Του Στέργιου Παπαστεργίου,
Η ίδρυση του Ισραήλ το 1948 εξαρχής προκάλεσε έντονη αναταραχή στη Μέση Ανατολή, με τις γύρω αραβικές χώρες να επιτίθενται συντονισμένα στο νεοσύστατο κράτος. Με προεξάρχουσα δύναμη την Αίγυπτο, και την άμεση ή έμμεση εμπλοκή Ιορδανίας, Συρίας, Ιράκ και Λιβάνου, ο αραβικός συνασπισμός αντιμετώπισε τη Ισραήλ σε τέσσερις πολέμους μεταξύ 1948 και 1973, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα κυρίως την εδαφική επέκταση του αντιπάλου τους.
Το Ισραήλ κατάφερε να υπερισχύσει, δίνοντας μεγάλη σημασία στην ασφάλειά του, την οποία, υπό τη σκιά της πρόσφατης γενοκτονίας, θεωρούσε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή του. Ιδίως στον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967, οι Ισραηλινοί κατάφεραν να συντρίψουν τους Άραβες πριν καν αυτοί προλάβουν να κινητοποιηθούν, καταλαμβάνοντας ή «απελευθερώνοντας» τη Λωρίδα της Γάζας, τη Χερσόνησο του Σινά, τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα Υψώματα του Γκολάν. Έτσι, και ενώ όπως ήταν φυσικό δεν είχε επέλθει αποτελεσματική ειρήνευση, ο Ανουάρ αλ-Σαντάτ που είχε διαδεχθεί τον Νάσερ το 1971 στην ηγεσία της Αιγύπτου, πήρε την πρωτοβουλία συνεννόησης με τους Σύριους για νέα επίθεση κατά του Ισραήλ. Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ του 1973, ήταν ο πιο σφοδρός και πιο κοστοβόρος από όσους είχαν λάβει χώρα μέχρι τότε, απειλώντας τη διεθνή σταθερότητα και προκαλώντας ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Οι Άραβες πέτυχαν περιορισμένη έστω επιτυχία έναντι του ισχυρότατου Ισραήλ, ωστόσο οι μακροχρόνιες συγκρούσεις και οι υψηλές αμυντικές δαπάνες είχαν εξαντλήσει τις εμπλεκόμενες χώρες. Ταυτόχρονα, η θέση των ΗΠΑ στον επηρεασμό των τεκταινόμενων στην περιοχή είχε ισχυροποιηθεί, χάριν στη διπλωματική οξυδέρκεια του Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ. Προτεραιότητα αμφότερων των υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ, του Τζίμι Κάρτερ και του Τζέραλντ Φορντ, έγινε η ειρήνευση στην περιοχή ώστε να αποτραπεί η εκμετάλλευση της κατάστασης από την Ε.Σ.Σ.Δ.
Αν και οι τελευταίες εκλογές στο Ισραήλ έφεραν στην κυβέρνηση τη δεξιά του σοβινιστή Μεναχέμ Μπέγκιν, ο Ανουάρ αλ-Σαντάτ επέδειξε προθυμία να συνεργαστεί για την εξεύρεση λύσης. Ασφαλώς, οι υποσχέσεις των Αμερικανών για οικονομική βοήθεια σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας έπαιξαν το ρόλο τους, ιδίως για την Αίγυπτο που αντιμετώπιζε τις μεγαλύτερες δυσκολίες και της οποίας ο λαός επιζητούσε τον τερματισμό της αβεβαιότητας. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος προσέφερε ειρήνη στο Ισραήλ υπό την προϋπόθεση αυτό να αναγνωρίσει παλαιστινιακό κράτος και να αποσύρει τα στρατεύματά του από όλα τα εδάφη που είχε κατακτήσει το 1967. Στην προσπάθειά του όμως δεν βρήκε υποστήριξη από τα αραβικά κράτη, τα οποία τον θεωρούσαν προδότη του αραβικού σκοπού. Επιπλέον, οι διμερείς διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ συναντούσαν δυσκολίες, με κύριο σημείο διαφωνίας το παλαιστινιακό ζήτημα. Ο Μπέγκιν δεν αποδεχόταν την αυτονομία της Παλαιστίνης, και θεωρούσε τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας αδιαπραγμάτευτα ισραηλινά εδάφη. Καθώς λοιπόν στα τέλη του 1978 οι ειρηνευτικές συνομιλίες ήταν έτοιμες να καταρρεύσουν, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ επενέβη, καλώντας τους δύο ηγέτες στο Καμπ Ντέιβιντ, στην εξοχική κατοικία των Αμερικανών Προέδρων στο Μέρυλαντ.
Οι δωδεκαήμερες σκληρές διαπραγματεύσεις απέδωσαν μια δισκελή συμφωνία που αφορούσε αφενός την ειρήνη μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ και αφετέρου την επίλυση του παλαιστινιακού. Στην πραγματικότητα ωστόσο, η συμφωνία αυτή ήταν μια γενικόλογη διακήρυξη αρχών και θέσεων, διόλου ικανή να επιλύσει ουσιαστικά τις διαφωνίες των δύο πλευρών. Αν και αναγνωριζόταν το δικαίωμα της «πλήρους αυτονομίας» των Παλαιστινίων δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για κάτι πιο απτό, και οι παλαιστίνιοι δικαίως ένιωσαν προδομένοι την ώρα που το Ισραήλ δεν ήταν πρόθυμο να αποχωρήσει από τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Από την άλλη, όμως, το μέρος του σχεδίου που αφορούσε την ειρήνη ανάμεσα σε Αίγυπτο και Ισραήλ είχε καλύτερη τύχη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, οι Ισραηλινοί επέστρεψαν τη Χερσόνησο του Σινά στην Αίγυπτο η οποία σε αντάλλαγμα προχώρησε στην αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Τέλος, μετά από νέα αμερικανική παρέμβαση οι δύο χώρες υπέγραψαν τη Συνθήκη Ειρήνης της Ουάσινγκτον στις 26 Μαρτίου του 1979.
Ο αιγυπτιακός λαός στην πλειονότητά του υποστήριξε την κίνηση του Σαντάτ, η οποία έφερνε την Αίγυπτο σε στενή εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Η αντίδραση του αραβικών χωρών, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά αρνητική, απομονώνοντας την Αίγυπτο εμπορικά και διπλωματικά. Ουσιαστικά, η περίοδος αυτή σηματοδότησε την απαρχή της σταδιακής υποκατάστασης του αραβικού εθνικισμού από τον ισλαμισμό ως μέσο για την επίτευξη των επιδιώξεων των Αράβων, με ηγέτιδα δύναμη πλέον τη Σαουδική Αραβία. Επιπλέον, η κίνηση του Σαντάτ να αποφυλακίσει και να απελάσει τους φονταμενταλιστές Αδελφούς Μουσουλμάνους από την Αίγυπτο, στην πραγματικότητα τους ισχυροποίησε, διευρύνοντας τα δίκτυά τους και οδηγώντας στη δημιουργία ισλαμικών οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα, η Χαμάς και άλλες. Εν τέλει, αυτοί ήταν που δολοφόνησαν τον Ανουάρ αλ-Σαντάτ το 1981, κάνοντας φανερό πως η πραγματική ειρήνη στην περιοχή έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη σύμπνοια και εντός των αντιμαχόμενων στρατοπέδων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Οι συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ.
- A. Goldschmidt Jr., A. Boum, (2016), Ιστορία της Μέσης Ανατολής, Αθήνα, εκδ. Επίκεντρο