Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν και άρχισαν να γίνονται νέα τάση στον επενδυτικό κόσμο, οι ιδιωτικές αγορές –και ειδικότερα τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equities – P.E.)– γνώρισαν μια ραγδαία περίοδο ανάπτυξης, συναντώντας μικρά σκαμπανεβάσματα, λόγω της ιδιαιτερότητάς τους. Μέχρι και σήμερα, αποτελεί για θεσμικούς και μεγάλους ιδιώτες επενδυτές μια εναλλακτική από τις παραδοσιακές αγορές μετοχών και ομολόγων, ώστε να σημειώσουν υψηλότερες αποδόσεις (λαμβάνοντας, παράλληλα, αρκετές φορές υψηλότερο κίνδυνο) και να αποφύγουν το άγχος των βραχυπρόθεσμων διακυμάνσεων που παρουσιάζεται στις δημόσιες αγορές (δηλ. στα χρηματιστήρια).
Η περίοδος της «χαλαρής» νομισματικής πολιτικής μετά το ξέσπασμα της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης του 2008, η οποία αναθερμάνθηκε κατά την κρίση του Covid-19, «πλημμύρησε» με (περίσσεια) ρευστότητα, μεταξύ άλλων, τα P.Es, προκαλώντας στρεβλώσεις (και) στην ιδιωτική αγορά, κάνοντας πανάκριβες τις αποτιμήσεις των εταιρειών-στόχων και υπερδιογκώνοντας τα χρέη τους (περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Το πιστωτικό περιβάλλον, όμως, σε σχέση με πριν μερικά χρόνια, έχει αλλάξει άρδην, καθώς ο υψηλός ρυθμός πληθωρισμού ανάγκασε τις Κεντρικές Τράπεζες των μεγάλων οικονομιών να προχωρήσουν σε νομισματική «σύσφιξη» και συγκεκριμένα σε επιθετική αύξηση των επιτοκίων. Το «φθηνό» χρήμα αποτελεί πλέον παρελθόν, παρότι συνεχίζει η αγορά να έχει αρκετή ρευστότητα να στηριχτεί. Μάλιστα, το γεγονός ότι τα επιτόκια διατηρήθηκαν στο peak τους περισσότερο από όσο εκτιμούσε η αγορά, έχει κάνει δυσμενέστερη τη χρηματοοικονομική κατάσταση για τα P.Es, καθώς τα βρήκε απροετοίμαστα.
Προφανώς, οι πιστωτικές επιπτώσεις αυτής της «καθυστέρησης» δεν είχε αντίκτυπο μόνο στην ιδιωτική αγορά, αλλά και, σχεδόν, σε κάθε μεγάλη και μικρή επιχείρηση που προσπαθεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, ενώ, παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά και το κόστος δανεισμού των Κυβερνήσεων, στενεύοντας τα δημοσιονομικά τους περιθώρια. Στην περίπτωση των P.Es η κατάσταση απλά είναι πιο σοβαρή, λόγω της υπερεπέκτασης και υπερμόχλευσής τους τα προηγούμενα χρόνια, εκμεταλλευόμενα το πολύ χαμηλό κόστος κεφαλαίου. Ρίχνοντας απλά μια ματιά στη ραγδαία ανάπτυξη των εξαγορών τα τελευταία χρόνια, κλάδος που σημείωνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, γίνεται ξεκάθαρη η έντονη δραστηριότητα στην ιδιωτική αγορά.
Εδώ και καιρό, λοιπόν, τα P.Es έχουν αναπτύξει νέους τύπους χρηματοοικονομικής μηχανικής, στην προσπάθειά τους να αναχρηματοδοτήσουν επενδύσεις τους και να δώσουν τα απαιτούμενα μερίσματα στους επενδυτές-πελάτες τους. Στελέχη των P.Es επιμένουν ότι οι σημερινές δυσκολίες θα είναι βραχύβιες και ότι οι περίοδοι άγχους είναι συχνά οι στιγμές που μπορούν να γίνουν οι καλύτερες συμφωνίες. Έτσι, οι ασυνήθιστες τακτικές χρηματοδότησης είναι μια λύση σε προσωρινές προκλήσεις σε έναν κλάδο που παραμένει γεμάτος με περίπου $ 2,5 τρις δεσμευμένων μετρητών από επενδυτές (uncalled investor cash), γνωστά ως “dry powder”.
Στον αντίποδα, οι πιο σκεπτικιστές θεωρούν πως αυτές οι πρακτικές χρηματοδότησης αποτελούν κακό «σύμπτωμα» τις κρίσης ρευστότητας που βιώνουν τα ιδιωτικά κεφάλαια. Να σημειωθεί πως για τα περισσότερα P.Es η σημερινή πιστωτική κατάσταση είναι σχεδόν πρωτόγνωρη, καθώς μέχρι σήμερα βίωναν ένα όλο και πιο ευνοϊκό χρηματοοικονομικό περιβάλλον, που οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων είχαν ανοδική τάση και το κόστος δανεισμού μειωνόταν. Πλέον, πολλές εταιρείες με υψηλό χρέος και χαμηλή πιστωτική αξιολόγηση έχουν αποκλειστεί από τις δημόσιες αγορές και όσες καταφέρουν να εκδόσουν στην ιδιωτική αγορά το επιτυγχάνουν με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια.
Κατά το 2023 εκδόθηκαν στις Η.Π.Α. ομόλογα και δάνεια υψηλού κινδύνου (αξιολόγησης CCC) αξίας $ 3 δις, ποσό μικρότερο κατά 78% σε σχέση με αυτό του 2022, σύμφωνα με δεδομένα των PitchBook LCD και Refinitiv, γεγονός που δείχνει τη σημαντικά μεγαλύτερη αποστροφή των επενδυτών σε χρέη υψηλότερου κινδύνου μέσα σε ένα έτος (νομισματικής «σύσφιξης»). Οι αναλυτές της Moody’s έχουν προειδοποιήσει ότι μέχρι το τέλος του έτους, περισσότερες από τις μισές αμερικανικές εταιρείες με αξιολόγηση single-B minus δεν θα παράγουν αρκετά μετρητά για να καλύψουν τις κεφαλαιουχικές τους δαπάνες κατά την εξυπηρέτηση του χρέους τους.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει αρκετές εταιρείες να στραφούν στο λεγόμενο “payment-in-kind debt” (δηλαδή δάνειο όπου ο δανειολήπτης επιτρέπεται να πραγματοποιεί πληρωμές τόκων με άλλες μορφές εκτός από μετρητά ή οι πληρωμές να αναβάλλονται για τη λήξη του δανείου), για να ξεμείνουν από μετρητά. Αυτό βοηθά στην άμβλυνση της πίεσης των ταμειακών ροών βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι μια δαπανηρή μορφή δανεισμού που επηρεάζει τις μελλοντικές αποδόσεις των επενδυτών. Μπορεί, επίσης, να αποτύχει εάν η εταιρεία δεν αναπτυχθεί αρκετά γρήγορα, ώστε να καλύψει, τελικά, το μελλοντικούς χρεωστικούς τόκους. Ήδη ο κίνδυνος χρεοκοπίας έχει αυξηθεί σημαντικά και σε όλο και περισσότερες εταιρείες οι πιστωτές τους παίρνουν τον έλεγχο έναντι των μετόχων.
Το νέο περιβάλλον των επιτοκίων είναι μια ιδιαίτερη δοκιμασία για ορισμένα από τα P.Es που έχουν αναπτυχθεί ραγδαία την τελευταία δεκαετία χάρη στις ισχυρές αποδόσεις κεφαλαίων. Ορισμένοι κάποτε μικροί όμιλοι εξαγοράς με έδρα τις Η.Π.Α., όπως οι Vista, Thoma Bravo, Platinum Equity, HIG Capital, Insight Partners και Clearlake Capital, επεκτάθηκαν γρήγορα, αλλά τώρα αντιμετωπίζουν την πρώτη τους οικονομική ύφεση, διαχειριζόμενοι μεγάλες ομάδες περιουσιακών στοιχείων. To 2023 σίγουρα ήταν από τα κρισιμότερα έτη για τον κλάδο, ωστόσο οι πιέσεις φαίνεται να συνεχίζονται και φέτος, αναγκάζοντας τα P.Es να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία ώστε να μπορούν να επιστρέψουν μετρητά στους επενδυτές (τους limited partners) και σε ορισμένες περιπτώσεις να τους θέσουν ως στόχο εξαγοράς για μεγαλύτερους ανταγωνιστές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Private equity: higher rates start to pummel dealmakers, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- As golden age for private capital ends, 2024 heralds more consolidation, reuters.com, διαθέσιμο εδώ
- The private-equity industry has a cash problem, economist.com, διαθέσιμο εδώ