Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η πρόσφατη δολοφονία της 28χρονης γυναίκας στους Αγίους Αναργύρους, έμπροσθεν, μάλιστα, του Αστυνομικού Τμήματος όπου είχε πάει προκειμένου να ζητήσει προστασία από τον πρώην σύντροφο και τελικά δολοφόνο της, αποτελεί μία ακόμα απόδειξη ότι η δημόσια τάξη και η ασφάλεια του μέσου πολίτη στην Ελλάδα είναι έννοιες κενές περιεχομένου. Είναι, ίσως, ο τομέας με τις μεγαλύτερες αποτυχίες της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, ενώ η αδιαφορία και η ανεπάρκεια των προτάσεων της Αντιπολίτευσης μόνο ανησυχία μας γεμίζει για το μέλλον.
Προφανώς, το φαινόμενο της εγκληματικότητας είναι πολυεπίπεδο. Είναι ζήτημα κοινωνικό, εκπαιδευτικό, νομικό, αστυνομικό, σωφρονιστικό. Ακριβώς για όλα τούτα τα χαρακτηριστικά του είναι κατεξοχήν πολιτικό. Πώς προσεγγίζει ιδεολογικά την έννοια της δημοσίας τάξης και της ασφάλειας του πολίτη κάθε παράταξη, κόμμα, Κυβέρνηση και πώς μετουσιώνει σε εφαρμοσμένη πολιτική αυτήν την προσέγγιση; Σήμερα, έχουμε μια, θεωρητικά, κεντροδεξιά –με ό,τι μπορεί πλέον να σημαίνουν οι «γεωγραφικοί» πολιτικοί προσδιορισμοί– Κυβέρνηση στη χώρα μας. Δικαιούνταν, λοιπόν, ο μέσος πολίτης να προσδοκά ότι θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στα ζητήματα της τήρησης του νόμου και της τάξης, της ασφάλειας της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της περιουσίας του Έλληνα, απ’ ό,τι η προηγούμενη Κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., που αντιμετώπιζε τις αρμόδιες αρχές για την πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας περίπου σαν εχθρούς και τα σχετικά αιτήματα της κοινωνίας περίπου σαν φασιστικά.
Αν μη τι άλλο, προσδοκούσε μία βελτίωση στον τομέα αυτόν. Φευ. Επί Μητσοτάκη έχουμε έξαρση της εγκληματικότητας και, μάλιστα, σε μορφές που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ρίζες του προβλήματος όλο και βαθαίνουν, με την επικράτηση της βίας να μην αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Βαριά εγκληματικότητα με ξεκαθαρίσματα λογαριασμών στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος, όπου συμμορίες αλληλοσκοτώνονται για τον έλεγχο του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών, της νύχτας. Εφηβική εγκληματικότητα, με τα σχολεία και τους δρόμους να γίνονται πολύ συχνά θέατρα συγκρούσεων μεταξύ ομάδων ή ομαδικής κακοποίησης μεμονωμένων αγοριών και κοριτσιών από συνομηλίκους τους. Πολύνεκρη «οπαδική βία», με την Ελλάδα να μετρά ήδη τέσσερις νεκρούς σε πέντε χρόνια Κυβέρνησης Ν.Δ.: δύο οπαδοί στη Θεσσαλονίκη, ένας οπαδός στη Νέα Φιλαδέλφεια και ένας αστυνομικός στου Ρέντη. Ενδοοικογενειακή βία, η οποία, πέρα των διαχρονικών αιτιών της, εντάθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν η επιβληθείσα καραντίνα οδήγησε ήδη προβληματικές οικογένειες να βρίσκονται υποχρεωτικά στον ίδιο περιορισμένο χώρο, με τα ψυχολογικά προβλήματα να επιδεινώνονται και την κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών να αυξάνεται ραγδαία.
Τι απαντά σε όλα αυτά η Κυβέρνηση Μητσοτάκη; Κινήσεις εντυπωσιασμού που απλώς σπρώχνουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και, επιπλέον, λειτουργούν διαβρωτικά για το κράτος δικαίου: Πρόχειρες μεταρρυθμίσεις του νομοθετικού πλαισίου, με τον ποινικό κολασμό συγκεκριμένων πράξεων να μην είναι αποτέλεσμα επιστημονικής μελέτης και να μην εντάσσεται σε ένα γενικότερο αντεγκληματικό σχεδιασμό, αλλά να καθορίζεται με βάση τις συγκυριακές διαθέσεις της κοινής γνώμης και τον ακτιβισμό των κουτσομπολίστικων τηλεοπτικών εκπομπών. Μέτρα «πονάει χέρι-κόβει κεφάλι», όπως το καθολικό κλείσιμο των ποδοσφαιρικών γηπέδων για δύο μήνες, εξαιτίας επεισοδίων που έλαβαν χώρα έξω από το κλειστό γυμναστήριο αγώνα βόλεϊ. Ιλαροτραγικές αυτοαναιρέσεις, όπως στην περίπτωση της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Παραλυτικά πρωτόκολλα λειτουργίας των σωμάτων ασφαλείας, τα οποία καλείται να εφαρμόσει ένα (εν πολλοίς δικαίως) ευθυνόφοβο προσωπικό.
Προσφέρει εναλλακτική η Αντιπολίτευση; Από την Αξιωματική, εκ των πραγμάτων, ουδείς μπορεί να αναμένει πολλά πράγματα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διακατέχεται από τις γνωστές ιδεοληψίες που δεν μπόρεσε να αποβάλλει ούτε όταν κλήθηκε να ασκήσει κυβερνητική εξουσία. Ο αμερικανοτραφής Πρόεδρός του προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της «φιλε-λεφτ» κουλτούρας και της ανάγκης του αριστερίστικου ακτιβισμού, προκειμένου να συγκρατήσει εκροές έναντι των διασπαστών του, της Νέας Αριστεράς.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., που οφείλει να δείξει ένα τουλάχιστον σοβαρότερο πρόσωπο στα ζητήματα αυτά, έχει πέσει στην παγίδα του άγχους να παραθέσει δήθεν αριστερά διαπιστευτήρια σε ένα αόριστο ακροατήριο. Από τη «γυάλα» της Χαριλάου Τρικούπη, διάφορα παιδιά του κομματικού «σωλήνα» που χαράσσουν πολιτική ουδόλως γνωρίζουν και κατανοούν την ιστορία του κόμματος, τη σύνθεση της βάσης του και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Αποτέλεσμα είναι η αδυναμία παραγωγής σοβαρής πολιτικής πρότασης, αναφορικά με τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του πολίτη, με την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος. Οι «Ηρακλείς» της σημερινής ηγεσίας για την κυριαρχία στον χώρο της δήθεν προοδευτικής αντιπολίτευσης. Όσοι εποφθαλμιούν την ηγεσία προσπαθούν να χτίσουν «αριστερό» προφίλ, ώστε να επιχειρήσουν να ηγηθούν όχι μόνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά και σε ένα ευρύτερο σχήμα, με τη συμμετοχή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και της Νέας Αριστεράς, τουλάχιστον, στου οποίου τη συγκρότηση ποντάρουν.
Έτσι, από την εξ αριστερών αντιπολίτευση, που συμπεριλαμβάνει τα εν δυνάμει κόμματα εξουσίας, έχουμε βασικά τραγελαφικές προτάσεις, όπως η νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία» στο Ποινικό Δίκαιο. Πρόταση που αποτελεί προσβολή στην κοινή λογική, στον νομικό μας πολιτισμό, στο ίδιο το δράμα των γυναικών που αποτελούν θύματα ανθρωποκτονιών, για λόγους οι οποίοι είναι απολύτως προφανείς για έναν πολίτη (πολλώ δε μάλλον όταν αυτός φέρει την ιδιότητα του νομικού επιστήμονα), που απλώς δεν έχει καταληφθεί από τη woke παράνοια.
Με το πολιτικό σύστημα, λοιπόν, πνευματικά εκτός πραγματικότητας και επιχειρησιακά ανίκανο, μένουν αναπάντητα τα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν την ασφάλεια του πολίτη και τη δημόσια τάξη εν γένει. Τι είδους νόμους θέλουμε; Νόμους που να ικανοποιούν το θυμικό της κοινωνίας, τις ιδεοληψίες και τα συμφέροντα διαφόρων παραγόντων του δημοσίου βίου ή νόμους οι οποίοι θα στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα και στη συσσωρευμένη εμπειρία; Θέλουμε αστυνομία η οποία να λειτουργεί βάσει της κακώς νοουμένης δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που θα φοβάται να πάρει πρωτοβουλία, γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να στηριχθεί από την πολιτικής της ηγεσία; Ή θέλουμε μια αστυνομία της ορθής κρίσης, της δημιουργικής σκέψης και της δυναμικής αντίδρασης απέναντι στο έγκλημα; Η παιδεία μας πώς μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία προσωπικοτήτων που θα σέβονται τόσο τους τεθειμένους νόμους όσο και τις ανθρώπινες αξίες από τις οποίες (πρέπει να) πηγάζουν αυτοί; Θέλουμε ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο της πολύπλευρης μόρφωσης και της λογικής πειθαρχίας ή ένα εκπαιδευτικό σύστημα της ημιμάθειας και της ασυδοσίας;
Έχουμε την ατυχία να ζούμε σε μία εποχή που η χώρα μας βιώνει μια πολυεπίπεδη παρακμή. Η κρίση δεν αφορά μόνο την οικονομία. Κι άλλοτε οι Έλληνες έζησαν στερημένα. Σε παρατεταμένη κρίση βρίσκεται το σύνολο του πολιτισμικού μας οικοδομήματος. Το επόμενο στάδιο, στο οποίο εισερχόμεθα βαθμιαία, είναι αυτό της εξαχρείωσης. Η βία –ψυχολογική, λεκτική, σωματική– δεν θα σταματήσει δια μαγείας. Έχει την ιδιότητα να αναπαράγει τον εαυτό της σε ακόμα χειρότερες εκδοχές της. Εδώ χρειάζεται πραγματική πολιτική ηγεσία που δυστυχώς δεν υπάρχει…