευση από μέρους του των φοβερών μετεωρολογικών και ευρύτερων φυσικών φαινομένων. Μάλιστα η -κατά μια εκδοχή- θρυλούμενη τοποθέτηση του νεκρού Τυφώνα στα θεμέλια της Αίτνας έπλασε στην κοινή συνείδηση ένα άριστο δεισιδαιμονικό άλλοθι για την περιοδική έξαρση της ηφαιστειακής της δραστηριότητας.
Από το σμίξιμο του Τυφώνα με την Έχιδνα, μια νύμφη που ήταν φίδι κατά το ήμισυ, εκτός από τους δράκους που φύλαγαν τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και το χρυσόμαλλο δέρας, είχαν γεννηθεί και αρκετά από τα πιο γνωστά μυθικά τέρατα, μεταξύ των οποίων ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Χίμαιρα, η Σκύλλα και η Σφίγγα. Η τελευταία, με σώμα φτερωτής λέαινας και γυναικεία κεφαλή, εξόντωνε τον λαό της Θήβας, που αδυνατούσε να λύσει το διαβόητο αίνιγμά της. Τη λύση του αινίγματος βρήκε τελικά ο Οιδίποδας, οδηγώντας το αιμοβόρο τέρας στην αυτοκτονία, αλλά και σφραγίζοντας ταυτόχρονα τη δική του αναπόφευκτη, τραγική μοίρα. Το δολοφονικό αίνιγμα της Σφίγγας πιθανόν να ταυτίζεται συμβολικά με το μυστήριο και το άγνωστο που αέναα πασχίζει να αποκωδικοποιήσει ο άνθρωπος, για να κατανοήσει την ίδια του τη φύση.
Ο Κέρβερος, το «απροσμάχητο τέρας, θρέμμα της φοβερής Έχιδνας» -όπως αναφέρεται σε αυτόν ο Σοφοκλής στην τραγωδία Τραχίνειαι- ήταν ένας τρικέφαλος σκύλος με ουρά που κατέληγε σε κεφάλι φιδιού, που φυλούσε την είσοδο του Άδη. Πρωταγωνιστεί σε έναν από τους άθλους που έφερε εις πέρας ο Ηρακλής για λογαριασμό του Ευρυσθέα: o πιο θρυλικός ήρωας της ελληνικής μυθολογίας κατόρθωσε να υποτάξει τον τερατόμορφο φρουρό του Κάτω Κόσμου και τον ανέβασε για λίγο καιρό στη γη, σε μια μικρή, πρόσκαιρη νίκη των ανθρώπων απέναντι στο νεκρικό βασίλειο του Πλούτωνα.
Εκτός από τον Κέρβερο, ο Ηρακλής αντιπαρατέθηκε και με άλλα θηρία-γεννήματα του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως το αδιαπέραστο στα όπλα λιοντάρι της Νεμέας, το οποίο κατάφερε να σκοτώσει μόνο με τη δύναμη των χεριών του, αλλά και την τερατόμορφη ύδρα της λίμνης Λέρνας στην περιοχή του Άργους, γνωστή ως Λερναία Ύδρα. Αυτό το τεράστιο και ιδιαίτερα αποκρουστικό στην όψη πλάσμα είχε εννιά φιδόμορφα κεφάλια που έβγαζαν φωτιές, ενώ στη θέση κάθε κεφαλής που του έκοβαν φύτρωναν άλλες δύο. Ο Ηρακλής κατόρθωσε μετά από μεγάλο αγώνα και ευφυή σκέψη να την εξολοθρεύσει, καυτηριάζοντας τις πληγές από τους αποκεφαλισμούς, ώστε να αποτρέψει την κυτταρική τους αναγέννηση. Αυτές οι διαδοχικές νίκες του Ηρακλή απέναντι στις τερατώδεις υπερφυσικές δυνάμεις, εκτός από την προώθηση της μυθικής του εξέλιξης σε ημίθεο, ίσως να αντανακλούν και τον διαχρονικό, ενδόμυχο ανθρώπινο πόθο για την καταστρατήγηση και ανατροπή των νόμων της βιολογίας και την ουτοπική κατάκτηση της αθανασίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θ. Κακριδής(1986), ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, τόμος 2: Οι Θεοί, Εκδοτική Αθηνών
- Θ. Κακριδής(1986), ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, τόμος 4: Ηρακλής – Πανελλήνιες Εκστρατείες, Εκδοτική Αθηνών