14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια

Το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια


Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς, 

Το δικαίωμα στην προσωπική ασφάλεια κατοχυρώνεται από τον Έλληνα νομοθέτη στο άρθρο 6 του Συντάγματος, το οποίο συμπληρώνει με μία σειρά ειδικότερων εγγυήσεων, την προστασία που παρέχει το άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος, απέναντι σε συλλήψεις, φυλακίσεις και αυθαίρετες καταδιώξεις. Με αυτές τις διατάξεις, καθιερώνονται δικονομικής φύσεως εγγυήσεις, οι οποίες αφορούν την άσκηση της ποινικής κατηγορίας, την επιβολή, την εκδίκαση και την έκτιση της ποινής. Η προσωπική ασφάλεια, δηλαδή η προστασία από αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση, θεμελιώνεται τόσο από τις διατάξεις του Συντάγματος όσο και από το Δίκαιο της ΕΕ, βάσει του οποίου, το άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προστατεύει το εν λόγω δικαίωμα από μη αυθαίρετο περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας. Παράλληλα, το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ θεμελιώνει την προστασία του δικαιώματος της προσωπικής ασφάλειας από αυθαίρετες κρατικές ενέργειες.

Ας επικεντρωθούμε, όμως, στο εθνικό δίκαιο, ήτοι τους κανόνες που θεσπίζει το Σύνταγμα. Φορείς του δικαιώματος στην προσωπική ασφάλεια είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, Έλληνας, αλλοδαπός ή ανιθαγενής. Αντίθετα, αποδέκτης των υποχρεώσεων που δημιουργεί είναι το κράτος και συγκεκριμένα η κρατική εξουσία που παραχωρείται στα όργανά του. Ως περιεχόμενο της προσωπικής ασφάλειας μπορούμε να ορίσουμε την ελευθερία από τη σύλληψη και τη φυλάκιση, καθώς και την ελευθερία από καταδίωξη και άλλους περιορισμούς της φυσικής ελευθερίας. Για παράδειγμα, έχει κριθεί αντισυνταγματική η συνήθης πρακτική βίαιης προσαγωγής υπόπτων σε αστυνομικά τμήματα προς εξέταση λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων της ταυτότητάς τους, ενώ, νομολογιακά έχει υποστηριχθεί πως σε περίπτωση σύλληψης ατόμου, η διάρκεια σε αστυνομικό κατάστημα οφείλει να είναι η ελάχιστη δυνατή, χωρίς χρονοτριβές.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: simposon33

Ο συντακτικός νομοθέτης, παρά το γεγονός ότι προβλέπει την προσωρινή κράτηση στο άρθρο 6, έχει θέσει αυστηρές διαδικαστικές προϋποθέσεις, ώστε αυτή να μην παραβιάζει τα όρια της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου. Ειδικότερα, ως προϋποθέσεις ορίζονται η νομοθετική πρόβλεψη της προσωρινής κράτησης ή σύλληψης, η αιτιολογημένη έκδοση δικαστικού εντάλματος, όπως και η επίδοσή της στον ύποπτο, η άμεση προσαγωγή στον ανακριτή, η μη υπέρβαση του ανώτατου ορίου διάρκειας της κράτησης και τέλος το δικαίωμα του κρατουμένου να προσφύγει στα δικαστήρια σε περίπτωση κατάχρησης της εξουσίας των αστυνομικών, οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις σε περίπτωσης παράβαση του καθήκοντός τους.

Αναλυτικότερα, σύλληψη και φυλάκιση επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Ειδικά, σύλληψη επιτρέπεται μόνο όπου συγχωρείται προσωρινή κράτηση και όταν καταλαμβάνεται ο δράστης να τελεί αυτόφωρο έγκλημα, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 ΚΠΔ. Επιπλέον, η προσωρινή κράτηση, που προβλέπεται στο άρθρο 282 παρ. 3 ΚΠΔ ως το έσχατο, ακραίας βαρύτητας μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, επιβάλλεται στο στάδιο της προδικασίας, σε χρόνο που δεν υπάρχει νόμιμη απόδειξη ενοχής, κατ’ ανώτατο όριο έξι μηνών. Πρόκειται επί της ουσίας για την προσωρινή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου, υπέρ του οποίου, βέβαια, ισχύει το τεκμήριο αθωότητας. Κατά τις ισχύουσες διατάξεις, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επίβλεψη, σε περιπτώσεις που είναι άγνωστος ο χώρος διαμονής του δράστη.

Για να συνάδει με το Σύνταγμα, η σύλληψη ή η προσωρινή κράτηση, απαιτείται να έχει προηγηθεί έκδοση αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος και η επίδοσή του κατά τη στιγμή εκείνη. Συνεπώς, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας δεν επιτρέπεται να προβούν με δική τους πρωτοβουλία στη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου. Εξαίρεση αποτελεί η κράτηση χωρίς προηγούμενη δικαστική εντολή ναρκομανών, αλκοολικών, ψυχιατρικά ασθενών και ατόμων που ενδέχεται να μεταδώσουν μολυσματική ασθένεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η βίαιη προαγωγή απαγορεύεται να υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο χρονικό όριο της εξέτασης του δράστη και γι’ αυτό θεωρείται παράνομη η κράτηση προς μελλοντική εξέταση. Να σημειώσουμε εδώ πως αρμόδιος δικαστής είναι ο ανακριτής της υπόθεσης. Για να προβεί ο ανακριτής σε μία τέτοια ενέργεια δεν αρκεί απλά η συνδρομή απλών ενδείξεων ενοχής, αλλά απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για κακουργηματική πράξη, όπου η σύλληψη κρίνεται απολύτως αναγκαία.

Πηγή εικόνας: istockphoto.gr / Δικαιώματα χρήσης: BrianAJackson

Σε συνέχεια αυτού του κανόνα, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει την προϋπόθεση της ταχείας προσαγωγής στον ανακριτή. Τούτο σημαίνει πως το αργότερο σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη απαιτείται η μεταφορά του στον αρμόδιο ανακριτή, ο οποίος εντός τριών ή πέντε ημερών οφείλει να έχει λάβει απόφαση ως προς την απόλυση του συλληφθέντος ή την έκδοση εντάλματος. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, κάθε εντεταλμένο όργανο οφείλει να τον απολύσει αμέσως χωρίς αναιτιώδεις καθυστερήσεις.

Όσον αφορά στην ανώτατη διάρκεια της προσωρινής κράτησης, αυτή ορίζεται στους δεκαοκτώ μήνες για τα κακουργήματα και στους εννέα μήνες για τα πλημμελήματα, δίχως δυνατότητα επαναπροσδιορισμού του χρονικού ορίου σε περίπτωση διαδοχικής στοιχειοθέτησης κατηγορίας. Η εν λόγω προϋπόθεση εφαρμόστηκε προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο κατάχρησης των χρονικών ορίων της προσωρινής κράτησης που είχε παρατηρηθεί, κατά το οποίο δεν απαγγέλλονταν από την πρώτη στιγμή όλες οι δυνατές κατηγορίες, αλλά κρατούσαν κάποιες από αυτές ως εφεδρικές, ώστε να απαγγελθούν, όταν πλησίαζε η συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της κράτησης και να εκκινήσει νέα προθεσμία. Έτσι, έπειτα της λήξης του ορίου, ενεργοποιείται η συνταγματική υποχρέωση απόλυσης.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: FilippoBacci

Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, κανόνα που θεσπίστηκε από τον συντακτικό νομοθέτη, τις κυρώσεις για παράνομη σύλληψη και κράτηση. Σύμφωνα με αυτόν, προβλέπεται η πειθαρχική και πιθανώς ποινική ευθύνη του υπαίτιου κρατικού οργάνου, καθώς και η αστική ευθύνη του κράτους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 325 ΠΚ προβλέπει την ποινική κύρωση, εμπνευσμένη από το ίδιο το Σύνταγμα, κατά το οποίο οι παραβάτες τιμωρούνται για παράνομη κατακράτηση. Επιπρόσθετα, το άρθρο 7 παρ. 4 καθιερώνει την αστική ευθύνη του κράτους έναντι των παρανόμως κρατηθέντων και έτσι οι παραβάτες έχουν την υποχρέωση να επανορθώσουν για κάθε ζημία του παθόντα και επακόλουθα να τον ικανοποιήσουν για ηθική βλάβη με χρηματικό ποσό, εφόσον το επιδικάσει το δικαστήριο, εξετάζοντας τον παράνομο χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος.

Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε τη δυνατότητα συρροής του δικαιώματος στην προσωπική ασφάλεια με άλλα επιμέρους συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως τον σεβασμό της ανθρώπινης αξίας, του νόμιμου δικαστή ή το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας. Ακόμη, κρίνεται σκόπιμο να τονίσουμε το ύψιστης σημασίας δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, το οποίο χαρακτηρίζεται ως «απαραβίαστο», λόγω της μείζονος αξίας της ζωής και κυρίως της καλής ποιότητας ζωής που καθένας αξίζει να απολαμβάνει. Αξιοθαύμαστη είναι η προσπάθεια του νομοθέτη να περιορίσει τις αυθαιρεσίες των εκτελεστικών οργάνων καθιστώντας ενδεχόμενες παραβάσεις ποινικά κολάσιμες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η έκδοση, 2022

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2004 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάνει πρακτική σε δικηγορική εταιρεία και στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να τον αξιοποιεί διαβάζοντας για την επικαιρότητα και την πολιτική.