Της Σάρα Μουράτι,
Λίγο καιρό πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος -τον Σεπτέμβριο του 1939 με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία- που επηρέασε βαθύτατα την παγκόσμια ιστορία, διαμόρφωσε μια καινούρια διεθνή, πολιτική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, προξένησε σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις σε πολλές χώρες, οδηγώντας τον πληθυσμό τους σε εξαθλίωση και πλήρη ένδεια για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς η οικονομική ανοικοδόμησή τους μετά τη λήξη του άργησε να συντελεστεί και προκάλεσε το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών, αμάχων, και θυμάτων του ολοκαυτώματος, υπογράφτηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1936 το Σύμφωνο κατά της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς ή Αντικομιντέρν (Anti-Comintern Pact) μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας. Tο σύμφωνο συνυπέγραψαν ο γενικός πρεσβευτής της Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και ο Ιάπωνας πρεσβευτής στη Γερμανία Kintomo Mushanokōji.
Η Κομιντέρν ή Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνής ήταν ένας διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1919 από τη Σοβιετική Ένωση με στόχο την προώθηση της παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης και την ανατροπή του καπιταλισμού και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Παράλληλα, ο συντονισμός των δραστηριοτήτων και των στρατηγικών των κομμουνιστικών κομμάτων που υπήρχαν σε διάφορες χώρες αποτέλεσε πρωταρχικό μέλημά της.
Μέσω αυτού του συμφώνου, λοιπόν, οι υπογράφουσες χώρες εκδήλωσαν τη δέσμευσή τους να αντιταχθούν σθεναρά στη διάδοση του κομμουνισμού που σταδιακά αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή εκείνο το διάστημα, διότι θεωρούσαν ότι τείνει να θέτει σε κίνδυνο την εσωτερική ειρήνη των εθνών και να στραφούν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ειδικότερα, ενώ, παράλληλα, εδραιώθηκε σταδιακά και η στενή συνεργασία που όφειλαν έκτοτε να έχουν, ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη των «κοινών» στόχων και φιλοδοξιών τους. Πριν την υπογραφή του προαναφερθέντος συμφώνου είχε προηγηθεί λίγες μέρες νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 25 Οκτωβρίου, η υπογραφή ενός συμφώνου συνεργασίας μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας που εδραίωσε και επισημοποίησε τη δημιουργία του Άξονα Ρώμης-Βερολίνου.
Το σύμφωνο Αντικομιντέρν, ουσιαστικά, αποτελούνταν από τρία κύρια άρθρα και ένα συμπληρωματικό πρωτόκολλο. Στο πρώτο άρθρο οι δύο συμμαχικές χώρες υπόσχονταν έγκυρη και ακριβή πληροφόρηση για τις δραστηριότητες της Κομιντέρν και στενή συνεργασία. Στο δεύτερο άρθρο αναγραφόταν ότι η Ιαπωνία και η Γερμανία θα έπρεπε να παροτρύνουν και άλλες χώρες, των οποίων η εσωτερική ειρήνη απειλούνταν από το καταστροφικό, όπως ισχυρίζονταν, έργο της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς να ενταχθούν σε αυτή τη συμφωνία και να συμμετέχουν στις προσπάθειες αναχαίτησης του κομμουνισμού. Τέλος, στο τρίτο άρθρο οριζόταν ότι η διάρκεια του συμφώνου θα ανερχόταν στα πέντε χρόνια, αλλά το 1941 παρατάθηκε για μια ακόμη πενταετία η ισχύς της. Το συμπληρωματικό πρωτόκολλο δέσμευε, ανάμεσα στα άλλα, τις χώρες που είχαν προβεί στην υπογραφή του να λαμβάνουν σκληρά μέτρα ενάντια σε όσους, είτε άμεσα είτε έμμεσα στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό επεδίωκαν να υλοποιούν τα διάφορα συμφέροντα της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το σύμφωνο πλαισιώθηκε και από μια ειδική μυστική συμφωνία που προέβλεπε την εφαρμογή κοινών μέτρων στον αγώνα εναντίον της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η ειδική μυστική συμφωνία έδωσε τη δυνατότητα στις δύο συμμαχικές χώρες να παρέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις πολλών κρατών με το πρόσχημα ότι η ανάμειξή τους αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην ανατροπή των σχεδίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στις 6 Νοεμβρίου του 1937 η Ιταλία προσχώρησε στο σύμφωνο, στις 24 Φεβρουαρίου του 1939 εντάχθηκε η Ουγγαρία, ενώ στις 27 Μαρτίου του 1939 πραγματοποιήθηκε και η είσοδος της Ισπανίας στο σύμφωνο και έπειτα συμμετείχαν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Από το 1939 έως το 1940 το σύμφωνο Αντικομιντέρν μετατράπηκε σε ανοιχτή στρατιωτική συμμαχία της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς στόχευε στη δημιουργία ενός ισχυρού και αποτελεσματικού αμυντικού συνασπισμού που θα στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και όχι τόσο στην καταστολή της επιρροής που ασκούσε ο κομμουνισμός. Επιπρόσθετα, δεν οδήγησε σε καμία άρτια συντονισμένη και οργανωμένη γερμανο-ιαπωνική στρατιωτική δράση, αλλά συνέβαλε στο να αυξηθεί η δυσπιστία και η καχυποψία μεταξύ των δύο συμμαχικών χωρών που αποζητούσαν απεγνωσμένα να πραγματοποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα που ήταν αντικρουόμενα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κολιόπουλος Ιωάννης Σ. (1990), Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία: Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- 100 χρόνια από την Κομμουνιστική Διεθνή των εργατών!, efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ