Της Μαίρης Μορέλλα,
«Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.»
Έγραψε η Μαρία Πολυδούρη, στο ποίημα Μόνο γιατί μ’ αγάπησες, στην προσπάθειά της να αποτυπώσει σε χαρτί τον μεγαλειώδη της έρωτα για τον Κώστα Καρυωτάκη. Το ερωτικό συναίσθημα ανάμεσά τους ήταν αμοιβαίο, ωστόσο τα εμπόδια στη σχέση τους δεν έπαυαν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Οι στίχοι που έγραψαν οι δυο ποιητές για την αγάπη αποτελούν χειροπιαστή απόδειξη του έρωτά τους και, τελικά, το μοναδικό κοινό σημείο στον βίο τους, αφού κατέληξαν να βαδίζουν σε διαφορετικούς δρόμους.
Ως δημόσιοι υπάλληλοι στη Νομαρχία των Αθηνών, οι δυο νέοι ένιωσαν έλξη ο ένας για τον άλλο. Ο Καρυωτάκης γοητεύτηκε από την ομορφιά της Πολυδούρη και, ως περισσότερο συνεσταλμένος, τρόμαξε με τον δυναμισμό και τις νεόφερτες αντιλήψεις της. Εκείνη, ερωτεύτηκε τον τρόπο σκέψης του και τη μελαγχολική του φύση, που δεν δίσταζε να προβάλλει μέσα από την ποίησή του.
Οι δυο ποιητές σύντομα έγιναν ζευγάρι, αλλά οι βαθιά ριζωμένες αυστηρές αντιλήψεις και η παραδοσιακή του οικογένεια, στάθηκαν εμπόδιο στην άνθιση αυτού του έρωτα. Η Πολυδούρη, ως υποστηρίκτρια του κινήματος του Φεμινισμού, με πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο σκέψης, δεν δίσταζε να συμπεριλαμβάνει στις παρέες της άνδρες. Το γεγονός αυτό χαρακτηριζόταν ως «προκλητικό», καθώς τη δεκαετία του ’20, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών φάνταζε απίστευτη. Ο Καρυωτάκης από την άλλη, παρόλο που θαύμαζε τον εναλλακτικό χαρακτήρα της, έτρεμε στην ιδέα της αρνητικής κριτικής που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτή η σχέση. Το θάρρος ήταν ένα χαρακτηριστικό που απουσίαζε από τον χαρακτήρα του, όπως και η τόλμη για να κάνει κάτι διαφορετικό, χωρίς να σκέφτεται τη γνώμη των άλλων. Αυτό τον οδήγησε να παγιδευτεί στον εαυτό του και στα «καθώς πρέπει» που του επέβαλε ο κύκλος του, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της οικογένειάς του, δίχως καμία παρέκκλιση. Έτσι, δεν πήρε ποτέ την πρωτοβουλία να κάνει το επόμενο βήμα στη σχέση του με την Πολυδούρη.
Ενώ ο Καρυωτάκης βρισκόταν εγκλωβισμένος ανάμεσα σε κανόνες, η Πολυδούρη αψηφούσε τους πάντες μπροστά στον ερωτά της για εκείνον. Μάλιστα, πήρε την πρωτοβουλία να τον ζητήσει σε γάμο, περιφρονώντας τα στερεότυπα της εποχής. Η άρνηση του ποιητή στην πρόταση ήταν αναμενόμενη. Ο δισταγμός αυτός οδήγησε τον Καρυωτάκη να της εκμυστηρευτεί την ύπαρξη ενός αφροδίσιου νοσήματος, το οποίο στάθηκε εμπόδιο στο μέλλον της αγάπης τους. Ενώ εκείνος υποστήριζε ότι εξαιτίας αυτού η αγαπημένη του θα δυστυχούσε μαζί του, εκείνη πίστευε ότι είναι απλά ένα τέχνασμα για να απομακρυνθεί από κοντά της.
Έτσι και έγινε, οι συναντήσεις τους λιγόστεψαν, ώσπου μετά τον χωρισμό τους ο φιλικός δεσμός, που συνέχιζε να τους ενώνει, δεν ήταν αρκετός για να διατηρήσουν μια συχνή επαφή. Μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα με έναν πλούσιο γόνο, η ποιήτρια στην προσπάθειά της να βγάλει το αγκάθι από την πληγή που της άνοιξε ο αγαπημένος της Καρυωτάκης, μετακομίζει στο Παρίσι. Συντετριμμένη και φορτωμένη με θλίψη, όμως ο τρόπος ζωής της παρέμενε ακόμη εναλλακτικός. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να νοσεί με φυματίωση και μεταφέρθηκε πίσω στην Αθήνα. Ο πολυαγαπημένος της είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, στο άκουσμα, όμως, της είδησης, δεν δίστασε να την επισκεφτεί. Ωστόσο, η συνάντησή τους δεν είχε μεγάλη διάρκεια και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ψυχρή.
Η ολιγόλεπτη αυτή συνάντησή τους θα ήταν και η τελευταία. Ο Καρυωτάκης, μη ικανός να παλέψει άλλο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και τις μαύρες του σκέψεις, βάζει τέλος στη ζωή του. Η Πολυδούρη «πάγωσε» στο άκουσμα του γεγονότος, αφήνοντας τον εαυτό της να βυθιστεί σε πένθος. Η αυτοκτονία του αγαπημένου της, παρά το νεαρό της ηλικίας της, έδωσε τέλος στο πάθος της για ζωή, οδηγώντας τη στον θάνατο δυο χρόνια αργότερα.
Δυο ετερώνυμες φύσεις, που ένιωσαν έλξη και μαγεύτηκαν από τη διαφορετική οπτική της ζωής που είχε ο καθένας. Ο Καρυωτάκης, δειλός μπροστά στο μεγαλείο της ανιδιοτελούς αγάπης, δεν έπαψε να δημιουργεί πλασματικά εμπόδια και να ακολουθεί τις εντολές που ήταν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό του. Η Πολυδούρη, ελεύθερη και ατρόμητη, δεν αντιστάθηκε στον έρωτα και δεν δίστασε να αγκαλιάσει τη διαφορετικότητα του αγαπημένου της. Τα ποιήματά τους, γεμάτα από ρομαντισμό και αγάπη, σώθηκαν ως κληρονομιά του ανεκπλήρωτου έρωτα των δύο ποιητών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαρία Πολυδούρη, «Γιατί μ’ αγάπησες», Oι τρίλλιες που σβήνουν (1928), ebooks.edu.gr, διαθέσιμο εδώ.
- «Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, που “σκότωσε” και τους δύο ποιητές του Μεσοπολέμου», mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Αγγελική Καρυστινού, Μαρία Πολυδούρη-Κώστας Καρυωτάκης: Η ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα δύο ρομαντικών, 04/06/2022, bovary.gr, διαθέσιμο εδώ.