Της Ελένης Καραγιάννη,
Το Εκ Βαθέων (1897) του Oscar Wilde δεν αποτελεί ένα ακόμα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουμε, δεν είναι μια ακόμα αυτοβιογραφία ενός καλλιτέχνη, δεν είναι ένα ημερολόγιο, είναι μια «εκ βαθέων» κατάθεση ψυχής από έναν άνθρωπο που με τον λόγο του επηρέασε την παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Oscar Wilde ήταν συγγραφέας από την Ιρλανδία, γεννημένος το 1854, πέρασε τη σύντομη ζωή του (απεβίωσε το 1900), ασχολούμενος, γενικά, με τις λέξεις. Δεν ασχολήθηκε ποτέ με ένα συγκεκριμένο είδος γραφής, έγραψε πληθώρα θεατρικών έργων, διηγημάτων και ποιημάτων που συντέλεσαν στην εξέλιξη της λογοτεχνίας.
Ωστόσο, έμεινε, κυρίως, γνωστός για το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι. Προερχόμενος από μια ευκατάστατη οικογένεια, κατάφερε να χαράξει τη δική του πορεία και να αναγνωριστεί, όσο ήταν εν ζωή, για το έργο του – πράγμα σπάνιο για τους μεγάλους καλλιτέχνες. Ζωή πλούσια τόσο σε ερεθίσματα όσο και υλικά αγαθά, ταξίδια, αναγνωρίσεις και κοσμικές δεξιώσεις ήταν μια καθημερινότητα για τον Oscar Wilde.
Αποτέλεσε σημαντικό πρόσωπο του κινήματος του Αισθητισμού, το οποίο εν συντομία θέλει την τέχνη ως φορέα αποκλειστικά της τέχνης, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή ή πρόθεση αυτής. Όσον αφορά την πολύ προσωπική του ζωή, παντρεύτηκε μια γυναίκα, επίσης συγγραφέα παιδικών βιβλίων, και έκανε δύο παιδιά.
Ως εξωτερικοί παρατηρητές θα σκεφτόμασταν πως αυτός ο άνθρωπος είχε μια ιδανική ζωή, ή τέλος πάντων είχε όλα τα φόντα για να δημιουργήσει μια ιδανική ζωή. Αλλά το Εκ βαθέων γράφτηκε για να μας κάνει να σκεφτούμε πως, όχι μόνο κανείς δεν μπορεί να έχει μια ιδανική ζωή, αλλά πως τα φόντα δεν έχουν καμιά σημασία αν εμείς οι ίδιοι δεν κάνουμε κάτι για αυτά. Γιατί; Γιατί είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας, αλλά και λίγο ημερολόγιο, και λίγο κατάθεση ψυχής, και λίγο αίτηση για συγχωροχάρτι και κυρίως, μια επιστολή προς τον αγαπημένο του. Και γιατί είναι τόσο σημαντική; Γιατί γράφτηκε μέσα στη φυλακή. Μέσα από μια περίοδο μεγάλης εξωτερικής και εσωτερικής πτώσης και κατάρρευσης, ο Ο. Wilde κατάφερε σε λίγες σελίδες να μας συγκινήσει, προβληματίσει και αναγκάσει να δούμε αλλιώς τη ζωή.
Πολύ συνοπτικά, ο Ο. Wilde μπλέχτηκε σε μια περίεργη ιστορία λόγω της «φιλίας» του με τον Άλφρεντ Ντάγκλας —χαιδευτικά Μπόζυ— και την εχθρότητα ανάμεσα στον τελευταίο και τον πατέρα του. Έγινε μια μήνυση εναντίον του πατέρα, επειδή ο Μπόζυ αδημονούσε να τον δει στη φυλακή και στη δίκη που ακολούθησε, ο Wilde από κατήγορος έγινε κατηγορούμενος και βρέθηκε να απολογείται για τις καλλιτεχνικές του ασχολίες και τις προσωπικές του επαφές με τον Μπόζυ. Αν σκεφτείτε την τότε κοινωνική και ποινική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας, σε συνδυασμό με το, τότε και τώρα, πάθος των άσημων να εισχωρούν στη ζωή των διάσημων, σε μια προσπάθεια να νιώθουν πιο κοντά τους, θα καταλάβετε γιατί ο Wilde βρέθηκε καταδικασμένος σε διετή φυλάκιση.
Στη διάρκεια της φυλάκισης δεν έπαψε ποτέ να γράφει, με το Εκ βαθέων να αποτελεί την πιο αριστουργηματική δουλειά του, πέραν του Ντόριαν Γκρέι. Το βιβλίο ουσιαστικά δεν ξεκίνησε ως τέτοιο, δεν υπήρχε η πρόθεση να γίνει αριστούργημα και αντίτυπο παντού, αλλά ως απλό γράμμα προς τον Μπόζυ. Ο Oscar Wilde μιλάει ως ο εαυτός του, με τις δικές του προσωπικές ανάγκες, πικρίες και φιλοδοξίες – ή, μάλλον, αυτές που χάθηκαν. Στην ανάγνωση του, δε βλέπουμε έναν κατάδικο που μετανοεί, βλέπουμε έναν άνθρωπο, που καταφεύγει σε μια ενδοσκόπηση και ανασκόπηση της ζωής του.
Βλέπουμε έναν άνθρωπο που η θλίψη τον κυρίευσε, αφού ο θυμός και η απογοήτευση τον άφησαν. Και παρόλο που εμείς μπορεί να μην είμαστε στη φυλακή, σίγουρα έχουμε μέσα μας κάτι από αυτά τα τρία (ή και τα τρία). Η περιγραφή τους από έναν καλλιτέχνη σε ένα μη μυθιστορηματικό έργο μπορεί να μας προσφέρει μόνο ανακούφιση, να μας σχηματοποιήσει νοητά και να λεκτικοποιήσει όσα θέλουμε αλλά δεν μπορούμε εμείς.
Η αρχή του έργου αναδύει μια παγωμένη έκφραση θυμού και αγανάκτησης, όπως ακριβώς η διαδικασία του πένθους. Ο Ο. Wilde πενθεί όχι μόνο τη ζωή που έφυγε, όταν φυλακίστηκε, αλλά και μια μεγάλη αγάπη, και όπως βλέπουμε και στη συνέχεια του, πενθεί, επίσης, τις ικανότητες που ποτέ δεν ξεδίπλωσε, τα όνειρα που ποτέ δεν κατέκτησε, την πατρική φιγούρα που ποτέ δεν αποτέλεσε για τα παιδιά του και έναν χαμένο εαυτό. Παρόλα αυτά, τίποτα από το έργο δεν εσωκλείει μιζέρια, νοσταλγία ή αυτολύπηση.
Μάλλον το αντίθετο. Όσο διεισδύουμε στην ανάγνωση, ο Oscar Wilde ξεδιπλώνει τις φιλοσοφικές του σκέψεις. Μιλά για την αγάπη γενικά, τον έρωτα, τη φιλία, τις οικογενειακές σχέσεις, τη θρησκεία, την ιδεολογία και την προσωπική φιλοσοφική του ματιά. Αντί να μας οδηγήσει σε συναισθήματα ματαιότητας και απόγνωσης, μας οδηγεί —εμάς και τον εαυτό του, επίσης— με επίδοξο και έν-τεχνο τρόπο σε μια αναθεώρηση του τρόπου θέασης της πραγματικότητας (μας). Και αυτό είναι ακριβώς που πρέπει να κάνει, όχι το Εκ Βαθέων, αλλά η Τέχνη γενικά.
Το Εκ βαθέων είναι ένα βιβλίο που θα καταφέρει να σας αγγίξει, όχι επειδή περιγράφει μια συγκλονιστική ιστορία, αλλά γιατί αφηγείται μια ιστορία που συνέβη, μια ιστορία ζωής, σε μια άλλη εποχή που, όμως, δεν ξεφεύγει πολύ από τη δική μας. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουμε μια φορά, αλλά να το κρατήσουμε για πάντα, να το φυλάξουμε στο κομοδίνο μας και, όταν έρχονται αυτές οι στιγμές που πάντα έρχονται, οι δύσκολες, να το ανοίγουμε και να ακούμε τον Ο. Wilde να μας ψιθυρίζει «Δε θυμάμαι να έκανα τίποτα άλλο από το να συστρέφω τα χέρια μου μ’ ανήμπορη απελπισία και να λέω: Τι τέλος, τι φοβερό τέλος!, τώρα προσπαθώ να πω στον εαυτό μου, και κάποτε, όταν δεν αυτοβασανίζομαι, το λέω πραγματικά και με ειλκρίνεια: Τι αρχή, τι θαυμάσια αρχή!»
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Oscar Wilde, britannica.com, διαθέσιμο εδώ.