Συνέντευξη στη Χαρά Γρίβα,
Ο Σωτήρης Ριζάς είναι Διευθυντής Ερευνών στο «Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού» της Ακαδημίας Αθηνών. Το συγγραφικό του έργο είναι ιδιαίτερα πλούσιο, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα βιβλία 1909. Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα, Οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Επανάσταση και Βενιζελισμός και Αντιβενιζελισμός στις απαρχές του Εθνικού Διχασμού 1915-1922, ενώ το πιο πρόσφατό του βιβλίο φέρει τον τίτλο «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας» (Καστανιώτης, 2022).
Στη συνέντευξη που παραχώρησε ευγενικά στο OffLine Post και τη Χαρά Γρίβα, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 ετών από την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις συνθήκες που επικρατούσαν στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό, την επίδραση της έλευσης των προσφύγων στην Ελλάδα, τον ρόλο των στρατιωτικών, καθώς και τη στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου στα τεκταινόμενα της περιόδου.
-
Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται εκατό έτη από την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935). Ποιο ήταν το κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία από την εκθρόνιση του μονάρχη (25/03/1924) μέχρι τη διενέργεια του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό (13/04/1924);
Η κοινωνία δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το πολιτειακό στο διάστημα από τη Μικρασιατική Καταστροφή έως τον Μάρτιο του 1924. Αν το θέμα δεν είχε τεθεί εκ των άνω, από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τους στρατιωτικούς συμμάχους του, δεν θα υπήρχε σοβαρή κοινωνική πίεση για την Αβασίλευτη. Το σημείο αυτό είχε συνειδητοποιηθεί πλήρως από τους αρχιτέκτονες της Δημοκρατίας και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο επεδίωκαν πρώτα την ανακήρυξή της από τη Συντακτική Συνέλευση και, εν συνεχεία, την επικύρωση της πολιτειακής αλλαγής που θα είχε συντελεστεί με Δημοψήφισμα. Οι λαϊκές συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το ψήφισμα της Συνέλευσης της 25ης Μαρτίου 1924 και εν όψει του Δημοψηφίσματος της 13ης Απριλίου έδειξαν ότι είχε διαμορφωθεί ένα αξιοσημείωτο λαϊκό ρεύμα υπέρ της Αβασίλευτης. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι υπήρξε ένας βαθμός παρέμβασης του στρατού και του κρατικού μηχανισμού γενικότερα, ώστε το αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 70% υπέρ της Δημοκρατίας, δεν υπήρχε κανείς που να αμφισβήτησε το γεγονός ότι είχε διαμορφωθεί πλειοψηφία υπέρ της. Ήταν, άλλωστε, η πρώτη περίπτωση κατά την οποία έγινε αισθητή σε μια ανταγωνιστική ψηφοφορία, με συμμετοχή όλων, η πολιτική επίδραση της έλευσης των προσφύγων στην ελληνική πολιτική.
-
Θα λέγατε ότι η έλευση των προσφυγικών ροών μετέβαλε τόσο την εγχώρια πολιτική σκηνή, ώστε ακόμη και μετριοπαθείς φιλομοναρχικοί βενιζελικοί, υπό την πίεση των προσφύγων, κατέφυγαν στη λύση της εκδίωξης του βασιλικού οίκου;
Η έλευση των προσφύγων είχε, αναμφίβολα, πολιτικές συνέπειες που δεν μπορούσαν να αγνοηθούν. Οι πρόσφυγες αποτέλεσαν περίπου το 20% του πληθυσμού και του εκλογικού σώματος. Ήταν σχεδόν ομόφωνα τοποθετημένοι στον ευρύτερο βενιζελισμό και είναι σαφές ότι επηρέασαν την πολιτική ισορροπία προς όφελος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας στο Δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924 που επικύρωσε την πολιτειακή αλλαγή.
Παρά ταύτα, η πρωτοβουλία της πολιτειακής αλλαγής δεν ανήκε στους πρόσφυγες. Ήταν μια κίνηση που είχε τεθεί σε εφαρμογή ήδη από τον Φεβρουάριο του 1922 από μια μικρή ομάδα πολιτικών υπό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος ηγείτο της σοσιαλίζουσας, αριστεράς πτέρυγας του βενιζελισμού. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκαθίδρυση του μεταβατικού στρατιωτικού καθεστώτος από τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά τον Σεπτέμβριο του 1922, ο Παπαναστασίου θα έβρισκε στρατιωτικούς συμμάχους όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Γεώργιος Κονδύλης και ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, οι οποίοι επεδίωκαν την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης, ώστε να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους στον στρατό και μέσω αυτού στην ελληνική πολιτική. Ήταν, συνεπώς, μια κίνηση εκ των άνω, η οποία βρήκε ομόθυμη υποστήριξη μεταξύ των προσφύγων, όχι το αντίστροφο.
-
Η έκρηξη των αντιμοναρχικών διεργασιών ήταν το επακόλουθο της αποτυχημένης «αντεπανάστασης» των Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη. Ποιος, ωστόσο, ήταν, κατά την άποψή σας, ο ρόλος της στρατιωτικής ηγεσίας στην εγκαθίδρυση του αβασίλευτου πολιτεύματος;
Ο ρόλος των στρατιωτικών ήταν αποφασιστικός. Χωρίς τη συνεχή παρέμβασή τους, ο Παπαναστασίου δεν θα ήταν σε θέση να επιβληθεί, θα είχε επικρατήσει η μάλλον συντηρητική προσέγγιση του Βενιζέλου, ο οποίος επηρέαζε τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων. Αυτό το στοιχείο, της στρατιωτικής επιβολής, είναι που υποθηκεύει σε κάποιο βαθμό την προοπτική της Αβασίλευτης, δικαιώνει, δηλαδή, τις επιφυλάξεις του Βενιζέλου, καθώς εμπεριείχε ένα στοιχείο επιβολής.
-
Έπειτα από την επιστροφή του Βενιζέλου κατά τις πρώτες ημέρες του 1924, ο Κρητικός πολιτικός είχε να αντιμετωπίσει κοινοβουλευτικά μία πιο ακραία ρεπουμπλικανική τάση της παράταξής του. Ο ίδιος τι στάση κράτησε επί του Πολιτειακού και κατά πόσον υπήρξε «θύμα» της προσέγγισης Παπαναστασίου και στρατοκρατών, παραιτούμενος της πρωθυπουργίας;
Ο Βενιζέλος ήταν επιφυλακτικός έναντι της βεβιασμένης ανακήρυξης της Αβασίλευτης Δημοκρατίας με ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης και, εν συνεχεία, της επικύρωσης του τετελεσμένου γεγονότος με δημοψήφισμα. Προέκρινε ακριβώς την αντίθετη μεθόδευση, δηλαδή τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, το οποίο θα καθόριζε τη μορφή του πολιτεύματος. Θεωρούσε πιθανότατα ότι μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, τον Δεκέμβριο του 1922, το προσωπικό σκέλος του Διχασμού είχε λήξει. Εκτιμούσε ότι δεν υπήρχε μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία υπέρ της μεταβολής του πολιτεύματος, γεγονός που θα είχε επίπτωση στη σταθερότητα και την αποδοχή του, δηλαδή στην ευρύτερη νομιμοποίηση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ανησυχούσε, τέλος, για την προοπτική ενός καθεστώτος, στο οποίο θα είχαν σημαντικό ρόλο οι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήταν διαιρεμένοι σε ομάδες με πελατειακά δίκτυα και απρόβλεπτοι. Όταν διαπίστωσε ότι ο Παπαναστασίου και οι περιστασιακοί στρατιωτικοί σύμμαχοί του αντιδρούσαν επίμονα στην πολιτική του, αποφάσισε να αποχωρήσει. Πίστευε ότι κρατούσε, έτσι, ανοιχτή την προοπτική της επανόδου του και απέφυγε να έρθει σε οριστική ρήξη με τους στρατιωτικούς, τους οποίους θεωρούσε αναγκαίους συμμάχους έναντι του αντιβενιζελισμού στο πλαίσιο του αναπαραγόμενου Εθνικού Διχασμού.
-
Το 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται θριαμβευτικά στον πρωθυπουργικό θώκο. Με την επιστροφή του στην εξουσία, πιστεύετε ότι επανήλθε ακόμη πιο δυναμικά ο διχασμός Βενιζελικών-Αντιβενιζελικών, έπειτα από ένα διάστημα κατά το οποίο οι σχέσεις των δύο παρατάξεων είχαν ομαλοποιηθεί;
Η επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928 και η ευρύτατη και χωρίς προηγούμενο εκλογική του νίκη σήμαινε την προοπτική μιας ισχυρής και σταθερής κυβέρνησης. Μπορούσε, επίσης, να σημαίνει την προοπτική της υπέρβασης του Εθνικού Διχασμού, ιδίως από τη στιγμή κατά την οποία το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τον αντιβενιζελισμό. Κάτι τέτοιο δε συνέβη λόγω της εδραιωμένης ανασφάλειας στις δύο παρατάξεις, αίσθηση από την οποία δεν ήταν απαλλαγμένος και ο ίδιος ο Βενιζέλος, παρά την υπεροχή του τη δεδομένη στιγμή. Ο Διχασμός, άλλωστε, είχε δημιουργήσει στο εσωτερικό των παρατάξεων πολύ ισχυρούς δεσμούς, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η ανανέωση του δημοσίου βίου από πρόσωπα που προσωποποιούσαν τον Διχασμό. Υπήρχε ένας εγκιβωτισμός της πολιτικής σκέψης και των πολιτικών αντανακλαστικών στο σχήμα του Διχασμού. Αυτό κατέδειξε η περίπτωση του Στυλιανού Γονατά, ο οποίος μαζί με τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα θεωρούνταν από τον αντιβενιζελισμό ως οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι της εκτέλεσης των Έξι ηγετών του αντιβενιζελισμού τον Νοέμβριο του 1922. Η επιμονή του Βενιζέλου να συμπεριλάβει τον Γονατά στον συνδυασμό των Φιλελευθέρων για τις Εκλογές της Γερουσίας τον Ιανουάριο του 1929, αντανακλούσε την προαναφερθείσα εδραιωμένη ανασφάλεια των δύο παρατάξεων και τη συνοχή των δεσμών στο εσωτερικό τους, αλλά, ταυτόχρονα, και μια τάση του αρχηγού των Φιλελευθέρων να μην εμφανιστεί υποχωρητικός έναντι των ιστορικών αντιπάλων του. Όλα αυτά υπογράμμιζαν την ισχύ του Διχασμού.
-
Το 1933 και το 1935 πραγματοποιούνται δύο διαδοχικά πραξικοπηματικά κινήματα από τον βενιζελικό χώρο. Ποιο από τα δύο αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την απαξίωση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και την Παλινόρθωση της Μοναρχίας;
Το πρώτο, του 1933, αν και δεν ήταν εκτεταμένο, ελάχιστες μονάδες προσχώρησαν στην κίνηση του Πλαστήρα, είχε βαθιές ψυχολογικές επιπτώσεις λόγω του συμβολικού φορτίου που έφερε ο στρατηγός. Αναβίωσε την ατμόσφαιρα του Διχασμού και ενεργοποίησε όσο και συσπείρωσε την αδιάλλακτη πτέρυγα του αντιβενιζελισμού. Η πτέρυγα αυτή, αν και παρέμενε μειοψηφική, συνέβαλε στην ένταση και την πόλωση τον Μάιο του 1933 με το αίτημα παραπομπής σε δίκη του ίδιου του Βενιζέλου για ηθική αυτουργία στο κίνημα και, ενδεχομένως, με την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τον Ιούνιο του 1933.
Το δεύτερο κίνημα, του 1935, ήταν, όμως, που είχε άμεσες και καταλυτικές συνέπειες για τη Δημοκρατία. Η πραγματοποίησή του και η αποτυχία του οδήγησαν στην αποστέρηση του βενιζελισμού από τα ερείσματά του στη διοίκηση, τη δικαιοσύνη και τις ένοπλες δυνάμεις, με συνέπεια την επικράτηση του αδιάλλακτου αντιβενιζελισμού. Χωρίς την πραγματοποίηση του κινήματος, το οποίο ήταν αποτέλεσμα κακής στάθμισης των πολιτικών δεδομένων εκ μέρους του κρητικού πολιτικού, η παλινόρθωση της Βασιλείας θα ήταν αδύνατη, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των διαφόρων πτερύγων του αντιβενιζελισμού. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Λαϊκών δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τη διακυβέρνηση της χώρας από το Λαϊκό Κόμμα για να επαναφέρει τη βασιλεία.
-
Ποια θεωρείτε πως είναι η σημαντικότερη κληρονομιά που άφησε η Αβασίλευτη Δημοκρατία στη χώρα και ποια, κατά τη γνώμη σας, υπήρξε η μεγάλη «αποτυχία» της;
Η Αβασίλευτη, παρά την ενδημική πολιτική αστάθεια που προέκυπτε ή εκδηλωνόταν με στρατιωτικά κινήματα, έχει να παρουσιάσει επιτεύγματα. Προωθήθηκε η αποκατάσταση των προσφύγων, με τα μέτρα πάντοτε της εποχής, έργο εξαιρετικά δύσκολο, πραγματοποιήθηκαν τα λεγόμενα παραγωγικά έργα, με τα οποία επεκτάθηκε κατά πολύ η καλλιεργήσιμη έκταση στη χώρα, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, κτίστηκαν εκατοντάδες σχολεία σε όλη την επικράτεια, πραγματοποιήθηκε κάποια εκβιομηχάνιση και ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο διεθνείς συμβάσεις εργατικού ενδιαφέροντος. Επίσης, η εξωτερική πολιτική της χώρας, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση του Βενιζέλου το 1928-32, κινήθηκε σε μια τροχιά ισορροπίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και, παράλληλα, πέτυχε την προσέγγιση με την Τουρκία. Γενικά, η Ελλάδα πραγματοποίησε βήματα για την ανάπτυξή της και την επούλωση του μεγάλου τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής και του τέλους της Μεγάλης Ιδέας.
Η αποτυχία της Δημοκρατίας έγκειτο στο γεγονός ότι δεν έγινε δυνατό να αποτελέσει το πλαίσιο της υπέρβασης του Εθνικού Διχασμού και δεν απετέλεσε το θεμέλιο σταθερών, κοινά αποδεκτών κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις ήταν μέρος της πολιτικής είτε οι στρατιωτικοί κινούνταν αυτόνομα είτε υποκινούνταν και συνέβαινε κατά περίπτωση είτε το ένα είτε το άλλο. Αυτά, όμως, δεν ήταν και δεν είναι ελαττώματα της ίδιας της έννοιας της Δημοκρατίας, αλλά του πολιτικού προσωπικού, το οποίο πολιτεύθηκε στο πλαίσιό της, είτε ανήκε στον φιλελεύθερο βενιζελικό είτε ανήκε στον συντηρητικό αντιβενιζελικό χώρο.
Ευχαριστούμε τον κύριο Σωτήρη Ριζά για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!