Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
Ο Μενέλαος Λουντέμης, έχοντας ζήσει ο ίδιος μια στερημένη ζωή, σκιαγραφεί, συνήθως, τους ήρωές του περιχαρακωμένους στα δεσμά της ανέχειας και όσων αυτή συνεπάγεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μέλιος, ο πρωταγωνιστής της τετραλογίας, με επίκεντρο το μυθιστόρημα Ένα παιδί μετράει τα άστρα, ο οποίος μάλιστα αποτελεί περσόνα του γράφοντος, μάχεται να υπερκεράσει τα εμπόδια –οικονομικά και, ως επί το πλείστον, κοινωνικά– που του επιφέρει η φτώχεια. Κοινωνική υποτίμηση και παραγκωνισμός, καθώς και βιοτικές δυστοκίες επιδρούν καταλυτικά στον ρου της ιστορίας, αφού, εξαιτίας αυτών, στερείται τον μεγάλο και μοναδικό έρωτα της ζωής του. Περαιτέρω, ο Μέλιος κοπιάζει από πολύ νεαρή ηλικία, ώστε να μπορέσει να φοιτήσει στο σχολείο, αγαθό αυτονόητο για τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του.
Ένα ακόμα μυθιστόρημα στο οποίο η έννοια της ανέχειας και τα συνακόλουθά της επηρεάζουν τη δράση και τους χαρακτήρες (και, συγκεκριμένα, διαπλάθουν διαφορετικά την κοσμοθεωρία και τον τρόπο σκέψης τους), είναι Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος. Είναι χαρακτηριστικό πως η φτώχεια διατρέχει ήδη το πρώτο κεφάλαιο το βιβλίο, το οποίο ουσιαστικά συνιστά μια περιγραφή της μίζερης καθημερινότητας των ενοίκων ενός σπιτιού μιας φτωχογειτονιάς. Στο εν λόγω απόσπασμα, καθίσταται φανερό πως ο γράφων συνδέει την οικονομική δυσχέρεια με την κατήφεια, τη μοναξιά και τη μελαγχολία. Η σκιαγράφηση του σπιτιού που ασφυκτιά από το έρεβος, δημιουργεί αποπνικτικά συναισθήματα στον αναγνώστη: λες και η ζωή τελειώνει στην πόρτα αυτού του σπιτιού, λες και στα δωμάτιά του δεν υπάρχει ούτε μια χαραμάδα φωτός και ελπίδας. «Σε λίγο τα παράθυρα πάλι ξανάκλειναν σα να κλειναν έξω τον κόσμο». Αυτή η ζοφερή ζωή έχει αφήσει, φυσικά, το αποτύπωμά της στο πρόσωπο των φτωχών ενοίκων: το δέρμα της σπιτονοικοκυράς παρουσιάζεται ρυτιδιασμένο, τα μάτια της διαρκώς πρησμένα και εκείνη μονίμως σιωπηλά, να υπομένει, μαζί με τους υπόλοιπους, στωικά και βουβά το καθημερινό της μαρτύριο. «Κρύψιμο απ’ τον κόσμο κι απ’ τον εαυτό τους. Ζούσαν πίσω απ’ τη ζωή, σαν να κουβαλούσαν στη ράχη τους την ταφόπετρά τους».
Απόστρατοι της ζωής, άδειοι από φως και όνειρα, μαραζωμένοι από τις έγνοιες και τις απογοητεύσεις, εγκαταλελειμμένοι στη μικρή τους κάμαρα να τους τιτρώσκει η αδήριτη μοναξιά, ώσπου να τους κατασπαράξει.
Αυτή η διαπλοκή της φτώχειας με τη μοναξιά τονίζεται και από την ιστορία του γέρου ηθοποιού, που συνιστά μια τραγική φιγούρα: ο απόμαχος ηθοποιός αποτελεί έναν άνθρωπο εγκλωβισμένο στα πλοκάμια του παρελθόντος, ένα ζωντανό ερείπιο και μνημείο των παλαιών ένδοξων ημερών. Θρέφεται από τις αναμνήσεις, αναπνέει τα παλιά, σκονισμένα όνειρα, ξεδιψά με μια νεότητα οριστικά χαμένη. Και μόνο όταν παρακολουθεί τις νέες παραστάσεις στα παρασκήνια —αφού και ο ίδιος πλέον βρίσκεται στο παρασκήνιο της ζωής— νιώθει για λίγο πάλι ζωντανός και νέος.
Παρόλα αυτά, μέσα σε αυτό το πλέγμα δυστυχίας και μαρασμού, οι ήρωες του Λουντέμη κρατούν πάντα φυλαγμένα τα όνειρά τους, τους έρωτές τους, την Τέχνη τους. Η ασίγαστη ελπίδα τους, η άσβεστη δίψα τους για ζωή και φως, παραμένουν αλώβητες μέσα σε τόσο σκοτάδι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Μενέλαος Λουντέμης (επιμέλεια Σπύρος Καραμπάλης), Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, Εκδόσεις Πατάκης, 2015