Της Ευτυχίας Δανίδου,
Ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων προστατεύονται πλέον του κινδύνου απόλυσης και απολαμβάνουν ορισμένους ευνοϊκότερους και επιεικέστερους όρους εργασίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν συνταγματικά δικαιώματα και να ενισχυθεί η ίση μεταχείριση και η απαγόρευση διακρίσεων, θεμελιώδεις σκοποί ενός κράτους δικαίου.
Κατάσταση Εγκυμοσύνης και Λοχείας
Η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία της μητρότητας, καθώς και η απαγόρευση διάκρισης λόγω φύλου στις εργασιακές σχέσεις, οδήγησαν στην πρόβλεψη αυξημένης προστασίας από την απόλυση των γυναικών στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για 18 μήνες μετά τον τοκετό. Η ρύθμιση του ν.3996/2011 ορίζει ότι επιτρέπεται η απόλυση μόνο σε περίπτωση που συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δεν μπορεί να είναι η μείωση της αποδοτικότητας λόγω εγκυμοσύνης. Πρέπει, δηλαδή, ο εργοδότης να κάνει έκτακτη καταγγελία, όπου ο σπουδαίος λόγος κρίνεται με βάση την αντικειμενική κρίση περιστατικών που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη, λαμβάνοντας υπόψη την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η νομολογία έχει κρίνει ότι σπουδαίος λόγος μπορεί, ενδεικτικά, να είναι η επανειλημμένη μη συμμόρφωση στις οδηγίες του εργοδότη για λόγους που δεν αφορούν την εγκυμοσύνη (Εφ. Αθ. 1426/1996), η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στην εργασιακή σχέση σε περίπτωση όπου ο σύζυγος της εγκύου ξεκίνησε ανταγωνιστική επιχείρηση στην ίδια περιοχή (ΑΠ 1177/1998), οικονομικοί λόγοι που οδήγησαν στο κλείσιμο του υποκαταστήματος στο οποίο εργαζόταν η έγκυος (Εφ. Θεσ. 47/1991).
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμη και στην περίπτωση που συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει την καταγγελία γραπτώς και να την κοινοποιήσει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η προστασία αυτή παρέχεται και στις γυναίκες που υιοθετούν τέκνο κάτω των 6 ετών, στις γυναίκες που εμπλέκονται στη διαδικασία παρένθετης μητρότητας, σε περίπτωση γέννησης νεκρού τέκνου, ενώ με τον ν. 4808/2021 την ίδια προστασία από την απόλυση απολαμβάνει και ο πατέρας εργαζόμενος για 6 μήνες μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση που η απόλυση ακυρωθεί, η έγκυος δικαιούται αποζημίωση, μισθούς υπερημερίας και επαναπρόσληψη, ενώ για να ισχύσει η προστασία της εγκύου, δεν αποτελεί προϋπόθεση να γνωρίζει ο εργοδότης την ύπαρξη της εγκυμοσύνης τη στιγμή της απόλυσης. Μάλιστα δε χρειάζεται να το γνωρίζει ούτε η ίδια, αρκεί να το γνωστοποιήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Άτομα με Ειδικές Ανάγκες
Ο νόμος 2643/1998 προβλέπει την υποχρεωτική πρόσληψη κατηγοριών εργαζομένων με ειδικές ανάγκες από δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις σε ποσοστό 10% και 8% αντίστοιχα. Μετά την εγγραφή στον ΟΑΕΔ, τα άτομα αυτά λαμβάνουν εκπαίδευση και προσλαμβάνονται με αναγκαστικές συμβάσεις σε επιχειρήσεις. Ένα μέρος των αποδοχών τους καλύπτεται από το κράτος, ενώ παρέχεται και επίδομα για προσαρμογή του χώρου στις ειδικές ανάγκες του ατόμου. Πέρα, ωστόσο, από την πρόωρη συνταξιοδότηση και την πρόβλεψη για αυξημένες μέρες αδείας αναψυχής και για ιατρικές ανάγκες, η προστασία των ατόμων με ειδικές ανάγκες επιδιώκεται να εξασφαλιστεί και με περιορισμούς στη δυνατότητα απόλυσης.
Συγκεκριμένα, δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπάρχει, μετά από απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, όταν παραβιάζονται κανονισμοί που προβλέπουν ως ποινή την απόλυση, όταν αποδεικνύεται ανεπάρκεια ή ακαταλληλότητα στην εκτέλεση της εργασίας, η οποία δεν οφείλεται στις ειδικές ανάγκες, στα τραύματα, στην αναπηρία, στην αντικοινωνική γενικώς συμπεριφορά του ατόμου. Χωρίς απόφαση της Επιτροπής μπορεί να γίνει καταγγελία, όταν η επιχείρηση αναστείλει τις εργασίες της ή το άτομο πληροί προϋποθέσεις για σύνταξη γήρατος ή έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Ακόμη, βέβαια και στην περίπτωση που εμπίπτει η καταγγελία σε αυτούς τους λόγους και είναι επιτρεπτή, οφείλεται η νόμιμη αποζημίωση και πρέπει να τηρηθεί έγγραφος τύπος. Ο εργοδότης, πάντως, έχει δικαίωμα αντικατάστασης του εργαζομένου με άλλο προστατευόμενο άτομο, όταν η προσαρμογή στο συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Συνδικαλιστικά Στελέχη
Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες συνταγματικές ελευθερίες οδηγούν, επιπρόσθετα, στην παροχή αυξημένης προστασίας από την απόλυση σε συνδικαλιστικά στελέχη, δηλαδή στα μέλη της διοίκησης και τα ιδρυτικά μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων. Οι εργαζόμενοι αυτοί προκειμένου να μπορούν να έρχονται σε σύγκρουση με τον εργοδότη, για να προασπίζονται και να διεκδικούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, δεν επιτρέπεται να μετατεθούν και να απολυθούν για ορισμένο χρονικό διάστημα. Το διάστημα αυτό είναι ένας χρόνος από την υπογραφή της ιδρυτικής πράξης για τα ιδρυτικά μέλη και όλη η διάρκεια της θητείας του, καθώς και ένας χρόνος μετά τη λήξη της για τα μέλη της διοίκησης. Δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας έχει ο εργοδότης μόνο σε περίπτωση που συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος με βάση την καλή πίστη καθιστά μη ανεκτή τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης.
Αξίζει να αναφερθεί, τέλος, ότι ανάλογη προστασία απολαμβάνουν και οι στρατευόμενοι μισθωτοί μετά την πρόσκληση για στράτευση και για έναν χρόνο μετά τη θητεία τους. Η κύρωση σε περίπτωση μη σεβασμού της ρύθμισης για προστασία από την απόλυση είναι παροχή αποζημίωσης απόλυσης και επιπλέον αποζημίωσης ίσης με αποδοχές έξι μηνών. Συμπερασματικά, ο ουσιώδης ρόλος της εργασίας στη ζωή του ατόμου, ως μέσου βιοπορισμού και επιβίωσης, αλλά και ως μέσου κοινωνικής ένταξης και προσφοράς, αναδεικνύει την ανάγκη ρύθμισης περιπτώσεων όπου ο κίνδυνος απόλυσης θα προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις, οικονομικές και προσωπικές, σε προστατευόμενες κατηγορίες ατόμων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δημήτρης Ζερδελής, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2021
- Ιωάννης Δ. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021