Της Νικόλ Καστόρα,
«Θα μου γράφεις;», ρωτάει σαν να εξαρτάται η ζωή του από αυτό, ο Αμπέλ Ζνόρκο (Γιάννης Μπέζος) τον Έρικ Λάρσεν (Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη) στο τέλος του έργου. Άραγε, γιατί ένα καταξιωμένος και ταυτοχρόνως αποξενωμένος Νομπελίστας που απεχθάνεται το δέσιμο με τους ανθρώπους, ζητάει από έναν απλό και άγνωστο, στον ίδιο, δημοσιογράφο να του γράφει; Μήπως τελικά οι δύο αυτοί άνδρες δεν είναι τόσο άγνωστοι μεταξύ τους; Μήπως τελικά έχουν μοιραστεί σχεδόν μία ολόκληρη ζωή μαζί; Μήπως, εν τέλει, με το ψέμα που έχτισε ο ένας και για τους δύο, κατέληξαν να ζήσουν την πιο μεγάλη αλήθεια της ζωής τους; Ίσως τελικά πίσω από μια αριστοτεχνικά υποκριτική σχέση να κρύβεται το πιο αληθινό ανθρώπινο δέσιμο.
Ο Αμπέλ, αν και χαρισματικός λογοτέχνης, έχει απαρνηθεί χρόνια την ανθρώπινη επαφή και ζει ολομόναχος σε ένα νησί της Νορβηγίας. Ενώ λοιπόν, φαινομενικά, σιχαίνεται τους ανθρώπους —και κυρίως τους δημοσιογράφους— δέχεται να δώσει συνέντευξη για έναν μυστήριο λόγο σε έναν άσημο δημοσιογράφο, τον Έρικ. Ο Αμπέλ είναι γκρινιάρης, δύστροπος, κακότροπος, και κυρίως ένας μισάνθρωπος που απεχθάνεται τον έρωτα και το οποιοδήποτε νοιάξιμο ή τουλάχιστον, έτσι μάς συστήνεται. Ο Έρικ, από την άλλη, είναι το εντελώς αντίθετο. Ένας γλυκύτατος άνθρωπος που ξεχειλίζει από αγάπη και δοτικότητα. Δηλώνει, μάλιστα, πως είναι παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Όταν, λοιπόν, φτάνει στο σπίτι του Αμπέλ, αφού ο δεύτερος τού ρίχνει ξώφαλτσα με την καραμπίνα του, για να τον υποδεχθεί ως καλεσμένο του, ξεκινάει να του πάρει συνέντευξη ή τουλάχιστον προσπαθεί… με νύχια και με δόντια. Η συνύπαρξή τους μέσα σε λίγες ώρες θα περάσει από σαράντα κύματα και θα φέρει τα πάνω-κάτω…
Από την αρχή η συνέντευξη δεν κυλάει ομαλά. Ο Αμπέλ αρνείται να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση αφορά το καινούριο του βιβλίο, το οποίο είναι και το 21ο της καριέρας του, αλλά και σύμφωνα με τους κριτικούς, το καλύτερό του. Το βιβλίο του αυτό αποτελείται από γράμματα που υπογράφει ο ίδιος ο Αμπέλ και μία μυστηριώδης γυναίκα. Ο Έρικ με επίμονο και σχεδόν εμμονικό τρόπο προσπαθεί να κάνει τον Αμπέλ να ομολογήσει την ταυτότητα της γυναίκας που υπογράφει τα γράμματα, αλλά και των αρχικών, στα οποία αφιερώνει το βιβλίο του. Άραγε είναι τυχαίο όλο αυτό; Και αν ναι, γιατί ενώ κανένας από τους δύο δεν αντέχει τον άλλο, εν τέλει κανείς δεν υποχωρεί από το δωμάτιο σύγκρουσής τους; Γιατί άραγε, ουκ ολίγες φορές, ο Αμπέλ, ενώ διώχνει τον Έρικ, σε δευτερόλεπτα τού ρίχνει σχιστά με την καραμπίνα, προκειμένου να γυρίσει πίσω; Μήπως τελικά και ο ίδιος Αμπέλ περιμένει κάτι από τον Έρικ, για αυτό και τον διάλεξε, για να του δώσει συνέντευξη; Και πράγματι! Ο Έρικ δεν είναι καθόλου τυχαία επιλογή για τον Αμπέλ! Το θέμα είναι πως, όταν επιλέξει ο Αμπέλ να φανερώσει τη γυναίκα που κρύβεται πίσω από τα γράμματα, σε αντάλλαγμα μία «εξυπηρέτηση» από τον Έρικ, το έργο θα πάρει μια αβάστακτη τροπή! Μία τροπή που οδηγεί περισσότερο στον θάνατο, ή καλύτερα στη ζωή μετά τον θάνατο! Στη ζωή μετά τη λύτρωση!
Δεν θα αποκαλύψω άλλα! Άλλωστε, τέτοιο αριστούργημα πρέπει να το νιώσετε με τα μάτια σας και την ψυχή σας και όχι να σας το μαρτυρήσουν. Το μόνο που θέλω να προσθέσω, είναι πως ακόμα και αν αισθάνεστε πως έχετε καταλάβει το τέλος του έργου, η αλήθεια είναι πως είναι τόσο ευφυές, τόσο ανατρεπτικό, που ακόμα και αν νομίζετε πως το έχετε ήδη εξιχνιάσει, εκείνο θα σας επιβεβαιώσει, όχι μία, αλλά τρείς φορές, τη γνωστή φράση: «Δεν πάει ο νους σου!».
Όσον αφορά τα σκηνικά: μια αχανής βιβλιοθήκη με αμέτρητα παλαιικά βιβλία, ένα γραφείο και δύο πολυθρόνες, εκ πρώτης όψεως μπορούν να χαρακτηριστούν ως απλά, αλλά ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος τους, να μην υπάρχει καμία ανάγκη να εντυπωσιάσουν! Αυτό το κάνει από μόνο του το συνταρακτικά ανθρώπινο έργο του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ, καθώς και οι κορυφαίες ερμηνείες του Γιάννη Μπέζου και του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Ο Μπέζος, αμέσως, εντάσσει τον θεατή στο πετσί του ρόλο του, καθώς υποδύεται με φοβερή φυσικότητα τον αποξενωμένο Αμπέλ. Είναι συγκλονιστικό το πόσο έχει μελετήσει κάθε κίνηση του ιδιόρρυθμου ήρωά του, από το πιο απλό του νεύμα, μέχρι το πιο εξεζητημένο ξέσπασμά του. Ο θεατής συνειδητοποιεί από το πρώτο λεπτό πως ερμηνεύει με όλη του την ψυχή! Και τα δίνει όλα!
Ο Δαδακαρίδης, ο οποίος εκτός του ότι πρωταγωνιστεί, συμπορεύεται και σκηνοθετικά με τον γνωστό σε όλους μας, για τις κορυφαίες σκηνοθετικές του ικανότητες και επιλογές, Σωτήρη Τσαφούλια. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι θησαυρός! Η γλυκύτητα και η μειλίχια ενσυναίσθηση, με την οποία ο Δαδακαρίδης υποδύεται τον Έρικ, εντάσσουν αμέσως τον θεατή στην ψυχή του έργου. Όταν, μάλιστα, στο τέλος ο Δαδακαρίδης φτάνει στο συναισθηματικό ξέσπασμα του ρόλου του, οδηγείται και μας οδηγεί στην κορύφωση! Όσο για την εξαιρετική Σοφία Πανάγου, που υποδύεται τη μυστηριώδη γυναίκα, σαν αερικό εμφανίζεται στη σκηνή και με τις αισθαντικές τις κινήσεις μαγεύει και ταξιδεύει το κοινό!
Ένα έργο για τη σημασία της ανθρώπινης επαφής και αγάπης! Ένα έργο κόντρα στην αποξένωση και το έρεβος της μοναξιάς! Ένα έργο για όλες τις πονεμένες ρομαντικές ψυχές που χτυπούν ακόμα για το άλλο τους μισό, αλλά το αποφεύγουν! Ένα έργο για το μαζί και όχι για το χώρια! Ένα έργο για τη γοητεία του ζωτικού ψέματος που δεν κρατάει όμως πολύ, γιατί μόνο σε μια αληθινή ζωή μπορούμε να επιβιώσουμε! Ένα έργο που κανείς δεν πρέπει να χάσει! Αυτές, ακριβώς, είναι οι Αινιγματικές παραλλαγές!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αινιγματικές παραλλαγές, youtube.com, διαθέσιμο εδώ.