Της Αναστασίας Αποστολίδου,
«Θεριό’ ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να την μερώσεις…», περιγράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», καταδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και τη ζοφερότητα της ανθρώπινης ψυχής και ύπαρξης. Σε μια απόπειρα «βυθοσκόπησης» στα «άδυτα» του ανθρώπινου ψυχισμού, προκύπτει ένα ιδιόμορφο δίλημμα: Δεδομένου του ταραχώδους ψυχικού κόσμου των ανθρώπων, η έννοια της «κακίας» δύναται να προσεγγιστεί ως ένα έμφυτο, εν δυνάμει εκκολαπτόμενο στο γένος μας χαρακτηριστικό ή ως ένα επίκτητο στοιχείο, ξένο στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία και σε συσχετισμό αποκλειστικά με εξωτερικούς παράγοντες και εμπειρίες;
Πρωταρχικά, μείζονος σημασίας είναι ο εντοπισμός και η διευκρίνιση της – μεγαλύτερης, ίσως- δυσκολίας που παρουσιάζεται, κατά την διαδικασία εμβάθυνσης στο ζήτημα: η εννοιολογική προσέγγιση του «κακού». Λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική υφή σχεδόν κάθε επίγειου κοινωνικού και φιλοσοφικού φαινομένου, κρίνεται δυσχερής έως και ανέφικτη η διατύπωση μια πάγιας, αντικειμενικά ορθής και αποδεκτής περιγραφής του περιεχομένου της κακίας, η οποία δεν πληροί πανανθρώπινα προκαθορισμένες προδιαγραφές και, συνεπώς, δεν δύναται να γίνει εξίσου αντιληπτή υπό ένα κοινό πρίσμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προς διευκόλυνση της μελέτης, θα αναφερθεί ένας ενδεικτικός ορισμός του όρου «κακία», με γνώμονα τον οποίο θα αναπτυχθούν τα επιμέρους επιχειρήματα. Σύμφωνα με το Λεξικό Τριανταφυλλίδη «κακία» ορίζεται: 1) η ιδιότητα του κακού, η επιδίωξη ή επιθυμία να συμβεί στον συνάνθρωπό μου κάποιο κακό ή η δυσαρέσκεια, όταν του συμβεί κάτι ευχάριστο. 2) Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η προσωποποίηση της ανηθικότητας.
«Οὐδεὶς ἑκὼν κακός» («Κανείς δεν είναι κακός με την θέλησή του»), εκφράζει ο Σωκράτης, ο πατέρας της δυτικής φιλοσοφίας, που, εκπροσωπώντας μια ευδαιμονιστική ηθική, αποδίδει την διάπραξη αθέμητων ή βλαβερών ενεργειών στην άγνοια του ανθρώπου απέναντι στο κακό, εφόσον, σύμφωνα με τον ίδιο, κανείς οικειοθελώς και εν γνώσει του δεν πράττει τα κακά, μη αγαθά πράγματα. Η προαναφερθείσα φιλοσοφική θεώρηση, μολονότι παραθέτει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οπτική απέναντι στην ανθρώπινη συνειδητότητα και την απουσία προδιάθεσης και πρόθεσης για το κακό, διχάζει αναφορικά με το εξής ζήτημα: Κατά πόσο είναι ρεαλιστική η άποψη περί άγνοιας του ανθρώπου απέναντι στο κακό και το επιβλαβές; Ειδικότερα, διαχρονικά ο άνθρωπος πέρασε από ποικίλα στάδια εξέλιξης και, σε συγκερασμό με την ταχεία ανάπτυξη των επιστημών, την διευρυμένη χρήση των μέσων δικτύωσης, αλλά και την γενικότερη έκθεσή του σε ένα υπερβολικά πλούσιο υλικό πληροφόρησης και εκπαίδευσης, ήρθε, ομολογουμένως, εγγύτερα στις έννοιες του ορθού, του νόμιμου, του κακού και του αθέμητου. Συμπερασματικά, λαμβάνοντας ως παράδειγμα τον άνθρωπο των σύγχρονων κοινωνιών, κρίνεται αμφίβολη έως ουτοπική η πεποίθηση πως κάθε εχθροπραξία, ατόπημα και κακή πράξη εναπόκειται στην άγνοια του δρώντος προσώπου και όχι σε μια εσωτερική του πρόθεση ή επιθυμία για το κακό.
Από την άλλη πλευρά, διεισδύοντας στην δυνητική προσέγγιση του κακού ως ένα εγγενές ανθρώπινο γνώρισμα, ιδιαίτερα χρήσιμο και επιμορφωτικό μπορεί να χαρακτηριστεί το απόφθεγμα του Βρετανο-πολωνού συγγραφέα Joseph Conrad, ο οποίος διατύπωσε πως «Η πίστη σε μια υπερφυσική προέλευση του κακού είναι περιττή. Οι άνθρωποι από μόνοι τους είναι ικανοί για κάθε διαστροφή». Η προαναφερθείσα άποψη πρόδηλα αποτελεί μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση της έννοιας, καταρρίπτοντας την ιδέα περί εξωγενούς κακίας και άσπιλου ανθρώπινου ψυχισμού, αναδεικνύοντας την βαθύτατα ανθρώπινη πηγή του κακού, ως αναπόσπαστο κομμάτι της θνητής μας φύσης. Μια διαφορετική μορφικά, αλλά κοινή θεωρητικά θέαση του πυρήνα του κακού προσφέρει ο θεατρικός συγγραφέας Friedrich von Schiller, ισχυριζόμενος πως «η κατάρα του κακού είναι ότι εξακολουθεί να γεννάει το κακό». Η παραπάνω ιδεολογική τοποθέτηση δημιουργεί έναν συλλογισμό, βάσει του οποίου, εάν το ίδιο το κακό αναπαράγει αέναα τον εαυτό του, είναι έκδηλο πως πρόκειται για μια φυσική πορεία ατέρμονης γέννησής του στο πλαίσιο μιας έμφυτης ροπής απέναντι σε αυτό ή αναπόδραστης επιβολής του στον άνθρωπο ως ένστικτο. Εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που υφίσταται μια φυσικά εξισορροπημένη αναλογία δύναμης καλού – κακού στην ανθρώπινη ύπαρξη, πώς δικαιολογείται η αισθητή διαφορά εκδήλωσης των έμφυτα κακών τάσεων σε περιπτώσεις ανθρώπων με κοινά -τραυματικά- βιώματα; Δηλαδή, λαμβάνοντας ως δεδομένη την έντονη εκ γενετής παρουσία του κακού σε όλους τους ανθρώπους, πώς καθίσταται επιτεύξιμη η απόδραση από αυτό και η υπερίσχυση του καλού σε ορισμένους ανθρώπους και η παράδοση στο κακό από κάποιους άλλους, με βασική προϋπόθεση αυτοί οι άνθρωποι να μοιράζονται κοινό τρόπο ζωής και βιώματα;
Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ένα περίπλοκο, δισεπίλυτο και πολύπλευρο φαινόμενο, στο οποίο με ιδιαίτερη δυσκολία δύναται να αποδοθεί αμετάκλητη και οριστική ερμηνεία, καθώς η βιβλιογραφία είναι άφθονη και οι κατά τους αιώνες προσεγγίσεις αντικρούονται και αποτελούν ατελείωτη τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Ως επίλογος, θα αξιοποιηθεί μια φράση του ποιητή Antonio Porchia, ως αφορμή για περαιτέρω μελέτη επί του θέματος:
«Το ανήμερο του ανθρώπου, δεν είναι το κακό που υπάρχει σε αυτόν: είναι το καλό».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ», Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, Μάρτιος 2013
- «Φωνές», Antonio Porchia, Bibliothèque, Αθήνα 2020