8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ κατάσταση ανάγκης στο πλαίσιο του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ

Η κατάσταση ανάγκης στο πλαίσιο του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ


Της Χριστίνας Μωραΐτη,  

Κατάσταση έκτακτης ανάγκης μπορεί να προκύψει κατά την πορεία διακυβέρνησης κάθε κράτους, αλλά η φύση και ο χαρακτήρας της μπορεί να διαφέρουν από κοινότητα σε κοινότητα και από περίοδο σε περίοδο. Η δυνατότητα παρέμβασης στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, καθώς και η πιθανότητα κατάχρησής τους, υπογραμμίζουν την ανάγκη σαφούς καθορισμού των καταστάσεων, υπό τις οποίες μπορούν τα κράτη να εφαρμόσουν τέτοια μέτρα. Ο ορισμός της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η διατύπωση ενός ορισμού προϋποθέτει τη χρήση κατευθυντήριων γραμμών για να αποφευχθεί η ευρεία διακριτική ευχέρεια των αρχών.

Η ίδια η έννοια της «έκτακτης ανάγκης» είναι ικανή να καλύψει ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων – γεγονότων, όπως πόλεμοι, λιμοί, σεισμοί και πλημμύρες. Ωστόσο, υποστηρίζεται από την Ένωση Διεθνούς Δικαίου ότι «δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε δυνατό να καθοριστεί ποιος συγκεκριμένος τύπος γεγονότων θα συνιστά αυτομάτως δημόσια κατάσταση έκτακτης ανάγκης κατά την έννοια του όρου. Κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται επί της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρωταρχική ανησυχία για τη συνέχιση μιας δημοκρατικής κοινωνίας».

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Dušan Cvetanović

Το άρθρο 15 προβλέπει πολύ αυστηρά κριτήρια για τα κράτη που επιθυμούν να παρεκκλίνουν από τα (δεκτικά προς παρέκκλιση) δικαιώματα βάσει της ΕΣΔΑ, ώστε να αποφευχθεί η κατάχρηση του δικαιώματος αυτού. Το άρθρο 15 έχει ως εξής:

  1. Σε περίπτωση πολέμου ή άλλου δημοσίου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να λάβει μέτρα, κατά παρέκκλιση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση, εντός των απολύτως αναγκαίων ορίων που απαιτούνται από την κατάσταση και υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν αντιτίθενται στις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο.
  2. Η προηγούμενη διάταξη δεν επιτρέπει καμία παρέκκλιση από το άρθρο 2, εκτός από την περίπτωση θανάτου ως συνέπεια νόμιμων πολεμικών πράξεων, καθώς και από τα άρθρα 3, 4 (παράγραφος 1) και 7.
  3. Κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος που κάνει χρήση του εν λόγω δικαιώματος παρέκκλισης, τηρεί τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πλήρως ενήμερο για τα μέτρα που έχει λάβει και για τους λόγους που τα προκάλεσαν. Οφείλει, επίσης, να ενημερώσει τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ημερομηνία κατά την οποία τα μέτρα αυτά έπαυσαν να ισχύουν και οι διατάξεις της Σύμβασης τίθενται εκ νέου σε πλήρη ισχύ.

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 15 προβλέπει τρεις προϋποθέσεις για έγκυρη παρέκκλιση: 1) πρέπει να υπάρχει «πόλεμος ή άλλη δημόσια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που απειλεί τη ζωή του έθνους» 2) η παρέκκλιση δεν πρέπει να προχωράει παραπέρα από ό,τι «απαιτείται αυστηρά από τις ανάγκες της κατάστασης» και, 3) η παρέκκλιση δεν πρέπει να είναι «ασυμβίβαστη με άλλες υποχρεώσεις [των κρατών] βάσει του διεθνούς δικαίου». Επιπλέον, προβλέπεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση από συγκεκριμένα δικαιώματα και ελευθερίες, όπως το δικαίωμα στη ζωή, (εκτός αν προκύπτει από νόμιμες πολεμικές πρακτικές), τα βασανιστήρια, η εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, η δουλεία, η υποτέλεια και το δικαίωμα να μην υπόκεινται σε αναδρομικές ποινικές κυρώσεις και, επιπλέον, πρέπει να αποστέλλεται κοινοποίηση των παρεκκλίσεων στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Somchai Kongkamsri
«Απολύτως Αναγκαία από τις Περιστάσεις»

Εάν διαπιστωθεί ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15, πρέπει στη συνέχεια να διερευνηθεί κατά πόσον τα μέτρα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της αίτησης, ήταν «απολύτως αναγκαία από τις περιστάσεις». Η τελευταία προϋπόθεση φαίνεται να είναι και η πιο ζωτική, διότι αντικατοπτρίζει την ουσία του άρθρου 15, το οποίο αναδεικνύει στην πραγματικότητα τον μηχανισμό των οργάνων του Στρασβούργου στην εξισορρόπηση και την αξιολόγηση των περιστάσεων και των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι κατά τον προσδιορισμό του «απολύτως αναγκαίου» χαρακτήρα των παρεκκλίσεων πρέπει να εξετάζονται τρεις παράγοντες: (i) η αναγκαιότητα των παρεκκλίσεων για την αντιμετώπιση της απειλής, (ii) η αναλογικότητα των μέτρων ενόψει της απειλής, (iii) η διάρκεια των παρεκκλίσεων.

Η Ελληνική Υπόθεση

Τον Σεπτέμβριο του 1967, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία και οι Κάτω Χώρες έφεραν την ελληνική υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προβάλλοντας την κατηγορία παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) από τη Χούντα, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία την άνοιξη εκείνου του έτους. Το 1969 πράγματι η Επιτροπή διαπίστωσε σοβαρές παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων και βασανιστηρίων. Η Χούντα αντέδρασε αποχωρώντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η υπόθεση έλαβε σημαντική κάλυψη από τον Τύπο και κρίθηκε ως «μία από τις πιο διάσημες υποθέσεις στην ιστορία της Σύμβασης», σύμφωνα με τον νομικό μελετητή Εντ Μπέιτς.

Το 1968, όταν η υπόθεση κηρύχθηκε παραδεκτή, μια Υποεπιτροπή πραγματοποίησε κλειστές ακροάσεις σχετικά με την υπόθεση, κατά τη διάρκεια των οποίων ανέκρινε μάρτυρες, ενώ ξεκίνησε αποστολή διερεύνησης γεγονότων στην Ελλάδα, διαδικασία η οποία διακόπηκε λόγω εμποδίων από τις αρχές. Τα αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη, σύμφωνα με πηγές, έφτασαν τις 20.000 σελίδες, αλλά συμπυκνώθηκαν σε μια έκθεση 1.200 σελίδων, τα περισσότερα από τα οποία αφιερώθηκαν στην απόδειξη συστηματικών βασανιστηρίων από τις ελληνικές αρχές. Σύντομα διέρρευσε στον Τύπο και συζητήθηκε ευρέως, στρέφοντας την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον της Ελλάδας. Η Επιτροπή διαπίστωσε παραβάσεις του άρθρου 3 και των περισσότερων άρθρων της Σύμβασης. Στις 12 Δεκεμβρίου 1969, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέτασε ένα ψήφισμα για την Ελλάδα. Όταν έγινε φανερό ότι η Ελλάδα θα έχανε την ψήφο, ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης κατήγγειλε την ΕΣΔΑ και αποχώρησε. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος που αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Επέστρεψε μετά τη Μεταπολίτευση το 1974.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Peter Holmboe

Αν και η υπόθεση κατέδειξε τα όρια του συστήματος της Σύμβασης για τον περιορισμό της συμπεριφοράς μιας μη συνεργάσιμης δικτατορίας, παράλληλα ενίσχυσε τη νομιμότητα του συστήματος απομονώνοντας και στιγματίζοντας ένα κράτος υπεύθυνο για συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έκθεση της Επιτροπής για την υπόθεση έθεσε, επίσης, ένα προηγούμενο για αυτό που θεωρούσε βασανιστήρια, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και άλλες πτυχές της Σύμβασης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Istrefi K., Salomon S, Entrenched Derogations from the European Convention on Human Rights and the Emergence of Non-Judicial Supervision of Derogations,Austrian Review of International and European Law, διαθέσιμο εδώ
  • Douglas‐Scott S, The Evolution of the European Convention on Human Rights from its inception to the creation of a Permanent Court of Human Rights, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Μωραΐτη
Χριστίνα Μωραΐτη
Κατάγεται από την Σπάρτη Λακωνίας και διαμένει στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.