Της Ελένης Κάζου,
Ο υπ’ αριθμόν 2168/1993 νόμος είναι ο ειδικός ποινικός νόμος που ρυθμίζει το νομικό καθεστώς που διέπει τα όπλα. Σε αυτόν περιέχονται όλες εκείνες οι σχετικές με τα όπλα συμπεριφορές που κατά τον νομοθέτη κρίνονται αξιόποινες, δηλαδή η παράνομη οπλοκατοχή, η οπλοφορία και η οπλοχρησία. Γίνεται πάγια δεκτό στη νομολογία ότι το έννομο αγαθό που προστατεύεται με αυτόν τον νόμο είναι αυτό της δημόσιας τάξης αναγομένης σε κοινωνική αξία. Η προσβολή της δημόσιας τάξης επέρχεται μέσω της διατάραξης του κοινωνικού χώρου και της ειρηνικής συνύπαρξης των πολιτών. Πλήττεται, δηλαδή, η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας, μέσω της οποίας προάγεται η ειρηνική συμβίωση των πολιτών και η απρόσκοπτη ανάπτυξη της σύννομης δραστηριότητάς τους.
Στο πρώτο άρθρο του νόμου αυτού τυποποιείται το πεδίο εφαρμογής του και ειδικότερα ορίζεται η έννοια του όπλου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο «ως όπλο νοείται κάθε μηχάνημα, το οποίο εκ κατασκευής, μετατροπής ή τροποποίησης, με ωστική δύναμη που παράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, εκτοξεύει σφαιρίδια, βολίδες, βλήματα, βλαπτικές χημικές ή άλλες ουσίες, ακτίνες, φλόγες ή αέρια και μπορεί να επιφέρει κάκωση ή βλάβη της υγείας σε πρόσωπα ή βλάβη σε πράγματα ή να προκαλέσει πυρκαγιά, καθώς και κάθε συσκευή που μπορεί να προκαλέσει με οποιονδήποτε τρόπο τα ανωτέρω αποτελέσματα». Στη δεύτερη παράγραφο, ο ορισμός διευρύνεται περαιτέρω, καθώς προστίθενται σε αυτόν και «τα αντικείμενα που είναι πρόσφορα για επίθεση, άμυνα ή ακινητοποίηση». Με αυτή τη διεύρυνση, εισάγεται ως κριτήριο ο λειτουργικός σκοπός του όπλου. Όπλο, δηλαδή, πρέπει να είναι το μέσο που είναι αντικειμενικώς προορισμένο εκ κατασκευής του για άμυνα ή επίθεση ή ακινητοποίηση.
Το κριτήριο αυτό έχει προκαλέσει ασάφειες και έχει διχάσει τη νομολογία, καθώς η διάκριση κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής και ενίοτε έχουν θεωρηθεί ως όπλα και αντικείμενα που δεν είναι προορισμένα για αυτή τη χρήση. Από αυτόν ακριβώς τον ορισμό του όπλου θα εξαρτηθεί το αν καταλογιστεί στον δράστη κάποια παράνομη συμπεριφορά που σχετίζεται με τα όπλα (να διαπιστωθεί ότι όντως προέβη στην παράνομη οπλοχρησία του άρθρου 14 του Ν. 2168/1993), καθώς ο ορισμός του εκάστοτε αντικειμένου τέλεσης του εγκλήματος ως όπλου αποτελεί το βασικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών.
Κατεξοχήν ιδιάζουσα περίπτωση αποτελεί αυτή των μαχαιριών: «Μαχαίρια κάθε είδους που προορίζονται για επαγγελματική ή οικιακή ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση» δεν λογίζονται ως όπλα σύμφωνα με το άρθρο 1. παρ. 1 περ. αβ’ Ν. 2168/1993, καθώς η κατοχή τους είναι δικαιολογημένη για τους ανωτέρω επαγγελματικούς οικιακούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς. Δικαιολογείται η κατοχή ενός κουζινομάχαιρου σε μια κουζίνα, καθώς αυτό προορίζεται για οικιακή χρήση. Ωστόσο, όταν ο δράστης φέρει κουζινομάχαιρο εκτός της οικίας του, τότε η πράξη του λογίζεται ως οπλοφορία, καθώς δεν υπάρχει ο λειτουργικός σκοπός που δικαιολογεί την πράξη του. Ιδιαίτερες δυσχέρειες ανακύπτουν και όταν ο δράστης επιτίθεται με σιδηροδοκό, που αποτελεί μεν αντικείμενο πρόσφορο για επίθεση ή άμυνα, ωστόσο, δεν προορίζεται εκ κατασκευής του για τους ανωτέρω σκοπούς.
Σύμφωνα με μια άποψη, εφόσον τα αντικείμενα αυτά δεν αποτελούν όπλα κατά την έννοια του νόμου, τότε δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέλεση των αδικημάτων της οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή με τα αντικείμενα αυτά η τέλεση των εγκλημάτων της οπλοφορίας και της οπλοχρησίας (όχι όμως της οπλοκατοχής).
Κατά καιρούς στη νομολογία έχει κριθεί μεμονωμένα ότι δεν αποτελούν όπλα: το τσεκούρι κουζίνας, το ψαλίδι ραπτικής, τα εργαλεία του κρεοπώλη π.χ. ο μπαλτάς, τα ιατρικά και παραϊατρικά εργαλεία, π.χ. το νυστέρι, καθώς και ο αναπτήρας (ως αντικείμενο που διατίθεται ευρέως). Καθώς δύναται να προκύπτουν περισσότερες δυνατότητες ερμηνείας μιας διάταξης, προτιμάται κατά μια άποψη, αυτή, η οποία είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Σε κάθε περίπτωση, το αν ένα αντικείμενο κριθεί ως όπλο θα πρέπει να συνοδεύεται από ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής κρίσης, η οποία θα προσδιορίζει γιατί το εν λόγω αντικείμενο είναι πρόσφορο για επίθεση, άμυνα ή ακινητοποίηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης, Χρήστος Ν. Σατλάνης, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
- Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Νομολογιακές εφαρμογές Ειδικών Ποινικών Νόμων, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019