Του Ανδρέα Κουρή,
Ιστορική ματιά
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και μετά από την υπογραφή του συμφώνου του Λοκάρνο, το οποίο απέβλεπε στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανίας, συνάφθηκε το σύμφωνο Briand –Kellogg το 1928, ή αλλιώς σύμφωνο του Παρισιού. Το εν λόγω σύμφωνο ουσιαστικά αποτελεί το πρώτο επίσημο κείμενο που επισημαίνει ρητώς την ανάγκη επίλυσης των διαφορών με ειρηνικά μέσα, την καταδίκη του πολέμου ως μέσο επιβολής της ειρηνικής συνύπαρξης και, τέλος, την τυπική δέσμευση των συμβαλλομένων κρατών να αποφεύγουν την τακτική του πολέμου ως θέση εξωτερικής πολιτικής.
Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών
Το άρθρο 2 §4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών αναφέρει: «Όλα τα μέλη θα απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Ο παραπάνω κανόνας, πέρα από το γεγονός ότι συνιστά συμβατική δέσμευση των μερών, έχει αποκτήσει και εθιμική ισχύ. Αξίζει να επισημανθεί πως ήδη από το 1949 στην υπόθεση του Στενού της Κέρκυρας, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης καταδίκασε την πολιτική της βίας, καθώς τα κράτη ουκ ολίγες φορές κατέφευγαν σε αυτήν καταχρηστικώς.
Ο ορισμός της επίθεσης στο διεθνές δίκαιο
Το υπ’ αριθμόν 3314 κείμενο -απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών- παρουσιάζει λεπτομερώς την ουσία της επιθετικής πράξης. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται ενδεικτικώς στο πρώτο άρθρο κάποιες μορφές επίθεσης, οι οποίες βέβαια αφορούν μόνο στην ένοπλη επίθεση. Επιπλέον, στο άρθρο 2 επισημαίνεται πως απόδειξη επίθεσης συνιστά prima facie η πρώτη χρήση ένοπλης βίας από ένα κράτος κατά παράβαση του Χάρτη. Τέλος, στο άρθρο 3, στις ενδεικτικές επιθέσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η εισβολή και κατοχή εδάφους ξένου κράτους, ο βομβαρδισμός και η χρήση κάθε φύσεως όπλων κατά ξένου κράτους, ο ναυτικός αποκλεισμός, η διάθεση του εδάφους ενός κράτους για την επίτευξη επιθέσεως κατά τρίτου κράτους, η αποστολή ενόπλων ομάδων και ενόπλων άτακτων και μισθοφόρων στο έδαφος ξένου κράτους.
Εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης
Η βασική εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης της χρήσεως βίας στις διεθνείς σχέσεις είναι η κατάσταση άμυνας, η λεγομένη νόμιμη άμυνα, ατομική (self-defence) και συλλογική (collective defence). Ωστόσο, η διεθνής πρακτική έχει αποδείξει πως εξαίρεση συνιστά, επίσης, και η επέμβαση σε τρίτος κράτος μονομερώς ή με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ζητήματα έντονης αντιπαράθεσης έχουν προκύψει όσον αφορά τη νομιμότητα ανθρωπιστικής επεμβάσεως (humanitarian intervention) και του δικαιώματος ή υποχρεώσεως προστασίας του πληθυσμού τρίτου κράτους μονομερώς ή με την παρέμβαση διεθνούς Οργανισμού. Είναι φανερό πως η διεθνής κοινότητα τείνει συχνά, όπως έχει δείξει η ιστορία με τις επιθέσεις στη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Γιουγκοσλαβία, στη νομιμοποίηση των επεμβάσεων με πρόσχημα πάντα την προστασία και διάσωση του πληθυσμού μιας χώρας, σε περίπτωση που αυτή δέχεται μαζική, συστηματική και εγκληματική παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του.
Δικαίωμα στην ατομική και συλλογική άμυνα
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών «Τίποτε από τα περιλαμβανόμενα στον παρόντα χάρτη δεν θα παρεμποδίζει το φυσικό δικαίωμα ατομικής και συλλογικής άμυνας στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών υφίσταται ένοπλη επίθεση, ώσπου το Συμβούλιο Ασφαλείας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας (…)». Η παραπάνω διάταξη, λοιπόν, διέπει το νόμιμο δικαίωμα τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής άμυνας και βρίσκεται μάλιστα και στην επικαιρότητα λόγω των συμβάντων στην Ουκρανία, καθώς και στην Γάζα. Για την εφαρμογή του μέτρου είναι απαραίτητο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαιότητας αλλά και της αναλογικότητας. Στην υπόθεση Κονγκό κατά Ουγκάντας 2005, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διευκρίνισε πως η άμυνα υπάρχει μόνο, όταν το κράτος υφίσταται πράγματι ένοπλη επίθεση και όχι όταν την επικαλείται για προστασία λόγω διακινδύνευσης συμφερόντων ασφαλείας.
Παράλληλα, η συλλογική άμυνα οφείλει την προέλευση της στα Κράτη της Λατινικής Αμερικής. Η πιο χαρακτηριστική έκφρασή της περιλαμβάνεται στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ) του 1949. Πιο συγκεκριμένα, έχει δύο προαπαιτούμενα για την εφαρμογή της. Αφενός, απαιτείται ελεύθερη συναίνεση των συμβαλλομένων κρατών με διεθνή συνθήκη. Αφετέρου, χρειάζεται πρόνοια ότι η επίθεση κατά ενός από τα συμμετέχοντα κράτη θα αποτελεί επίθεση κατά όλων των υπολοίπων μετεχόντων κρατών (άρθρο 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 4η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021