Της Αντωνίας Πετρολέκα,
Στην αρχή του 21ου αιώνα, η πολιτική σκήνη της Τουρκίας βίωσε ριζικές αλλαγές, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η άνοδος του ισλαμικού κινήματος στην εξουσία και η επακόλουθη απομάκρυνση από τις κεμαλικές ρίζες του παρελθόντος. Το 2002, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με επικεφαλής τον Recep Tayyip Erdoğan, αναδείχθηκε στην εξουσία και η χώρα οδηγήθηκε σε οικονομική ανάπτυξη και ευημερία που δεν είχαν προηγούμενο. Η ολοκληρωτική αυτή μεταστροφή, μεταξύ άλλων, επηρέασε σημαντικά τόσο την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, όσο και τη γεωπολιτική της στρατηγική. Η μεταστροφή αυτή βασίστηκε στον νέο-οθωμανισμό, όπως διατυπώθηκε στο βιβλίο του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Ahmet Davutoğlu, με τίτλο Το στρατηγικό βάθος.
Η έννοια του «στρατηγικού βάθους» αποτελείται από την ιδέα της επανάκτησης της επιρροής και της ηγεμονίας της Τουρκίας σε ευρύτερες γειτονικές της περιοχές, κυρίως στη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική. Η Τουρκία καλείται να ασκήσει επιρροή σε αυτές τις περιοχές, είτε μέσω πολιτικών και οικονομικών μέσων είτε μέσω της στρατιωτικής της παρουσίας, προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της και να ενισχύσει την επιρροή της στον παγκόσμιο χάρτη. Αυτή η προσέγγιση έχει συνδεθεί άμεσα με την προαναφερθείσα έννοια του «νέο-οθωμανισμού», που εμπερικλείει την πεποίθηση της αποκατάστασης της επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε περιοχές που κάποτε κυβερνήθηκαν από αυτήν. Το «στρατηγικό βάθος», λοιπόν, αποτελεί μια προσπάθεια της Τουρκίας να επιβεβαιώσει τον ρόλο της ως ισχυρού παίκτη στον παγκόσμιο χάρτη, παρέχοντας τη βάση για μια ευρύτερη γεωπολιτική προβολή και επιρροή.
Για να μπορέσει, όμως, να παίξει αυτόν τον παγκόσμιο ρόλο, τον οποίο καλείται εξαιτίας του «στρατηγικού της βάθους», η Τουρκία δεν πρέπει να ασχολείται με τους γείτονές της και τα μικρής σημασίας ζητήματα και πρέπει να εφαρμόσει απέναντί τους την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων». Έτσι, η Τουρκία θέτει τον συγκεκριμένο στόχο στο επίκεντρο του οράματος της εξωτερικής της πολιτικής και επιθυμεί να εξαλείψει όλα τα πιθανά προβλήματα από τις σχέσεις της με τους γείτονες ή τουλάχιστον να τα ελαχιστοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Ακόμα και όταν απορρίπτει τη λογική του «παγώματος» των προβλημάτων με τους γείτονες, υποστηρίζει την προσπάθεια ανάληψης ενεργών προσπαθειών για την επίλυση προβλημάτων, σύμφωνα με μια προσέγγιση αμοιβαίου κέρδους (win-win) και με ειρηνικά μέσα.
Η πολιτική «των μηδενικών προβλημάτων», αν και ακούγεται επικοινωνιακά ιδιαιτέρα εύηχη, στην πραγματικότητα δεν είναι ειλικρινής. Παρακολουθώντας τη συμπεριφορά της Τουρκίας, έναντι των γειτόνων της, δημιουργούνται ισχυρά ερωτήματα σχετικά με το αν η χώρα προσπαθεί όντως να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα με όλους τους γείτονές της αδιακρίτως, στη βάση, πάντα, του αμοιβαίου οφέλους. Εξετάζοντας, βέβαια, συνοπτικά τις σχέσεις της Τουρκίας με τα γειτονικά της κράτη, διαπιστώνουμε ότι τις περισσότερες φορές προσπαθεί να «παγώσει» τα προβλήματα και να παγιώσει καταστάσεις φιλικά προσκείμενες προς τα συμφέροντα. Αυτό γίνεται φανερό στα προβλήματα και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σε Ελλάδα, Κύπρο, Αρμενία, Γεωργία, Συρία και Ιράκ.
Συνεπώς, η Τουρκία στην καλύτερη περίπτωση επιδιώκει να αγνοηθούν ή να ξεπεραστούν τα προβλήματα και να οικοδομηθούν νέες –κυρίως εμπορικές– σχέσεις, βάσει των οποίων θα ικανοποιήσει τους δικούς της ρυθμούς ανάπτυξης, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει διεθνώς ότι οι σχέσεις της και η διεθνής συμπεριφορά της έχει βελτιωθεί. Ακόμα και όταν έχει καθιερώσει θετικές σχέσεις με ένα κράτος, όπως με το Αζερμπαϊτζάν, φαίνεται ότι χρησιμοποιεί αυτήν τη σχέση και πάλι προς όφελός της.
Από την άλλη, στη χειρότερη περίπτωση προσθέτει στις διακρατικές σχέσεις και νέες διεκδικήσεις, πράγμα που γίνεται φανερό στις σχέσεις της με την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Συρία και το Ιράκ. Φυσικά, η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» δεν φαίνεται να είναι επιτυχής ούτε για τα τουρκικά συμφέροντα. Οι σχέσεις της με την πλειοψηφία των γειτόνων σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σύμφωνη με τις αρχές της εν λόγω στρατηγικής. Με το Ιράκ και τη Συρία υφίσταται ένα συνεχόμενο κλίμα έντασης, όπως και με την Αρμενία, την Ελλάδα και την Κύπρο. Παράλληλα, το ρήγμα και τα «σκαμπανεβάσματα» στις σχέσεις της με το Ισραήλ αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αποτυχίες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Πλέον, με την πολιτική των μηδενικών προβλημάτων να έχει χάσει τη «λάμψη» της, τίθεται ζήτημα της θέσης της Τουρκίας στο περιφερειακό σύστημα. Βέβαια, παρότι η προσπάθειά της να αποτελέσει έναν γεωπολιτικό «γίγαντα» παραμένει ζωντανή και η επιρροή της παραμένει αναμφισβήτητη, η Τουρκία δεν έχει καταφέρει να σταθεροποιήσει τη θέση της, το αντίθετο, μάλιστα, προκαλεί συνεχώς αποσταθεροποίηση, στο πέρασμά της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Turkey’s Zero-Problems Foreign Policy, Foreign Policy, διαθέσιμο εδώ
- Κουσκουβέλης & Λίτσας, Το στρατηγικό βάθος και η Τουρκία, Εκδόσεις Ποιότητα