Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Η αρχαιολογική έρευνα, στο σημερινό Λευκαντί -μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας- και συγκεκριμένα στο λόφο της Ξερόπολης, αποκάλυψε τα λείψανα ενός οικισμού, που κατοικείται ανελλιπώς, από το τέλος της Πρωτοελλαδικής περιόδου, έως και τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., όπου και καταστρέφεται, κατά τη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου. Ήδη τον 9ο αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι λειτουργούσε στην περιοχή, εργαστήριο χαλκοπλαστικής, αφού βρέθηκαν πολλές μήτρες, που χρησίμευαν για την χύτευση μετάλλου. Πολλοί από τους μελετητές, θεώρησαν τον πρωτοελλαδικό οικισμό ως τον πρόγονο, της αρχαίας Χαλκίδας.
Στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το 1981, ανακαλύφθηκαν αμέτρητα ευρήματα της Πρωτογεωμετρικής περιόδου. Συγκεκριμένα, ευρέθησαν θολωτοί λαξευτοί τάφοι, που εμπεριείχαν αμφορείς, κύπελλα, επίχρυσα αγγεία και ελάσματα από χρυσό. Στο βόρειο τμήμα του νεκροταφείου, στην Τούμπα, ανασκάφθηκε το 1977 ένα μεγάλο αψιδωτό οικοδόμημα, μήκους 47 μέτρων και πλάτους 10, που χρονολογείται περίπου το 1100–1000 π.Χ. Με λίγα λόγια το κτήριο αυτό, του Λευκαντίου, αποτελεί το μεγαλύτερο και αρχαιότερο αψιδωτό κτίσμα, στον ελλαδικό χώρο, το οποίο περιστοιχιζόταν εξωτερικά από μία ξύλινη κιονοστοιχία. Επιπροσθέτως, ήταν κατασκευασμένο από πλίνθους, ενώ η βάση του ήταν λίθινη και εσωτερικά, ήταν χωρισμένο σε τρία δωμάτια. Η στέγη του, ήταν από πηλό, ενώ αντίθετα στα δυτικά, εκεί που καταλήγει σε αψίδα, ήταν από ξύλο και καλάμια. Το οικοδόμημα, είχε κατασκευαστεί πάνω από Μυκηναϊκούς τάφους, και γενικότερα, γύρω από το κτήριο, διαμορφώθηκε ένα εξαιρετικά πλούσιο νεκροταφείο, με άφθονο χρυσό και εκτεταμένες εισαγωγές από την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή.
Μέσα στα προηγούμενα, προστίθεται και μια άλλη σπουδαία ανακάλυψη, που είδε το φως του ηλίου, έπειτα από το πέρασμα εκατοντάδων αιώνων. Στο κέντρο του κτηρίου, βρέθηκε σε βάθος 3 μ., διπλός τάφος και μάλιστα λαξευμένος σε βράχο, με δύο ορύγματα (διαμερίσματα). Στο ένα όρυγμα, βρέθηκε διπλή ανθρώπινη ταφή. Η μία περιλάμβανε ακέραιο σκελετό, που άνηκε σε γυναίκα, ηλικίας 25–30 χρονών, που έφερε χρυσό στηθόδεσμο, μια χρυσή μάσκα, ένα περίλαμπρο χρυσό περιδέραιο καθώς και άλλα κοσμήματα επίσης από χρυσό, καθώς και από ήλεκτρο. Ακριβώς δίπλα από την γυναικεία ταφή, βρέθηκε μέσα σε χάλκινο κρατήρα, μεγάλων διαστάσεων, τα καμένα οστά ενός άνδρα, τυλιγμένα σε λινό χιτώνα – αποτελώντας έτσι, το αρχαιότερο και καλύτερα διατηρημένο ύφασμα, στην Ευρώπη. Μαζί με τα τυλιγμένα με λινό χιτώνα οστά, βρέθηκαν σιδερένια όπλα. Ακριβέστερα, βρέθηκε ένα ξίφος, μία αιχμή λόγχης και το πέτρινο ακόνι, που επιβεβαιώνουν το γένος του άνδρα. Ο νεκρός δηλαδή, ίσως αποτελούσε στρατηγός ή μέλος της βασιλικής οικογένειας του Λευκαντίου. Στο δεύτερο όρυγμα, βρέθηκαν οι σκελετοί τεσσάρων αλόγων, με σιδερένια χαλινάρια στο στόμα τους. Ακόμη, βρέθηκε ένας άξονας και δύο ρόδες, προφανώς κομμάτια που άνηκαν σε κάποιο άρμα, το οποίο μάλλον συμβόλιζε την κάθοδο του νεκρού στον κάτω κόσμο.
Όσον αφορά το ύφασμα που περιείχε τα καμένα οστά, φέρει άνοιγμα στο κεφάλι, αλλά δεν φέρει μανίκια. Παρόλα αυτά, ο χιτώνας φέρει γεωμετρικά σχήματα και αποτελεί αφάνταστης λεπτής τέχνης και ύφανσης. Φαντάζει σχεδόν εξωπραγματικό, που το ύφασμα αυτό, διατηρήθηκε ακέραιο για τόσους αιώνες. Η εξήγηση όμως, είναι ακόμα πιο απλή. Το ύφασμα, επειδή λοιπόν, βρισκόταν μέσα στην χάλκινη ταφική υδρία, με την τέφρα του νεκρού και σε συνδυασμό που είχε για πώμα, ένα μικρότερο αγγείο -και αυτό χάλκινο- που εφάπτει τέλεια στο χείλος του κρατήρα, βοήθησε στο να διατηρηθεί στους αιώνες άφθαρτο, μιας και ερχόταν σε επαφή με τα χάλκινα τοιχώματα της υδρίας και τα οξείδια του χαλκού, που είχε ως αποτέλεσμα να επιβραδύνουν την αποσύνθεσή του. Αξίζει να σημειωθεί, πως το δεύτερο στην σειρά αρχαιότερο ύφασμα, που βρέθηκε στον ελλαδικό χώρο, ήταν στον τάφο της Βεργίνας.
Οι ερμηνείες του κτηρίου είναι άπειρες. Τρεις όμως είναι οι επικρατέστερες, με σημαντικότερη, αυτή που θέλει το ζευγάρι που βρέθηκε θαμμένο, να είναι το βασιλικό ζεύγος του Λευκαντίου, το οποίο ίσως να ζούσε στο κτίσμα αυτό με την οικογένειά του και μετά θάνατον, το οικοδόμημα, να μετατράπηκε σε ταφικό μνημείο, αφότου καλύφθηκε με τύμβο. Η τρίτη θεωρία, αφορά την ηρωολατρία, η οποία ήταν πολύ συνηθισμένη κατά την πρωτοελλαδική περίοδο. Συγκεκριμένα, ο κάθε τόπος, λάτρευε ως θεότητα κάποιον τοπικό ήρωα, όπου για χάρη του τελούσαν θυσίες και τελετουργικά δείπνα. Αποτελεί μία θεωρία, όπου ‘’κουμπώνει’’ τέλεια με το είδος ταφής του νεκρού, καθώς και με την ταφή των τεσσάρων αλόγων, θυμίζοντας έτσι, τα ταφικά έθιμα που περιγράφει μεταγενέστερα, ο Όμηρος στα έπη του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλέξανδρος Καλέμης (2000), Η αποκάλυψη των φυσικών και ιστορικών θησαυρών της Εύβοιας, Αθήνα: εκδόσεις Κίνητρο
- Δημήτρης Πλάντζος (2016), Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία (1200-30 π.Χ.), Αθήνα: εκδόσεις Καπόν
- Richard T. Neer (2018), Tέχνη και Αρχαιολογία του Ελληνικού Κόσμου περ. 2500-150 π.Χ., Αθήνα: εκδόσεις Καρδαμίτσα