Της Βασιλικής Ήσυχου,
Τα ρούχα στην Ινδία αντικατοπτρίζουν τις διαφορετικές εθνότητες, τη γεωγραφία, το κλίμα και τις πολιτιστικές παραδόσεις των ανθρώπων κάθε περιοχής. Ιστορικά, αυτές οι ενδυμασίες αποτελούν τροποποίηση και χρονική εξέλιξη απλών ρούχων όπως τα kaupina, langota, achkan, lungi, sari και διατηρούνται, κυρίως, μέσα από τελετουργίες και το πλατό των χορευτικών παραστάσεων. Μερικές φορές, επίσης, οι χρωματικοί κώδικες ακολουθούνται στα ρούχα με βάση τη θρησκεία και ανάλογα με το τελετουργικό. Συχνά, συναντάμε μια ποικιλία κεντημάτων, σταμπών, χειροποίητων στολιδιών και στυλ. Πάντα οι ειδικοί, που φιλοτεχνούν ένα νέο κομμάτι, θα φροντίσουν να διαφέρει, με μία προσωπική πινελιά και μια περίτεχνη ενδυματολογική προσωπικότητα, που να μη μοιάζει με άλλες.
Στην καταγεγραμμένη ιστορία των ινδικών ενδυμάτων, συναντάμε την πρώτη αναφορά την πέμπτη χιλιετία π.Χ., στον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού. Εκεί υπήρχε έντονη η παραγωγή βαμβακιού, το οποίο μετατρεπόταν σε κλωστή, με την οποία ύφαιναν με οστέινες βελόνες. Η βιοτεχνία του βαμβακιού ήταν από τότε ανεπτυγμένη, καταφέρνοντας έτσι οι ντόπιοι να αποκτήσουν πολύτιμες γνώσεις και τεχνικές, η εφαρμογή των οποίων εξακολουθεί να τηρείται έως και σήμερα. Ο Έλληνας Ιστορικός Ηρόδοτος περιέγραψε το ινδικό βαμβάκι ως: «Ένα μαλλί που υπερβαίνει σε ομορφιά και καλοσύνη αυτό του προβάτου». Από την άλλη, όσον αφορά τη γενική ενδυμασία της Ινδίας, ο Έλληνας Ιστορικός Αρριανός, είπε χαρακτηριστικά:
«Οι Ινδοί χρησιμοποιούν λινά ρούχα, όπως λέει ο Νέαρχος, φτιαγμένα από το λινάρι που λαμβάνεται από τα δέντρα, για τα οποία έχω ήδη μιλήσει. Και αυτό το λινάρι είναι είτε πιο λευκό από οποιοδήποτε άλλο λινάρι είτε οι άνθρωποι που είναι μαύροι κάνουν το λινάρι να φαίνεται πιο λευκό. Έχουν ένα λινό φόρεμα που φτάνει μέχρι τα μισά του δρόμου, μεταξύ του γονάτου και του αστράγαλου, και ένα ρούχο που είναι εν μέρει ριγμένο γύρω από τους ώμους και εν μέρει τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι. Οι Ινδοί που είναι πολύ ευκατάστατοι φορούν σκουλαρίκια από ελεφαντόδοντο· γιατί δεν τα φορούν όλοι. Ο Νέαρχος λέει ότι οι Ινδιάνοι βάφουν τα γένια τους με διάφορα χρώματα· κάποιοι ότι μπορεί να φαίνονται λευκά ως το πιο άσπρο, άλλοι σκούρο μπλε· άλλοι τα έχουν κόκκινα, άλλα μωβ και άλλα πράσινα. Όσοι είναι οποιασδήποτε τάξης κρατούν ομπρέλες από πάνω τους το καλοκαίρι. Φορούν παπούτσια από λευκό δέρμα, περίτεχνα δουλεμένα, και οι σόλες των παπουτσιών τους είναι πολύχρωμες και σηκωμένες ψηλά, για να φαίνονται πιο ψηλά».
Στην Ινδία, αναπτύχθηκαν πολλές τεχνικές ύφανσης, οι περισσότερες των οποίων κουβαλούν μια διαχρονική αξία και προτίμηση. Τα διαφορετικά σχέδια που αποτυπώνονταν στο μετάξι και το βαμβάκι, αποτελούσαν μέρος της συνολικής ταυτότητας της περιοχής, εφαρμόζοντας σ’ αυτά τοπικές μεθόδους. Διάσημα ανάμεσα σε αυτά τα στυλ ύφανσης ήταν το Jamdani, το Kasika vastra του Varanasi, το butidar και το Ilkal saree. Οι Mughal έπαιζαν ζωτικής σημασίας ρόλο στην ενίσχυση της τέχνης, ενώ ο Paisley και ο Latifa Buti, με τη σειρά τους, υπήρξαν πρότυπα παραδειγματισμού των Mughal.
Η βαφή των ρούχων δεν προσπερνιόταν από τους πολίτες ως κάτι ασήμαντο και αδιάφορο. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο είχε την ομόφωνη αναγνώριση της τέχνης. Έτσι, προσδιορίστηκαν τα πέντε βασικά χρώματα (Suddha-varnas), αλλά και τα σύνθετα (misra-varnas), τα οποία τελικά κατηγοριοποιήθηκαν βάση των συνδυασμών τους. Η αρχαία πραγματεία Vishnudharmattara αναφέρει πέντε τόνους του λευκού, δηλαδή του ελεφαντοστού, του γιασεμιού, του αυγουστιάτικου φεγγαριού, του συννεφιασμένου Αύγουστου μετά τη βροχή και τέλος του κέφυλου της κόγχης. Οι σύνηθες χρησιμοποιούμενες βαφές ήταν οι λουλακί (Nila) και το κόκκινο του «τρελού». Η βαφή αντίστασης και οι τεχνικές Kalamkari ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς και τέτοια υφάσματα ήταν οι κύριες εξαγωγές.
Οι γυναίκες έχουν πολυάριθμες επιλογές ντυσίματος, καθώς από περιοχή σε περιοχή, το πρότυπο ενδυμασίας αλλάζει, αφού επηρεάζεται από το περιβάλλον, τη νοοτροπία και τους κανόνες ηθικής του τόπου. Τα παραδοσιακά ινδικά ρούχα σε όλη τη χώρα, περιλαμβάνουν τα σάρι που φοριούνται με μπλουζάκια choli, μια φούστα που ονομάζεται lehenga ή chaniya που φοριέται με το choli και ένα μαντήλι dupatta, για να δημιουργήσει ένα σύνολο που ονομάζεται ghagra choli. Σε όλη την Ινδία, τα saris φοριούνται παραδοσιακά από παντρεμένες γυναίκες, αν και σε περιοχές όπως το Rajasthan και το Gujarat, για παράδειγμα, το chaniya choli —όπως λέγεται εκεί— φοριέται από όλες τις ηλικίες. Σε πολλά αγροτικά μέρη της Ινδίας, τα παραδοσιακά ρούχα φοριούνται ακόμα και σήμερα λόγω της ευκολίας των υλικών, της άνεσης και της προσβασιμότητας.
Οι γυναίκες της Ινδίας αγαπούν τα κοσμήματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της γοητείας τους: σκουλαρίκια, δαχτυλίδια μύτης, περιδέραια, βραχιόλια, αλυσίδες μέσης, ποδιών και δαχτυλίδια – όλα αυτά αποτελούν μέρος του παραδοσιακού Solah Shringaar για παντρεμένες Ινδουίστριες. Ένα ινδουιστικό θρησκευτικό σήμα που ονομάζεται tilak εφαρμόζεται συνήθως με σανταλόξυλο ή βερμίλιον ανάμεσα στα φρύδια και ως εκ τούτου φοριέται η σύγχρονη επανάληψη του tilak που είναι γνωστό ως bindi.
Όσον αφορά τους άντρες, για αυτούς, τα παραδοσιακά ρούχα είναι τα Achkan/Sherwani, Bandhgala, Lungi, Kurta, Angarkha, Jama, Dhoti ή Kurta Pajama. Επιπλέον, πρόσφατα δυτικά ρούχα, όπως παντελόνια και πουκάμισα, έγιναν αποδεκτά ως παραδοσιακά ινδικά ρούχα από την κυβέρνηση της Ινδίας.
Από εκεί και πέρα, οι Ινδοί φαίνεται να φορούν με καμάρι, δείχνοντας το κατάλληλο ανάστημα, το Mysore peta, το οποίο είναι ένας είδος καπέλου. Αρχικά, φορέθηκε από τους βασιλιάδες του Mysore κατά τη διάρκεια επίσημων συναντήσεων στο Ντέρμπαρ και σε τελετουργικές πομπές κατά τη διάρκεια των φεστιβάλ και συναντήσεις με ξένους αξιωματούχους. Το πέτα Mysore έχει καταλήξει να σημαίνει την πολιτιστική παράδοση της περιοχής Mysore και Kodagu. Το Πανεπιστήμιο Mysore, μάλιστα, αντικατέστησε τη συμβατική κονίαμα που χρησιμοποιείται στις τελετές αποφοίτησης με το παραδοσιακό πέτα.
Η ενδυμασία της Ινδίας αποτελεί δικαιωματικά μέρος της ταυτότητάς της και λόγος θαυμασμού και παραδειγματισμού. Παρόλη τη βίαιη προσπάθεια της παγκοσμιοποίησης να κατακτήσει κάθε πολιτισμό, η Ινδία αντιστέκεται με το θάρρος της αυτονομίας, αμυνόμενη με την ασπίδα της τεχνογνωσίας και του κόπου των προγόνων της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Metz, Helen Chapin (1994). “Library of Congress Country Studies: Madagascar”. Archived from the original on 9 November 2005. Retrieved 1 February 2011.
- “Island Countries of the World”. WorldAtlas.com. Archived from the original on 7 December 2017. Retrieved 10 August 2019.
- In Famadihana, Madagascar, a sacred ritual unearths the dead, theculturetrip.com, διαθέσιμο εδώ.