Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Η πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης που κατέθεσαν 4 κόμματα της Αντιπολίτευσης με πρωτοβουλία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα μπορούσε να αποτελέσει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αντιπαρατεθούν τα αντίπαλα στρατόπεδα με φόντο τα ζητήματα που «καίνε». Από τη μία, η Κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να στηρίξει το αφήγημά της και να πείσει τους πολίτες ότι όλα βαίνουν καλώς και ουδεμία προσπάθεια συγκάλυψης έχει συμβεί και, από την άλλη, η Αντιπολίτευση θα μπορούσε να επιδείξει μία σοβαρή και συγκροτημένη στάση αναφορικά με τα σφάλματα και τις αδυναμίες που καταλογίζει στην κυβερνώσα παράταξη και τον Πρωθυπουργό.
Όπως αναμενόταν, η πρόταση δυσπιστίας καταψηφίστηκε. Άλλωστε, όσες φορές κατά το παρελθόν βρεθήκαμε στην ίδια συνθήκη, δεν έπεσε η εκάστοτε Κυβέρνηση. Η Αντιπολίτευση είχε τη δυνατότητα, πέρα από το να σταθεί στα όσα τραγικά συνέβησαν έναν χρόνο νωρίτερα, να θέσει ουσιώδη ερωτήματα για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Αν, δηλαδή, έχουν γίνει προσπάθειες να ξεπεραστούν οι χρόνιες παθογένειες που όλοι αποδέχονται, αλλά κανείς δεν έχει διορθώσει. Το ζήτημα για εκείνη είναι να μην αναλωθούν σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας στη δεύτερη θέση μεταξύ ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., τη στιγμή που η Ν.Δ. θα βρίσκεται μπροστά με μεγάλη διαφορά, όπως όλα μέχρι στιγμής δείχνουν.
Η Κυβέρνηση εμφανίστηκε συσπειρωμένη αριθμητικά, όμως δύο στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου και ο Υφυπουργός στον Πρωθυπουργό Γιάννης Μπρατάκος οδηγήθηκαν σε παραίτηση και καμία πειστική εξήγηση δεν δόθηκε. Μελλοντικά, όμως, θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία μίας νέας ενδοπαραταξιακής κρίσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Κώστας Αχ. Καραμανλής εμφανίστηκαν αυτή τη φορά στη Βουλή και ξεκαθάρισαν, όπως πιστεύουν, την κατάσταση. Πέρα από τα πυρά της Αντιπολίτευσης, η Κυβέρνηση είναι πλέον αντιμέτωπη και με την κοινωνική δυσαρέσκεια, κάτι που καταγράφεται στις τελευταίες έρευνες που έχουν δημοσιευθεί. Αυτό πρέπει να προβληματίσει το επιτελείο του κόμματος ώστε να σχεδιάσουν πώς θα –αν μπορούν– αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, καθώς το 41% έχει πια ξεθωριάσει.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θέλησε να περάσει ένα μήνυμα ότι εκείνο ήταν που επέδειξε ορθά αντανακλαστικά και οδήγησε τις εξελίξεις και πέτυχε ένα πρώτο πλήγμα στην Κυβέρνηση, τα βέλη της οποίας στράφηκαν κυρίως προς την πράσινη παράταξη δια στόματος Μητσοτάκη. Ο Ανδρουλάκης επιχείρησε –και σε πρώτο επίπεδο τα κατάφερε– να παρουσιαστεί ως «αρχηγός» της Αντιπολίτευσης. Τις επόμενες ημέρες θα φανεί αν μπορεί να καρπωθεί μία δημοσκοπική άνοδο, ικανή να τον βοηθήσει να ξεφύγει από τον έτερο διεκδικητή της «πολυπόθητης» δεύτερης θέσης, καθώς η πρώτη μοιάζει ακόμη άπιαστο όνειρο. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αρχικά υπονόμευσε τη δημιουργία κοινού μετώπου με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και περιορίστηκε στο να ζητήσει πρόωρες εκλογές, να καταγγείλει για νοθεία και γενικώς εμφανίζεται για ακόμη μια φορά αποπροσανατολισμένος.
Η ουσία της πρότασης δυσπιστίας ήταν να ασκηθεί πίεση στο κυβερνών κόμμα για τα κακώς κείμενα σε πολλούς τομείς. Το ερώτημα, όμως, που παραμένει είναι ένα: κατάφεραν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης είτε μεμονωμένα είτε ως κοινό μέτωπο να καταθέσουν μια εναλλακτική καλύτερη από αυτήν της Ν.Δ. ή στάθηκε μόνο στις εντυπώσεις; Αν η Κυβέρνηση έπεφτε, θα μπορούσαν αποτελέσουν μια αξιόπιστη επιλογή διακυβέρνησης; Προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Μένει να δούμε πώς η κάθε πλευρά θα προσπαθήσει να επωφεληθεί ή να περιορίσει τις απώλειες από όσα έλαβαν χώρα στη Βουλή και τι αποτύπωμα θα αφήσει στο εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου.