Της Ειρήνης Λάττα,
Ένα από τα χειρότερα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει κάποιος άνθρωπος είναι εκείνο το σφίξιμο στο στήθος και στο στομάχι στο άκουσμα του χαμού ενός αγαπημένου ανθρώπου, γνωστού και μη. Σιγή, μούδιασμα, πόνος. Σκέψη μετά τη σκέψη και απορία για το τι τελικά είναι η ζωή, ποιο είναι το νόημά της, πώς συνεχίζουμε να ζούμε χωρίς να σκεφτόμαστε τον άνθρωπο που χάσαμε ή την πιθανότητα κάτι τέτοιο να συμβεί και σε εμάς. Μια τέτοια ξαφνική αλλαγή μπορεί να προκαλέσει τέτοια ταραχή που απλά σκέφτεσαι πώς θα συνεχίσεις, όταν εσύ θα κάνεις ό,τι έκανες και πριν, θα ξυπνήσεις —με δυσκολία—, θα σηκωθείς, θα πας στη δουλειά σου, θα δεις τους φίλους σου, θα χαζέψεις τη φύση, τους ανθρώπους, θα πας για ψώνια, θα ζήσεις. Με τη διαφορά ότι σε όλα αυτά θα είναι αυτή σκέψη των ανθρώπων που χάθηκαν και δεν μπορούν να ζήσουν πλέον, όσα για εσένα είναι αυτονόητα και απλά πράγματα της καθημερινότητας.
Είναι σαν να ζεις και για αυτούς πλέον, σαν να ζουν πια μέσα σου κατά κάποιο τρόπο, όσο και αν δεν υπάρχει πολλή λογική σε αυτό. Πολλαπλά ερωτήματα «ταλανίζουν» το μυαλό σου, αλλά μετά, συνειδητοποιείς πως κάτι τέτοιο μπορεί τόσο εύκολα να βρεθεί στον δικό σου δρόμο ή σε κάποιου δικού σου ανθρώπου… δε θα ακούς μόνο για γεγονότα μακριά από εσένα —που μεταξύ μας— πάλι, κάτι τέτοια συναισθήματα σου προκαλούν. Συναισθήματα αδικίας και τόσο έντονου πόνου, τα οποία προκαλούν ένα τεράστιο «φορτίο», που το νιώθεις έντονα στο στομάχι. Λες και η ζωή μοιάζει να μην είναι αληθινή. Σκέφτεσαι τους ανθρώπους που μένουν πίσω και το πώς αυτή η ζωή που είναι τόσο υπέροχη, μπορεί να πονάει τόσο. Οι γονείς που χάνουν τα παιδιά τους, τα παιδιά που χάνουν τα αδέρφια τους ή τους παιδικούς τους φίλους, πώς τα βγάζουν πέρα;
Η απάντηση πως η ζωή συνεχίζεται μοιάζει να πονάει ακόμα περισσότερο, αλλά αυτή δεν είναι η αλήθεια; Η εύκολη λύση είναι να «βυθιστούμε» στο πένθος μόνιμα και να μη βρίσκουμε λόγο να γελάμε, γιατί ίσως μέσα μας νιώθουμε και τύψεις, αλλά τι είναι αυτό που μας κρατάει «όρθιους»; Ίσως, να είναι η ελπίδα της σωτηρίας του ανθρώπου που χάσαμε. Η σκέψη πως η ψυχή του ήταν τόσο ξεχωριστή, που πήγε σε έναν τόσο όμορφο κόσμο, όπως εκείνη, και πως ακόμα και με αυτόν τον τρόπο παραμένει δίπλα σου, μπορεί και περισσότερο από ποτέ. Δε νομίζω να σταματάει να πονάει ή να σου λείπει η ψυχή αυτή. Πιθανόν, συνηθίζεις τη νέα πραγματικότητα αργά ή γρήγορα, αλλά θα μένει πάντα πόνος και νοσταλγία όλων των στιγμών που ζήσατε μαζί. Σιγά σιγά, έρχεται η στιγμή της λύτρωσης, που αρχίζεις και αποδέχεσαι ή έστω, συνηθίζεις τη νέα πραγματικότητα. Προσπαθείς να μείνεις με τη σκέψη πως έτσι είναι η ζωή και, μάλλον, είναι ευκαιρία να κρατήσουμε τα θετικά, όσο θλιβερό και συντριπτικό ακούγεται.
Άλλωστε, αυτή είναι η κατάληξη όλων, έτσι δεν είναι; Απλά όταν γίνεται κάτι τόσο ξαφνικό, ίσως, πονάει λίγο περισσότερο. Η ζωή, όμως, είναι τόσο όμορφη, που αξίζει ακόμα και ο πόνος της, αυτός ίσως είναι και ο δρόμος προς τη βαθύτερη χαρά και το φως.