17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΗ απειλή χρήσης βίας στην υπόθεση οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Γουιάνας-Σουρινάμ

Η απειλή χρήσης βίας στην υπόθεση οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Γουιάνας-Σουρινάμ


Της Αντωνίας Πετρολέκα, 

Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η υπόθεση της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ της Γουιάνας και του Σουρινάμ (2007) από το Διαιτητικό Δικαστήριο για το Δίκαιο της θάλασσας, και συγκεκριμένα η ερμηνεία και η απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την απειλή χρήσης βίας εντός διαφιλονικούμενων θαλάσσιων περιοχών.

Στο πλαίσιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ άλλων εμπίπτει η αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων και η ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών. Επομένως, η απαγόρευση της χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε.. Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή, η πρώτη προσπάθεια περιορισμού της χρήσης βίας εντοπίζεται το 1899 στην Χάγη με την υπογραφή της ομώνυμης πρώτης σύμβασης, της οποίας το άρθρο 1 όριζε ότι: «οι υπογράφουσες δυνάμεις συμφωνούν να καταβάλλουν τις καλύτερες προσπάθειες τους για τον ειρηνικό διακανονισμό των Διεθνών διαφορών». Το 1924 με παρόμοιο περιεχόμενο ακολούθησε το πρωτόκολλο της Κοινωνίας των εθνών, «Περί ειρηνικής διευθετήσεως των διεθνών διαφορών», αλλά και μία σειρά από συνθήκες, όπως το Σύμφωνο του Ρήνου του 1925 και το Σύμφωνο Kellogg-Briand του 1928. Πιο συγκεκριμένα, στο Σύμφωνο Kellogg-Briand διατυπώθηκε η βασική αρχή ότι τα κράτη πρέπει να επιλύουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, εφόσον ο πόλεμος δεν μπορεί να αποτελεί μέσο επίλυσης διεθνών διαφορών.

Πηγή εικόνας: GeoExpro/Δικαιώματα χρήσης: USGS

Η απαγόρευση της χρήσης βίας αναφέρεται σαφώς στον Χάρτη του Ο.Η.Ε., στο άρθρο 2 παρ. 4, σύμφωνα με το οποίο: «Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό βρίσκονται στο Κεφάλαιο 7 του Χάρτη και περιλαμβάνουν το δικαίωμα των κρατών στη νόμιμη άμυνα και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας που ενεργοποιείται από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ιδιαίτερη σημασία για το παρόν άρθρο έχει το γεγονός ότι, πέραν της απαγόρευσης χρήσης βίας, απαγορεύεται και η απειλή χρήσης αυτής. Η απειλή χρήσης βίας από ένα κράτος σε κάποιο άλλο, μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω δηλώσεων αξιωματούχων της Κυβέρνησης, στρατιωτικών ασκήσεων, αλλά και άλλων ενεργειών.

Το εν λόγω περιστατικό μεταξύ της Γουιάνας και του Σουρινάμ διαδραματίστηκε ως εξής: στις 3 Ιουνίου του 2000, το ναυτικό του Σουρινάμ  εκδίωξε την εντολοδόχο της Γουιάνας, την καναδική πετρελαϊκή εταιρεία CGX Resources Inc, από σημείο εντός της μεταξύ τους διαφιλονικούμενης θαλάσσιας περιοχής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, το ναυτικό του Σουρινάμ διέταξε τους χειριστές της πλατφόρμας C.E. Thornton να «αφήσουν την περιοχή σε 12 ώρες», προειδοποιώντας ότι αν δεν συμμορφωθούν «οι συνέπειες θα είναι δικές τους», δήλωση που επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Τα μέλη του πληρώματος αποσυνέδεσαν την εξέδρα πετρελαίου από τον πυθμένα της θάλασσας και απομακρύνθηκαν από την περιοχή, ενώ τα περιπολικά του λιμενικού του Σουρινάμ τους ακολουθούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της αναχώρησής τους.

Επομένως, εκτός από τις οριοθετήσεις των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των 2 χωρών, η Γουιάνα ισχυρίζεται ότι οι παραπάνω ενέργειες του Σουρινάμ ισοδυναμούσαν με παραβίαση του άρθρου 279 της Σύμβασης ως προς την επίλυση διαφορών με ειρηνικά μέσα, του άρθρου 2 παρ. 3 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με το οποία τα κράτη-μέλη θα επιλύσουν τις διεθνείς διαφορές τους με ειρηνικά μέσα που δεν θέτουν σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, και του άρθρου 33 παρ. 1 του Χάρτη, που ορίζει προσφυγή σε δικαστικό διακανονισμό, διαπραγμάτευση και άλλες μορφές μεθόδων επίλυσης διαφορών σε τέτοιες περιπτώσεις. Η Γουιάνα ισχυρίζεται, επίσης, ότι το Σουρινάμ παραβίασε το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη, μέσω της απειλής χρήσης βίας κατά της εδαφικής της ακεραιότητας.

Αναφορικά με το περιστατικό, η Κυβέρνηση της Γουιάνας ισχυρίστηκε ότι το Σουρινάμ, παρά το αρχικό του αίτημα για τερματισμό της ερευνητικής δραστηριότητας, αρνήθηκε να συμμετάσχει σε διαπραγμάτευση. Ενώ, ως επακόλουθο της απειλής χρήσης βίας, οι χειριστές της εξέδρας CGX δεν θέλησαν να επιστρέψουν στην περιοχή για να συνεχίσουν τις δραστηριότητες τους. Εν συνεχεία, ακολούθησε ο τερματισμός των εξερευνητικών δραστηριοτήτων και άλλων  εντολοδόχων της Γουιάνας όπως η Esso E&P Guyana και η Maxus. Η Γουιάνα, λοιπόν, αιτήθηκε αποζημίωση σε μορφή και σε ποσό που θα προσδιοριστεί από το Δικαστήριο, αλλά σε καμία  περίπτωση μικρότερο των 33,851,776 ευρώ, για τη ζημία που της προκάλεσε το Σουρινάμ με τις διεθνώς παράνομες πράξεις του.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: Wikimedia Commons

Από την πλευρά της, η Κυβέρνηση του Σουρινάμ υποστήριξε ότι η Γουιάνα είχε την υποχρέωση, όπως ορίζεται στο άρθρο 283 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, να τους ενημερώσει για φερόμενες παραβιάσεις της Σύμβασης. Επομένως, δεν τήρησε την «υποχρέωση ανταλλαγής απόψεων» καθώς δεν γνωστοποίησε ποτέ στο Σουρινάμ ότι θεώρησε το εν λόγω περιστατικό ως απειλή χρήσης βίας. Το Δικαστήριο, όμως, διαπίστωσε ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η Γουιάνα δεν είχε καμία υποχρέωση να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων με το Σουρινάμ για θέματα απειλής ή χρήσης βίας. Εν συνεχεία, το Σουρινάμ αμφισβήτησε το παραδεκτό της συγκεκριμένης κατηγορίας της Γουιάνας λόγω έλλειψης «καλής πίστης» και «καθαρών χεριών» (Good faith and clean hands), τονίζοντας ότι το δόγμα των «καθαρών χεριών» πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την απόφαση. Αναφορικά με το δόγμα των καθαρών χεριών, κανένας γενικά αποδεκτός ορισμός δεν έχει αναπτυχθεί στο διεθνές δίκαιο, ενώ η εφαρμογή του είναι σπάνια και ασυνεπής. Για το Σουρινάμ όμως, η στάση της Γουιάνας δεν βρίσκεται σε συμφωνία με το δόγμα των «καθαρών χεριών», καθώς ενέκρινε δραστηριότητες γεώτρησης σε αμφισβητούμενη περιοχή. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε το ανωτέρω επιχείρημα, τονίζοντας ότι η Γουιάνα δεν είχε εξουσιοδοτήσει άλλες ερευνητικές δραστηριότητες στην περιοχή μετά το περιστατικό του CGX.

Αναφορικά με το περιστατικό, εκπρόσωποι από το Ναυτικό του Σουρινάμ επιβεβαίωσαν τις ανωτέρω δηλώσεις αλλά τόνισαν ότι οι περιπολίες στην αλληλεπικαλυπτόμενη περιοχή είναι συχνές και ότι ουδέποτε θα χρησιμοποιούσαν βία ούτε είχαν σχετική εντολή. Συγκεκριμένα, ο Ταγματάρχης του Ναυτικού του Σουρινάμ  J.P. Jones δήλωσε ότι: «Εάν δεν εγκατέλειπαν τα νερά μας εθελοντικά, σίγουρα δεν θα χρησιμοποιούσα βία. Δεν είχα σχετικές οδηγίες και έτσι δεν είχα τα κατάλληλα όπλα για να το κάνω». Επίσης, ισχυρίστηκε ότι τα μέτρα που έλαβε το Ναυτικό του Σουρινάμ τον Ιούνιο του 2000, ήταν εύλογα και αναλογικά, με στόχο την επιβολή του νόμου για την αποτροπή μη εξουσιοδοτημένων ερευνών σε αμφισβητούμενη περιοχή της υφαλοκρηπίδας. Υποστήριξαν δε, ότι είχαν κάθε δικαίωμα να δράσουν για την επιβολή του νόμου έναντι των παράνομων ενεργειών της Γουιάνας εντός της διαφιλονικούμενης περιοχής. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το επιχείρημα ότι στο διεθνές δίκαιο είναι δυνατή η χρήση μέτρων για την επιβολή του νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναπόφευκτη, λογική και αναγκαία. Ωστόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες του Σουρινάμ αποτέλεσαν απειλή χρήσης βίας και όχι μια απλή ενέργεια επιβολής του νόμου.

Συνεπώς, το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δράση του Σουρινάμ συνιστά απειλή χρήσης βίας κατά παράβαση της Σύμβασης του 1982 για το Δίκαιο της θάλασσας, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του γενικού διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, απέρριψε το αίτημα της Γουιάνας ως προς την καταβολή αποζημίωσης, διότι θεώρησε ότι δεν αποδείχθηκε ικανοποιητικά το μέγεθος των οικονομικών ζημιών που επικαλέστηκε η Γουιάνα. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα της απειλής χρήσης βίας στην επίμαχη θαλάσσια περιοχή, και ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου πάνω σε αυτό το θέμα πιθανώς να φαίνεται λακωνική δεν παύει να αποτελεί, μαζί με την υπόθεση M / V Saiga (1999), σημαντική νομολογία επί του θέματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Reports of International Arbitral Awards, Legal UN, διαθέσιμο εδώ
  • The Guyana/Suriname Arbitration: A Commentary, Hague Justice Portal, διαθέσιμο εδώ
  • Θεμελιώδεις Έννοιες στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Κώστας Θ. Χατζηκωνσταντίνου, Χαράλαμπος Ελ. Αποστολίδης, Μιλτιάδης Χ. Σαρηγιαννίδης με τη συμβολή του Βασίλη Περγαντή, Β’ Έκδοση, 2014
  • Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Ρούκουνας, Ε., 2015, 2nd ed. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, pp.535-540

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αντωνία Πετρολέκα
Αντωνία Πετρολέκα
Είναι απόφοιτη του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Αναμένεται να παρακολουθήσει πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Μελλοντικά θα ήθελε να ασχοληθεί με τη διπλωματία και ζητήματα περιβάλλοντος και ενέργειας. Έχει παρακολουθήσει πλειάδα σεμιναρίων και ημερίδων με διεθνές και ευρωπαϊκό περιεχόμενο. Στον ελεύθερο της χρόνο απολαμβάνει να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις και κινηματογράφο.