13.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνία«Ψυχική ανθεκτικότητα»: Προστατευτικοί παράγοντες και Παράγοντες επικινδυνότητας

«Ψυχική ανθεκτικότητα»: Προστατευτικοί παράγοντες και Παράγοντες επικινδυνότητας


Της Χαράς Παπαϊωάννου,

Η έννοια της «Ψυχικής Ανθεκτικότητας» αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου “Resilience”, ενώ ξεκίνησε για πρώτη φορά να μελετάται περί τις δεκαετίες του 1960 και 1970 (Luthar et al., 2015). Συνιστά μια γενική και ιδιαιτέρως πολυσήμαντη έννοια, η οποία, σύμφωνα με τον Greene, αποτελεί την ικανότητα ενός ατόμου να ξεπερνά το συναίσθημα του πόνου και να ανασυγκροτεί τον εαυτό του προκειμένου να κατορθώσει να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά στις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον του.

Στον τομέα της ψυχολογίας, η έννοια αξιοποιείται, όταν γίνεται λόγος για ένα άτομο, το οποίο ανακάμπτει, έπειτα από τραυματικές εμπειρίες, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της ψυχικής του υγείας και την ενδυνάμωση της ατομικής του αντοχής απέναντι σε πιεστικές ή αγχογόνες συνθήκες (Masten & Gewirtz, 2006). Ο Ματσόπουλος περιγράφει την έννοια ως «ένα πολυμορφικό χαρακτηριστικό του ατόμου, αλλά και μια κατάσταση που επικεντρώνεται στη θετική προσαρμογή, ύστερα από κάποιες δύσκολες εμπειρίες που βίωσε», ενώ για τον ίδιο, δύο είναι τα στοιχεία που σχετίζονται άμεσα με την έννοια• η τραυματική εμπειρία που μπορεί να σχετίζεται με μια ή περισσότερες δυσχερείς καταστάσεις και η αποτελεσματική προσαρμογή του ατόμου στις νέες συνθήκες». Η Δημητριάδου, από την άλλη, υποστηρίζει πως ο όρος αφορά «στην ύπαρξη ατόμων, τα οποία είτε γεννιούνται και μεγαλώνουν μέσα σε αντίξοοες συνθήκες όπως ανέχεια, προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον, πόλεμο) είτε βιώνουν απροσδόκητα μια ποικιλία οδυνηρών και ενδεχομένως τραυματικών εμπειριών ζωής (ασθένεια, απώλεια αγαπημένων προσώπων) και αποδεικνύονται αρκετά ικανά να ανταπεξέλθουν, ώστε να μην αναπτύξουν κάποια ψυχολογική διαταραχή».

Πηγή Εικόνας: Pixabay.com/ Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: geralt.

Η «ψυχική ανθεκτικότητα», σύμφωνα με το Luthar, δεν αποτελεί ένα «μόνιμο» στοιχείο του χαρακτήρα ενός ατόμου, το οποίο τον συντροφεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αντίθετα, η εμφάνιση και η ύπαρξή της εξαρτάται από τον χώρο, τη χρονική στιγμή, καθώς και τις διεργασίες αλληλεπίδρασης που λαμβάνουν χώρα μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού του περίγυρου. Ο Oshio αντιμετωπίζει την «ψυχική ανθεκτικότητα» ως ένα «εγγενές χαρακτηριστικό της προσωπικότητας» και τη δεξιότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει δυσμενείς καταστάσεις και παράλληλα ως μια «δυναμική διαδικασία», αποδεικνύοντας την ικανότητά του να προσαρμοστεί και να αντιμετωπίσει τις «προβληματικές» συνθήκες. Οι Grant & Kinman, από την άλλη, πιστεύουν ότι η «ψυχική ανθεκτικότητα» μπορεί να αναπτυχθεί και να ενισχυθεί στα πλαίσια της εποπτείας και της συμβουλευτικής, κατόπιν εφαρμογής της στην πράξη, μέσα από τη συναισθηματική εκπαίδευση, την ενσυναίσθηση, ακόμη και μέσα από την υποστήριξη που προέρχεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Αυτό σημαίνει πως πρόκειται για μια έμφυτη ικανότητα του ατόμου, την οποία έχει την ευκαιρία να αναπτύξει και να μάθει στη διάρκεια της ζωής του.

Σύμφωνα με τους Reyes & Elias, η «ψυχική ανθεκτικότητα» αποτελεί, επίσης, μια πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους «προστατευτικούς παράγοντες» και τους «παράγοντες επικινδυνότητας» του ατόμου και του περιβάλλοντός του. Ως «παράγοντες επικινδυνότητας» χαρακτηρίζονται οι μεταβλητές, οι οποίες επιδρούν και αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων σε ποικίλους τομείς της ζωής του ατόμου, όπως στην κοινότητα, την οικογένεια, το σχολείο, τους συνομηλίκους και στο ίδιο το άτομο. Στους «ατομικούς παράγοντες επικινδυνότητας» μπορούν να συγκαταλεχθούν τα βιολογικά χαρακτηριστικά και τα στοιχεία ιδιοσυγκρασίας του, τα οποία επηρεάζουν την προσωπικότητα, τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις ενός ατόμου (χαμηλό επίπεδο νόησης, νοητική υστέρηση, άγχος, χαμηλή ακαδημαϊκή επίδοση κ.ά.), ενώ στους «περιβαλλοντικούς παράγοντες επικινδυνότητας» εντάσσονται στρεσογόνες μεταβλητές που σχετίζονται με το σχολείο, την κοινωνία και την οικογένεια (διαζύγιο, κακοποίηση, ανέχεια, η ασθένεια γονέων κ.α.). Οι «προστατευτικοί παράγοντες», από την άλλη, αποτελούν τα «εγγενή χαρακτηριστικά» είτε της προσωπικότητας είτε του περιβάλλοντος του ατόμου, τα οποία επιδρούν και συνεισφέρουν στον μετριασμό των στρεσογόνων γεγονότων. Για τον Esquivel, πρόκειται για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που φέρει το άτομο ή το πλαίσιο στο οποίο ανήκει, με αποτέλεσμα να αμβλύνονται οι συνέπειες των «δύσκολων» καταστάσεων επιτρέποντας στα άτομα να επιτύχουν, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα εκδήλωσης προβλημάτων ή αυξάνοντας την πιθανότητα ενίσχυσης της ψυχικής τους υγείας. Στους «ατομικούς προστατευτικούς παράγοντες» εντάσσονται ο αυτοέλεγχος, η ιδιοσυγκρασία, η αισιοδοξία, το χιούμορ, οι καλές γνωστικές λειτουργίες, η προσαρμοστικότητα, η θετική αυτοαντίληψη κ.α.• στους «οικογενειακούς προστατευτικούς παράγοντες» ανήκουν οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις, το ευχάριστο κλίμα, ο δεσμός με τους γονείς, το ανεβασμένο επίπεδο γονικής μόρφωσης, η επικοινωνία κ.ά., ενώ, καταλήγοντας, στους «περιβαλλοντικούς προστατευτικούς παράγοντες» εντάσσονται η υποστηρικτική στάση των γονέων, η καλή σχέση με τους συνομήλικους, η δημόσια ασφάλεια, η λήψη ποιοτικής γνώσης από το σχολείο κ.ά. (Esquivel et al., ό.π.).

Πηγή Εικόνας: Pixabay.com/ Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: viarami.

Η οικογένεια αποτελεί έναν από τους «προστατευτικούς παράγοντες». Η λειτουργία του περιβάλλοντος της οικογένειας είναι καθοριστική για την ανάπτυξη των παιδιών, καθώς τόσο οι γονείς όσο και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια παρέχουν στα παιδιά την απαραίτητη, για την ανάπτυξή τους, φροντίδα. Η οικογένεια δεν συνεισφέρει αποκλειστικά στην ενίσχυση της σωματικής υγείας των παιδιών, αλλά και στην πρόσδοση σε αυτά κινήτρων, μέσω των οποίων θα ενδυναμώσουν ή θα δομήσουν από την αρχή την αυτοεκτίμησή τους. Η οικογένεια μπορεί, να λειτουργήσει ως «προστατευτικός παράγοντας», συνεισφέροντας στην ανάπτυξη της «ψυχικής ανθεκτικότητας» των παιδιών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Στηρίζει συναισθηματικά τα παιδιά, προκειμένου να κατορθώσουν να αναπτυχθούν ομαλά και φυσιολογικά. Ενισχύει την αυτονομία τους, είναι πιστή στην τήρηση κανόνων, ενώ δεν προσπαθεί να υποκαταστήσει κανένα από τα μέλη της. Στα πλαίσια της οικογένειας τίθενται σαφή όρια, συνήθειες και κανονισμοί, ενώ παράλληλα διαμοιράζονται οι ευθύνες στα μέλη, με αποτέλεσμα καθένα από αυτά να έχει επίγνωση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του. Η οικογένεια ενισχύει τη διαμόρφωση στενών δεσμών ανάμεσα στα μέλη, ενώ προωθεί το «θετικό στυλ αλληλεπίδρασης» προάγοντας τη δημιουργία θερμών διαπροσωπικών σχέσεων, χωρίς να υπάρχει η διάθεση άσκησης κριτικής. Η οικογένεια, ως «προστατευτικός παράγοντας» ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες των μελών, ενθαρρύνοντας παράλληλα τα παιδιά να συμμετάσχουν ενεργά στην οικογενειακή ρουτίνα. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά αισθάνονται ικανά να προσφέρουν με αυτοπεποίθηση ως άξια μέλη. Οι γονείς διατηρώντας υψηλές, αλλά ρεαλιστικές, προσδοκίες για τα παιδιά, τους προσφέρουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το αίσθημα της εμπιστοσύνης τόσο απέναντι στον εαυτό όσο και στους «άλλους». Για τον Πετρογιάννη, το αίσθημα αυτό της εμπιστοσύνης είναι απαραίτητο τόσο για την ανάπτυξη ενός ανθρώπου όσο και για την ενίσχυση της «ψυχικής ανθεκτικότητας».

Οι Shonkoff & Meisels διαπίστωσαν πως τα παιδιά που αναγνωρίστηκαν ως «ανθεκτικά» είχαν κατορθώσει να διαμορφώσουν σημαντικό συναισθηματικό δεσμό με το πρόσωπο που τους πρόσφερε επαρκή φροντίδα έναν χρόνο αφότου γεννήθηκαν. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από τη «Θεωρία Δεσμού» του Bowlby, κατά την οποία το άτομο έχει την τάση να διαμορφώνει συναισθηματικούς δεσμούς, οι οποίοι λειτουργούν ως το βασικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Bowlby, αναφέρει πως χάριν της διαμόρφωσης συναισθηματικών δεσμών, διασφαλίζεται η υγιής ανάπτυξη του παιδιού. Το άτομο, δηλαδή, είναι «βιολογικά προγραμματισμένο» να συνδεθεί συναισθηματικά με τον φροντιστή του με σκοπό να αισθανθεί ασφάλεια και να επιβιώσει. Ο φροντιστής αποτελεί τη «στέρεη βάση», ώστε να μπορέσει το παιδί να εξερευνήσει το περιβάλλον του, το οποίο εάν του προκαλέσει κάποια «αναστάτωση, άγχος ή απειλή» να μπορεί να επιστρέψει πίσω στην ασφάλεια του.

Η ποιότητα του δεσμού παιδιού-γονέα συνδέεται άρρηκτα με την ανάπτυξη της «ψυχικής ανθεκτικότητας», καθώς και με τις μεθόδους αντιμετώπισης των αγχογόνων συνθηκών. Οι γονείς μετά τη γέννηση εκθέτουν το παιδί σε ένα σαφές συναισθηματικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν ως «πρότυπα», εξοικειώνοντάς το με στρατηγικές διαχείρισης των συναισθημάτων. Τις στρατηγικές αυτές εσωτερικεύει το παιδί, το οποίο τείνει να τις διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του. Τα παιδιά που έχουν διαμορφώσει «ασφαλή τύπο δεσμού» είναι σε θέση να αξιολογούν τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και να τις κρίνουν ως προκλήσεις και όχι ως απειλές, με αποτέλεσμα να μπορούν να διαχειρίζονται ομαλά τα αρνητικά τους συναισθήματα, αναπτύσσοντας την «ψυχική ανθεκτικότητά» τους. Αντίθετα, τα άτομα που έχουν διαμορφώσει «ανασφαλείς τύπους δεσμών», αντιδρούν υπερβολικά απέναντι σε αρνητικά συναισθήματα («αμφιθυμικός τύπος») ή καταπνίγουν όσα αισθάνονται («αποφευκτικός τύπος»), με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσουν την «ψυχική» τους «ανθεκτικότητα».

Πηγή Εικόνας: Pixabay.com/ Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: GDJ

Το «κοινωνικό περιβάλλον» ή το «κοινωνικό πλαίσιο» στο οποίο το άτομο ζει και εξελίσσεται  αποτελεί, επίσης, «προστατευτικό παράγοντα» ανάπτυξης της «ψυχικής ανθεκτικότητας». Στην έννοια του «κοινωνικού πλαισίου» εμπεριέχονται η κοινότητα, η κοινωνική στήριξη, ο κοινωνικός περίγυρος, η κοινωνική τάξη, καθώς και ο πολιτισμός. Σύμφωνα με τον Masten, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη των κατάλληλων μηχανισμών άμυνας, οι οποίοι θα το «θωρακίσουν» συναισθηματικά και ως ενήλικο. Η κοινότητα, δηλαδή, διαμορφώνοντας υψηλές προσδοκίες για τα μέλη της, μεριμνώντας για τη διασφάλιση της υγείας και της ασφάλειάς τους και προσφέροντας, παράλληλα, ποικιλία δραστηριοτήτων μέσω των οποίων θα βελτιώσουν την πνευματική τους ζωή, συνεισφέρει θετικά στη διαμόρφωση «ψυχικά ανθεκτικών» ατόμων. Όπως η οικογένεια, έτσι και η κοινωνία ως «στέρεη βάση», μεριμνά για τη θέσπιση, εφαρμογή και τήρηση κοινωνικών νόμων και κανονισμών με τα άτομα που τους τηρούν πιστά να αποκτούν ευημερία. Το κοινωνικό περιβάλλον, καταδικάζοντας συμπεριφορές και στερεότυπα που θέτουν σε κίνδυνο τα παιδιά, προσπαθεί να τα εμπλέξει σε δράσεις κοινωνικής ευθύνης, σε δραστηριότητες ενίσχυσης της ευαισθησίας, καθώς και σε περιβαλλοντικές παρεμβάσεις ή, γενικότερα, δράσεις που σχετίζονται με προβλήματα κοινωνικής φύσεως. Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη αποκτούν επίγνωση, συνειδητοποιούν τα όρια και τις δράσεις που είναι αποδεκτές και μη, κατανοούν τον εαυτό και τους γύρω τους, ενώ δρουν συνεργατικά για το κοινό καλό. Επιπροσθέτως, διαμορφώνουν διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ λαμβάνοντας υποστήριξη ο ένας από τον άλλο, βιώνουν συναισθηματική ασφάλεια, χαρά και αυτοέλεγχο. Αισθάνονται κοινωνικά επαρκείς, ευέλικτοι και ικανοί να συνάψουν διαπροσωπικές σχέσεις, αποκτούν αυτονομία, ενώ διαμορφώνουν αισθήματα αισιοδοξίας και πίστης στον εαυτό, κατανοώντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές τους.

Ο «προστατευτικός παράγοντας» του «κοινωνικού περιβάλλοντος» υποστηρίζεται από τη «Θεωρία των Οικολογικών Συστημάτων» του Bronfenbrenner. Ο Bronfenbrenner, μελετώντας την αλληλεξάρτηση της συμπεριφοράς του ατόμου και του περιβάλλοντος στο οποίο αυτή εκδηλώνεται, δίνει έμφαση στις κοινωνικές/περιβαλλοντικές επιρροές και τα κοινωνικά στρώματα με τα οποία αλληλεπιδρά συχνά το αναπτυσσόμενο άτομο. Για τον ίδιο, το άτομο που αναπτύσσεται βρίσκεται στο κέντρο και περιβάλλεται από ποικίλα περιβαλλοντικά συστήματα στα οποία ανήκει. Ανήκει πρώτα στα «μικροσυστήματα» (το περιβάλλον και οι κοινωνικές σχέσεις με τις οποίες αλληλεπιδρά συχνά), στα «μεσοσυστήματα» (ο σύνδεσμος ανάμεσα σε περισσότερα μικροσυστήματα, οικογένεια, σχολείο, συνομήλικοι κ.α.), στα «εξωσυστήματα» (οργανισμοί και πλαίσια από τα οποία επηρεάζεται) και τέλος, στα «μακροσυστήματα» (αξίες, ιδεολογίες, πεποιθήσεις, νόμοι κ.α.). Το άτομο αναπτύσσει την «ψυχική του ανθεκτικότητα» μέσα από την αλληλεπίδραση του ίδιου και των συστημάτων στα οποία ανήκει. Μπορεί η ανάπτυξή του να βασίζεται σε ένα βαθμό στο γενετικό του δυναμικό και την αυτοδιάθεσή του, εντούτοις το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται μπορεί να δράσει καθοριστικά και να επηρεάσει την ψυχική του εξέλιξη και τη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής του ταυτότητας.

Πηγή Εικόνας και Δικαιώματα χρήσης: exploringyourmind.com.

Καταληκτικά, η «ψυχική ανθεκτικότητα» διαπιστώθηκε πως αποτελεί μια «έννοια-ομπρέλα», εμπερικλείοντας ποικίλους παράγοντες και μεταβλητές και αποδεικνύοντας την σημασία μελέτης της, αλλά και τη δυσκολία που ενέχει η επίτευξή της ως «εγχείρημα». Οι βασικότερες μεταβλητές που αλληλεπιδρούν και εντάσσονται στο περιεχόμενο της έννοιας, αφορούν το ίδιο το άτομο (δεξιότητες, αναπαραστάσεις), τα κύρια χαρακτηριστικά της ύπαρξής του (στέγαση, υγιεινή, τροφή), την ικανότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων (επίγνωση της κατάστασης, επίλυση, εύρεση λύσεων) και τις διαπροσωπικές του σχέσεις (οικογένεια, συνομήλικοι, συνάδελφοι, συμμαθητές). Ειδικότερα, η οικογένεια αποτελεί το σύστημα όπου οι αλληλεπιδράσεις και οι συνδιαλλαγές ανάμεσα στα μέλη, επιδρούν επηρεάζοντας την ανάπτυξη του ατόμου, προκειμένου να μπορεί να προσαρμόζεται στις συχνά, δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος. Το κοινωνικό περιβάλλον λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο, συνδέοντας όλα τα «μικροσυστήματα» στα οποία εντάσσεται το άτομο, τα οποία αλληλεπιδρούν, παράλληλα, και επηρεάζουν την ανάπτυξη της «ψυχικής του ανθεκτικότητας». Τόσο από την οικογένεια όσο και την κοινωνία, τα παιδιά λαμβάνουν τα απαραίτητα εφόδια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους στρεσογόνους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες, οι οποίοι τους επηρεάζουν.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ματσόπουλος, Α., (2011), Από την ευαλωτότητα στην ψυχική ανθεκτικότητα: Εφαρμογές στο σχολικό πλαίσιο και στην οικογένεια, (σσ.56-57). Τόμος Α. Αθήνα: Παπαζήση

  • Χατζηχρήστου, Χ. Γ., (2015), Πρόληψη και προαγωγή της ψυχικής υγείας στο σχολείο και στην οικογένεια, Αθήνα: Gutenberg
  • Luthar, S. S., Cicchetti, D., & Becker,B., (2000), The construct of resilience: a critical evaluation and guidelines for future work. Child Development, 71, 543-562
  • Luthar, S. S., Crossman, J., E., & Small, J., P.,(2015), Resilience and Adversity. Handbook of Child Psychology and Developmental Science, Hoboken, NJ, US: John Wiley & Sons Inc.
  • Masten, A. S., & Obradovic, J., (2006), Competence and resilience in development. Annalsof the New York Academy of Sciences, 1094, 13-27
  • Grant, L., & Kinman, G. (2012), Enhancing wellbeing in social work students: Building resilience in the next generation. Social work education, 31(5), 605-621
  • Shonkoff, J. P. & Meisels, S. J (2000), Handbook of early childhood Intervention. Cambridge: Cambridge, University Press
  • Reyes, J. A., Elias, M. J., (2011), Fostering social-emotional resilience among Latino youth. Psychology in the Schools, 48(7), 723-737
  • Esquivel, G. B., Doll, B., & Oades-Sese, G. V, (2011), Introduction to the special issue: Resilience in schools. Psychology in the Schools, 48(7), 649-651


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Παπαϊωάννου
Χαρά Παπαϊωάννου
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει στην Ελευσίνα. Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και σπουδάζει στο University of Essex στο τμήμα Ψυχολογίας. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά και κατέχει πιστοποιημένες γνώσεις στην εγκληματολογία και το ποινικό δίκαιο. Στον ελεύθερο χρόνο της αρέσει να ταξιδεύει, να ακούει μουσική και να μελετά εθνογραφίες,